Εισαγωγή

Ο Άγιος Βασίλειος                                                                      Φωτογραφία: Anke Schmidt-hutten

Το Βασιλίτσι είναι ένα ημιορεινό χωριό στο νοτιοδυτικό άκρο του Ν. Μεσσηνίας (ακρωτήριο Ακρίτας) με καθαρά γεωργικά και κτηνοτροφικά χαρακτηριστικά. Αν και η απόσταση που το χωρίζει από τη θάλασσα είναι μόλις δύο χιλιόμετρα και οκτώ+ από την αστική Κορώνη, οι κάτοικοί του δεν ανέπτυξαν εμπορικές ή άλλες αστικές δραστηριότητες. Ασχολήθηκαν αποκλειστικά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αφού και η καταγωγή των προγόνων τους ήταν ποιμενική.

Όπως όλη η Ελλάδα έτσι και το χωριό μας γνώρισε απανωτές εχθρικές επιδρομές, λεηλασίες και κατακτήσεις, οι οποίες επηρέασαν την καθημερινότητά του και την ιστορική του  πορεία (καταστροφές, λοιμοί και λιμοί, ακόμα και μετοικήσεις). Μα κατεξοχήν επηρέασαν τη γλωσσική του ταυτότητα και δημιούργησαν μια ιδιωματική ντοπιολαλιά, αρκετά διαφορετική από εκείνη της γειτονικής Κορώνης, αλλά σχεδόν όμοια με τα άλλα γειτονικά χωριά που και αυτά ήταν γεωργοκτηνοτροφικά. Τρεις κυρίαρχες ξενικές γλωσσικές επιδράσεις μαζί με τη λαϊκή (δημοτική) βυζαντινή ελληνική, που ήταν η βάση της καθομιλουμένης τη διαμόρφωσαν:

Οι σλαβικές εποικήσεις από τα βυζαντινά χρόνια, οι Ενετοί κατακτητές της Κορώνης,  Μεθώνης και των γύρω περιοχών του 13ου αι. έως τον 16ο αι. και οι Οθωμανοί Τούρκοι του 16ου αι. μέχρι τις αρχές του 19ου.

Από τη σλαβική παρέμειναν λέξεις που έχουν σχέση κυρίως  με την κτηνοτροφία και τοπωνύμια, από την ενετική λέξεις της ναυτοσύνης, του εμπορίου και της καθημερινότητας και από την τουρκική επίσης λέξεις της καθημερινότητας, της διοίκησης και πολλά τοπωνύμια.

Μετά τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, τη σταδιακή εξάλειψη του αναλφαβητισμού, την κατάργηση των γεωγραφικών περιορισμών με την ανάπτυξη των συγκοινωνιών και την επίσης σταδιακή αστικοποίηση και εγκατάλειψη της υπαίθρου, η ελληνική γλώσσα άρχισε να διδάσκεται ομοιόμορφα σε όλο τον ελλαδικό χώρο και  έτσι να ενοποιείται αποκτώντας κοινά πανελλήνια χαρακτηριστικά.

Αυτό βέβαια ήταν πολύ θετικό για τη γλωσσική ομοιογένεια του ελληνικού πληθυσμού,  όμως λειτούργησε αρνητικά για την ιδιαιτερότητα των διαλέκτων και  των τοπικών ιδιωμάτων κάθε περιοχής με τον ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο που κουβαλούσε στη μακραίωνη ιστορία της.

Η ντοπιολαλιά λοιπόν ενός τόπου είναι το κυριότερο στοιχείο της κοινής καταγωγής των απανταχού κατοικούντων και ομιλούντων αυτήν. Και αυτό διότι αυτή η δική τους γλώσσα έχει ιδιαίτερο συναίσθημα, έχει το δικό της χρώμα με τα παιδικά βιώματα, τα ομαδικά παιχνίδια, τα εφηβικά σκιρτήματα, τις ατομικές και συλλογικές μνήμες, τις γιορτές και τα πανηγύρια, τα κοινά ήθη και έθιμα. Είναι ο ατομικός θησαυρός του καθενός, αλλά είναι και ο ομαδικός πλούτος μιας κοινωνίας, οι ρίζες, οι βλαστοί και τα άνθη του δένδρου, που λέγεται λαϊκός πολιτισμός.

Περνώντας όμως τα χρόνια οι μεγάλοι πλέον δεν την χρησιμοποιούν και σχεδόν δεν την θυμούνται, ενώ οι νεότεροι την αγνοούν εντελώς!

Σήμερα που η παγκοσμιοποίηση έχει λειάνει τα εθνικά χαρακτηριστικά και κινδυνεύει εν τέλει η εθνική μας ταυτότητα είναι ανάγκη περισσότερο από ποτέ να ξαναβρούμε τις ρίζες της κοινής μας καταγωγής!

Καιρός, λοιπόν, να κάνουμε κάτι για να τη διασώσουμε και γιατί όχι και να την αναγεννήσουμε!!!

Η γλώσσα του τόπου μας ας είναι η αρχή!

Ντοπιολαλιά τη λέμε, Βασιλιτσιώτικη ντοπιολαλιά!