Ίγκλα (η) (<μσν. κίγγλα<ιταλ .ginghia, αρχ. ελλ. γιγγλυσμός=στρόφιγγας, δέσιμο) = δερμάτινο λουρί με το οποίο έδεναν το σαμάρι του γαϊδουριού.
(Δεν την έδεσε γερά την ίγκλα και το γαϊδούρι ξισαμαρώθηκε!)
Ιγκλώνω = δένω με την ίγκλα το σαμάρι στη ράχη του γαϊδουριού.
(Άϊντε, ίγκλωσε το γαϊδούρι να φορτώσουμε τ΄ αγγειά! Λημεριάσαμε δωχάμου!)
Ιδιανός, -ή, -ό (επίθ.) = ο ίδιος
(Και φτούνο το χωράφι είναι του ιδιανού.)
Ιδιάζω <αρχ. διάζομαι) = ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό
(…Στους ουρανούς ίδιαζε πανί, αχ, Ελένη Καλαματιανή…, δημ. τραγ.)
Ίδιασμα (το) = η ετοιμασία του στημονιού για να περάσει μέσα από το αντί και να τοποθετηθεί στον αργαλειό. Απαιτητική εργασία που γινόταν στις αυλές των σπιτιών.
Ιδιάστρα (η) = η γυναίκα που ιδιάζει το στημόνι
Ίδρωτας (ο) και ο ίδρως(<αρχ. ελλ. ιδρώς) = ο ιδρώτας, ο κόπος μου
( Εδωχάμου είναι ούλος μου ο ίδρωτας, τα κόπια της ζωής μου.)
Ιμπρέτι (το) (<τούρκ. imbret) = το ινάτι, το καπρίτσιο
(Έλα να πιούμε μίνια στη νυγειά τω νοχτρώ μας, έτσι για το ιμπρέτι!)
Ινάτι (το) (<τούρκ. inat) = το πείσμα (Το ινάτι βγάνει μάτι…, παροιμία),
(…Παντρεύετ΄ η αγάπη μου και παίρνει τον οχτρό μου για το ινάτι το δικό μου…, δημ. τραγ.)
Ισιάδα (η) ή ισιάδι (το) ή ίσιωμα (το) (< αρχ. ελλ. ίσος) = το ίσιο, το επίπεδο χωράφι (Καλό χωράφι, μια ισιάδα είναι).
Ιρτζι (το) (<τούρκ. irz) = η τιμή, η υπόληψη
(Έναι το ίρτζι μου, δε το κουβεντιάζω, τι να κάμω, έχω κι εγώ το ίρτζι μου!)
Αναζήτηση αλφαβητικά
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω