Θάμα (το) (<αρχ.ελλ.θαύμα) = το θαύμα
(Μεγάλο θάμα, παιδάκι μου, έγινε!)
Θαμπίζω (<αρχ.ελλ. θάμβος) = μόλις που βλέπω, βλέπω θαμπά
(Ίσια που θαμπίζουνε τα μάτια μου)
Θανατίκια (τα) ή Θαφτικά (τα) (<θάβω<αρχ.ελλ. θάπτω) = τα έξοδα κηδείας
(Να ˋχω δυό δραμές στην άκρια για τα θαφτικά μου, να με ντραφιάσουνε)
Θαραπαή (η) (<αρχ.ελλ. θεραπεία) = το γιατρικό, η ευχαρίστηση
(Βρήκα τη θαραπαή μου)
Θάρρετα (τα) (<αρχ.ελλ.θάρρος) = το θάρρος
(Πολλά θάρρετα πήρες, για μαζώξου)
Θαρρεύουμαι = παίρνω θάρρος
(… τι ΄θελες Βλάμη που θαρρεύτηκες κι έλαβες τη μπέσα, δημ. τραγ. Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας)
Θειάκω (η) = η θειά, η θεία
Θέλημα (το) = οι μικροδουλίτσες που έκαναν τα παιδιά εξυπηρετώντας τους μεγαλύτερους, αλλά και οι γυναίκες όταν ήθελαν να διεκπεραιώσουν μια υπόθεση μυστικά, έλεγαν «έχω ένα θέλημα να κάμω»
Θελός (επίθ.) = ο θολός
(Θελός ουρανός, θελή θάλασσα, θελό νερό, κρασί, λάδι)
Θελόσταχτη (η) = το διάλυμα στάχτης σε νερό. Την χρησιμοποιούσαν σε γλυκίσματα (μουσταλευριά, πετιμάζι) ή με σαπούνι και έκαναν την αλισίβα για το πλύσιμο των ρούχων
Θελλός (ο) = ο φελλός
Θελά (<θενά<θέλω να) = θα. Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό του Μέλλοντα
(θελά ρθω για δουλειά αύριο)
Θέλω = Χρωστάω
(Σου θέλ΄ ακόμα 100 δραμές)
Θεμωνιά (η) (<θημωνιά<αρχ.ελλ. θημών<τίθημι) = σωρός από δεμάτια (λιμάρια) σιταριού, βρώμης, κριθαριού στο αλώνι για αλώνισμα
(Στάρι-κριθάρι θεμωνιές ο Ιούλιος μαζώνει και ανημένουν το χορό να στήσουνε στ’ αλώνι. Κ. Λαγουδιανάκης)
Θεομπαίχτης (ο) = αυτός που εμπαίζει και τον ίδιο το θεό, ο απατεώνας
Θεοτόκος (η) = περιοχή στη Σέλιτσα με ομώνυμη εκκλησούλα με αρχαιολογικό ενδιαφέρον (χρονολογείται στα υστεροβυζαντινά χρόνια, 13ος αι.), ευρήματα της οποίας βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο της Καλαμάτας
Θεριεύω (<θεριό<αρχ.ελλ. θηρίον) = μεγαλώνω, φουντώνω (για δέντρα), παίρνω ύψος ή βάρος (για παιδιά) (Θεριέψανε τα λιόφτα,θέλουν κλάδεμα, θέριεψε το παλικαράκι σου, έγινε άντρας)
Θεριακλής (ο), αντιδάνειο (<τούρκ.tiryaki<αρχ.ελλ. θηρίον) = ο μανιώδης καπνιστής ή πότης, αυτός που καμώνεται για δυνατός
Θεριακωμένος (μετχ.) = αυτός που έχει ωραία θωριά ή αυτός που έχει μεγαλώσει αρκετά
(Θεριακωμένο παλικάρι έγινε!)
Θεριό (το) = ο πολύ άγριος
(Θεριό ανήμερο)
Θέρμη (η) (<αρχ.ελλ. θερμός) = η ελονοσία, ο πυρετός
Θεριστάπιδα (τα) = είδος αχλαδιών που γίνονται το Θεριστή μήνα
Θεριστής (ο) (<αρχ.ελλ. θέρος) = ο μήνας Ιούνιος
(Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξύδι, παροιμία)
Θέρος (ο) = ο θερισμός (Από θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές, παροιμία)
Θηκιάζω (<θήκη<τίθημι) = γεμίζω
Θηλιά (η) (<αρχ.ελλ.θήλεα) = 1. είδος κόμπου για δέσιμο
(Έδεσε τη γίδα θηλιά και κρεμάστηκε),
2. τρόπος τυλίγματος στα νήματα για πλέξιμο ή ύφανση
(Έκαμα δέκα θηλιές γνέμα με το σπάρτα φέτο.)
Θηλύκι (το) (<θηλυκός,αρχ.ελλ. θήλυ) = η κουμπότρυπα
Θράκα (η) (<αρχ.ελλ. άνθραξ) = τα αναμμένα κάρβουνα
(…κι οι λαμπερές οι θράκες τρίζουν γύρω
και σιγοψήνουν τα σφαχτά στις σούγλες…, ποίημα, Π. Γλ.)
Θρασίμι (το) (<θρασόν<αρχ.ελλ. σαθρόν ή θνητός, θνασίμι, θρασίμι = το ψοφίμι, ο θρασύδειλος, ο άχρηστος
Θράσος (επίρ.) = αδικοχαμένος
(Πήγε θράσος, σα το σκυλί στ΄ αμπέλι)
Θράψαλα (τα) (<αρχ.ελλ.θραύω) = τα σπασμένα κομμάτια
(Έπεσε κι έκανε θράψαλα το χέρι του)
Θρέφει νιάτα =είναι ακμαίος, καλοπερνάει
Η φράση λέγεται και ειρωνικά για τον τεμπέλη.
(- Νικολό, πού είναι το παιδί; – Άσε μωρέ Βγενύσιο, θρέφει νιάτα!)
Θροϊζουμαι (<θροϊζω<θροέω<αρχ.ελλ. θρόος) = νιώθω να μου κόβεται η ανάσα από αίσθημα φόβου που δημιουργείται από ύψος ή κάτι ξαφνικό (Θροϊστηκα που αγνάντεψα από ψηλά το γκρεμό, θροϊστηκε το παιδί από το πολύ κούνημα και πιάστηκε η ανάσα του, θροϊστηκα που σ΄ έιδα αποτομα μπροστά μου)
Θρουμπαλιάζω (θρούμπαλο<θρούβω<αρχ.ελλ. θρύπτω) = θρυμματίζω
(Θρουμπάλιασα τις ψίχες και τις έκαμα μπουζιάνα)
Θρούμπη (η) (μσν. δρούπα<αρχ.ελλ. δρύππα) = αρωματικό φυτό
Θροφή (η) = η τροφή
(Παιδί μου, η καλύτερη θροφή είναι ο μπακαλέος)
Θυμητικό (το) = το μνημονικό
(Έχεις γερό θυμητικό!)
Θυμιώ (η) = γυναικείο όνομα, αυτή που θυμώνει
(Τι έπαθες και είσαι θυμιώ;)
Θυμός (ο) = 1. η φλεγμονή
(Έχει θυμό φτούνο το σπυρί, κακοφόρμησε, είναι γιομάτο πύο),
2. η ένταση (Έχει πολύ θυμό ο πυρετός του παιδιού)
Θωριά (η) (μσν.<αρχ.ελλ. θεωρία) = η όψη, η εμφάνιση (Λεβέντης, ψηλός και με όμορφη θωριά)
Θώρητα (τα) = όσα φαίνονται, η εμφάνιση
Αναζήτηση αλφαβητικά
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω