Όλες οι λέξεις στο ‘Π’

Πααίνω και πηαίνω (<αρχ. ελλ. υπάγω) = πηγαίνω

Παγάδα (η) (<ιταλ. pacata<ιταλ.pacare<pace=ειρήνη) = άπνοια, χωρίς αέρα
(Το πρωί – αν έχει καιρό, μοιάζει να κάμει παγάδα – θα πάω να κιαφίσω. Αν μπορείς έλα να με πάρεις με το αγροτικό. Να μην ανεβαίνω την ανηφόρα. Στο πήγαινε δε με νοιάζει.
Είναι η δυσκολότερη δουλειά το κιάφι. Δεν έρχεται κανένας εργάτης.
* Απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχει το θειάφισμα είναι το σωστό timing. Πρέπει να είναι πρωί, να έχει εξατμιστεί η νυχτερινή πάχνη (δροσιά), να μη φυσάει (να κάνει παγάδα) και να μην έχει πολύ ζέστη (αλλά οπωσδήποτε πάνω από 25 βαθμούς Κελσίου. Ελένη Γούλα).

Παγαπόντης (ο) (< ιταλ.(μ)παγαπόντης<vagabondo=περιπλανώμενος, αλήτης, ζητιάνος, τεμπέλης) = ο πονηρός
(Είσαι ’νας (μ)παγαπόντης εσύ!)

Παγούρι (το) (<αρχ. ελλ. πάγαρος=κάβουρας) = δοχείο νερού

Πάθια (τα) και τα πάθητα(<αόρ. έπαθον του ρ. πάσχω) = τα παθήματα, τα βάσανα
(Τα πάθια μου, δυχατέρα  μου, έναι πάρα πολλά)

Παιδεμός (ο) και η παίδεψη (<αρχ. ελλ. παιδεύω) = η κούραση, η ταλαιπωρία
(Οι αθρώποι στο χωριό, παιδάκι μου, έχουνε μεγάλο παιδεμό!)

Παιδί (το) = το αρσενικό παιδί
(Έχω δυο παιδιά και τρία θηλυκά!)

Παϊδι (το) (<ελλν. κοιν. παγίδιον) = το πλευρό

Παιδοκομάου (<παιδί+κόμος<κομιώ=φροντίζω) = γεννώ παιδί, φροντίζω παιδί

Παιδολάσι (το) (παιδί+έλασις<ιταλ.lassa) = πλήθος παιδιών
(Γιόμισ’ η εκκλησιά παιδολάσι του Βαγγελισμού, χαρήκανε τα μάτια μας!,
-Έ! Βίρα! Ανταριάζεται κι ο κόσμος που βοηθάει, άντρες, μισόκοποι και νιοί, κι όλο το παιδολάσι…ποίημα, Π. Γλ.)

Παινιά (η) και η παινεψιά (<παινεύω (αόρ. παινεψ-<έπαινος) = ο έπαινος

Παΐρι (το) ή μπαϊρι(<τούρκ.bayir)) = η δύναμη, η ικανότητα
(Το κέρδισε με το παϊρι του)

Παιτούμια (τα) (<απαιτούμενα) = τα μπαχαρικά ή μυρωδικά
(Να ρίξεις και μπόλικα παιτούμια, να νοστιμίσει το φαϊ)

Παλαιά (η) = η θειαφασθένεια, αρρώστια της σταφίδας και του αμπελιού, που καταπολεμείται με το θειάφισμα

Παλαιϊκός (επίθ.) = ο παλαιός
(Αναβιώνουμε τα παλαιϊκά έθιμα)

Παλαμάκια (τα) (<παλάμη) = τα χειροκροτήματα
(…παλαμάκια παίξετε, κι μπαμπάς του έρχεται…, παιδικό ταχτάρισμα)

Παλαμισιά (η) = μια παλάμη

Παλαμίζω (<παλάμη) = ορκίζομαι στο Ευαγγέλιο

Παλλαξίδι (το) (<παλιό+αλλαξίδι) = το λερωμένο ρούχο. Δες και απαλλαξίδι

Παλά(ν)τζα (η) (<βεν. <λατ. bilanx.<φάλαγξ) = η ζυγαριά με το τάσι (πελατζόνι) και το βαρίδι, άτομο ευμετάβλητο

Παλαντζάρω (ρ.) = γέρνω προς μια κατέυθυνση
(παλαντζάρει το φόρτωμα, ισορρόπησέ το)

Πάλε (αναλογικά του τότε<αρχ. ελλ. πάλαι) = πάλι

Παλιόπραμα (το) = αντικείμενο ευτελούς αξίας, ο παλιάνθρωπος, το ασθενικό ζώο

Παλούκι (το) (<μεσν. παλούκιον<λατ. paluceus) = μικρό μυτερό στο ένα άκρο ξύλο που μπήγεται στη γη
(Δέσε το γαϊδούρι στο παλούκι)

Παλουκοκάφτης (ο) = ο πολύ κρύος Μάρτης που αναγκάζει τους ανθρώπους να κάψουν και τα παλούκια

Παλουκώνω = μπήγω παλούκια
(Ταχιά θα παλουκώσω τ΄ αλώνια)

Παναϊάρι (το) (<παν+άγιος) = η σφραγίδα με το σταυρό, με την οποία σφράγιζαν τις λειτουργιές, τα πρόσφορα

Πανηγυριστάδες(οι) = οι συμμετέχοντες στα πανηγύρια από άλλα χωριά.
(Γιόμισ΄ η εκκλησιά Σαρατσιώτες και Γριζιώτες πανηγυριστάδες. Ήρθανε με τ΄ άλογά τους και τα μουλάρια τους και ξεπεζέψανε στ΄αχούρι. Μπήκανε στον Άγιο-Βασίλη και φούμισ΄ η εκκλησιά ούλη!…, Κ.Μ.)

Πανηγυργιώτικα πράματα = φτηνά και που εύκολα χαλάνε πράματα.

Πανιάρα (η) (μεγεθ.<πανί) = πατσιαβούρι δεμένο στην άκρη ενός μακριού ξύλου για το καθάρισμα του ξυλόφουρνου από τις στάχτες και τα καρβουνάκια, πριν να ρίξουν το ψωμί

Πανιαρίζω = καθαρίζω το φούρνο με τη βρεγμένη πανιάρα

Πανιάζω (<πανί) = 1. χλωμιάζω (Πάνιασε απ΄ τη ντροπή της),
2. χάνω τη λάμψη μου (Πανιάσανε τ’ ασπρόρουχα = χάσανε τη λάμψη τους )

Πάνινα (τα) = τα λεπτά ρούχα που ύφαιναν στον αργαλειό (σεντόνια, γύρους, τραπεζομάντιλα, αλλαξιές, δηλ., φούστες, μπλούζες κ.ά.)

Πανουκέφαλα (επίρ.) = με το κεφάλι επάνω. Το αντίθετο είναι κατουκέφαλα
(Γιατί ρίχτηκες στο κρεβάτι κατουκέφαλα, άϊντε, μωρέ στρώσου πανουκέφαλα)

Πάντα (η) (<ιταλ.banda) = 1. η πλευρά
(Γύρνα από την άλλη πάντα),
2. κέντημα για τον τοίχο
(Μια κεντημένη πάντα με μια όμορφη κοπέλα ξαπλωμένη πάνω σ΄ ένα αρνί κρεμότανε στο ντοίχο πλάι στο κρεβάτι του γονιώνε μου. Σήμερα κοσμεί το λαογραφικό μουσείο του χωριού μας στο Δημοτικό Σχολείο…, Κ.Μ.)

Πανταχαίνω (<πάντα+τυχαίνω) = περιμένω

(Το, την, τα) Πάντρεψα = έσπασα
(Τη (μ)πάντρεψα τη βίκα, Τι έπαθε το χέρι σου; – Το πάντρεψα!)

Παντρολογιέται = είναι έτοιμη για γάμο και δέχεται προξενιά

Πανωγόμι (το) (<μεσν. ελλ. επανωγόμιον<επάνω+αρχ.ε λλ. γόμος=φόρτος) = φορτίο πάνω στο σαμάρι, ενώ είναι φορτωμένο το ζώο και από τα δύο πλευρά
(Να το ένα πλευρό, να και τ΄ άλλο, να και το πανωγομάκι!. Φράση του καλικάντζαρου από το παραμύθι «ο μυλωνάς και οι καλικάντζαροι»)

Πανωπροίκι (το) (<πάνω+προίκα) = επί πλέον προίκα

Πανωτιάζω = βάζω το ένα πάνω στ’ άλλο

Πανωτίμι (το) = η υπεραξία

Πανώριος (<παν+ωραίος) = πανέμορφος
(Να τη χαιρόσαστε τη δυχατέρα σας, Κωσταντινιά! Πανώριο κορίτσι γένηκε!)

Πα(ε)παντή (η) = Η εορτή της Υπαπαντής, η εκκλησία της Υπαπαντής

Παπάρα (η) (<τούρκ. papara) = ψωμί βουτηγμένο σε λάδι ή ζωμό, μεταφορικά χαζή κουβέντα ή πράξη,
(στου) Παπάρα είναι τοπωνύμιο

Παπάς (ο) = το μεγάλο ξύλινο κάθετο δοκάρι που στηρίζεται η στέγη

Παπαριάζω = μαλακώνω πολύ, μουλιάζω
(Παπαριάζω το ψωμί, παπαριάσανε τα χέρια μου)

Παπορίσιος (επίθ.) (<παπόρι) = πολύ ακριβός
(Του στοίχισε παπορίσια)

Παπούλα (η) (<παπούδα<πάππος=ο χνουδωτός  καρπός των φυτών κατά Liddell-Scott, πάππος+κατ.-ούδα=κάθε σπόρος κατά Ν. Ανδριώτη) = είδος ψυχανθούς οσπρίου, ποικιλία λαθουριού (Lathyrus ochrus). Οι ντόπιοι παπούλα έλεγαν ολόκληρο το φυτό, αλλά και τις κορφάδες του, τις  οποίες τις έτρωγαν μαγειρευτές, αλλά και ως σαλάτα
(…Ἄρ­χι­σε νὰ βουρ­κώ­νει. Ὅ­λα θό­λω­σαν. Ὅ­μως μὲ τὴν ἄ­κρη τῶν δα­κρυ­σμέ­νων μα­τι­ῶν του τὶς εἶ­δε νὰ πρα­σι­νί­ζουν προ­κλη­τι­κὰ μπρο­στά του, σχε­δὸν πα­ρα­κα­λών­τας τον. Πα­ρα­κα­λών­τας τον νὰ κυ­λι­στεῖ πά­νου τους. Πά­νου στὶς ψω­μω­μέ­νες πα­πού­λες, ποὺ ἦ­ταν ἕ­τοι­μες νὰ μα­ζευ­τοῦν. Σύν­το­μα, μπο­ρεῖ κι αὔ­ριο κι­ό­λας, ὁ πα­τέ­ρας του θὰ ἔ­παιρ­νε τὰ ἀ­δέρ­φια του καὶ τὰ ξα­δέρ­φια του στὸ χω­ρά­φι μὲ τὶς πα­ποῦ­λες γιὰ νὰ τὶς κό­ψουν. Κι ἐ­κεῖ θ’ ἀ­να­κοί­νω­νε ὅ­λο πε­ρη­φά­νια τὰ νέ­α γιὰ τὸ κα­μά­ρι του…
Ξα­πλά­ρω­σε τέν­τα-ρέν­τα στὴν ἀ­νη­φό­ρα κι ἄρ­χι­σε νὰ κυ­λι­έ­ται κα­τὰ τὸν κα­τή­φο­ρο. Ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο λε­πτὸ τοῦ πῆ­ρε μέ­χρι νὰ φτά­σει ἀ­πὸ τὴ μιὰ ἄ­κρη στὴν ἄλ­λη, ἕ­να λε­πτὸ ποὺ ἦ­ταν ἀρ­κε­τὸ γιὰ νὰ τοῦ στε­γνώ­σει τὰ μά­τια καὶ νὰ τοῦ δώ­σει τὴ δύ­να­μη νὰ ξα­να­νέ­βει στὴν πά­νου με­ριά, νὰ ξα­πλώ­σει ξα­νὰ τέν­τα-ρέν­τα καὶ νὰ κυ­λι­στεῖ ξα­νὰ κα­τὰ τὸν κα­τή­φο­ρο καὶ ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ μέ­χρι ποὺ ἔ­φτα­σε στὶς φραγ­κο­συ­κι­ὲς τοῦ μπάρ­μπα του στ’ ἀ­να­το­λι­κὸ σύ­νο­ρο.
Τὸ μπου­ρί του εἶ­χε γί­νει κα­πι­νός. Οἱ πα­ποῦ­λες ἴ­σιω­μα.
Χα­μο­γέ­λα­σε πο­νη­ρά, ἔ­σια­ξε τὰ πρα­σι­νι­σμέ­να σκου­τά­κια του καὶ συ­νέ­χι­σε νὰ στρο­βι­λί­ζε­ται χα­ρού­με­νος σὰ μι­κρὸς πε­ρή­φα­νος ντερ­βί­σης στὸ μα­λα­κὸ χω­ρά­φι μὲ τὶς πα­τη­μέ­νες πα­ποῦ­λες. Οι παπούλες, Φωτ. Βασιλοπούλου)

Παραβγαίνω = συναγωνίζομαι, ξεπερνώ
(Παραβγαίνουμε στη πιλάλα, στο κολύμπι…)

Παράγαλος (ο) (<παρά+γάλα) = αρρώστια που προσβάλλει τις γίδες ή τις προβατίνες και τους κόβεται το γάλα

Παραγώνι (το) (<παρά+γωνιά) = εκεί, όπου άναβαν φωτιά. Συχνά το παραγώνι ήταν χτιστό. Έχτιζαν υπερυψωμένη τη γωνιά και στη γωνία των δύο τοίχων έκτιζαν δύο παράλληλα μικρά τοιχάκια, πάνω στα οποία τοποθετούσαν τα αγγειά τους για μαγείρεμα, ενώ ανάμεσά τους άναβαν τη φωτιά. Το χειμώνα το παραγώνι ήταν η πιο ζεστή γωνιά, όπου τα βράδια καθόταν η οικογένεια, συνομιλούσαν τα της ημέρας ή τα της επομένης και τα παιδιά άκουγαν από τη γιαγιά ή τη μάνα παραμύθια κι άλλες ιστορίες

Παραθάρρια (η) = δύναμη, κουράγιο, υπερβολικό θάρρος
(…Που παραθάρρια σ΄ ολουνουνούς έδινε και κουράγιο, ποίημα Π.Γλ., Πολλή παραθάρρια πήρες!)

Παράκαιρα (επίρ.) (<παρά+καιρός) = άκαιρα, εκτός χρόνου
(Παράκαιρα λουλουδιάσανε τα ξινά φέτο)

Παρακάτου, παρακατίτσα και παρακατούλια (ως υποκοριστικά) = πιο κάτω

Παρακούμπαρος (ο) –οι = όλοι όσοι συνόδευαν τον κουμπάρο, ως δικοί του καλεσμένοι, όμως ξεχώριζε ένας, που ήταν ο κολλητός του κουμπάρου

Παραπάνου, παραπανίτσα και παραπανούλια = πιο πάνω

Παραλοΐζω ή παραλοϊάζω(<παρά+λογίζω) = χάνω τα λογικά μου

Παραλοϊά (η) = η μοναξιά
(Μ΄ έφαε η παραλοϊά, δε μπορώ άλλο στη μονάξια!)

Παραλυμάρα (η) (<παρά+λύνομαι) = μεγάλη ατονία, εξασθένηση

Παραμάσκαλα (επίρ.) (<παρά+αρχ. ελλ. μασχάλη) = κάτω από τη μασχάλη
(Με το ντουφέκι παραμάσκαλα…τραβούσανε στη μάχη, «Ανεβοκατεβάτες» Ν. Πασαγιώτης)

Παράμερα = στην άκρη, σε δεύτερη μοίρα
(Κάτσε παράμερα λιγούλι)

Παρανόμι (το) (<παρά+όνομα) ή παρατσούκλι(το) = δεύτερο όνομα κάποιου που του αποδίδεται έχοντας κάποιο ιδιαίτερο γνώρισμα ή και ως βρισιά.
«Όλοι στο χωριό έχουν και το παρωνύμιό (το παρατσούκλι) τους. Με αυτό είναι πιο πολύ γνωστοί, παρά με το κανονικό τους όνομα. Αυτό χρησιμοποιεί όποιος θέλει να αναφερθεί σε κάποιον άλλο και όχι το όνομά του. Με το παρατσούκλι όλοι καταλαβαίνουν ποιόν εννοεί, με το πραγματικό όνομα χρειάζεται σκέψη για να καταλάβουν. Ιδιαίτερα, αν πρόκειται για δύο άτομα με το ίδιο ονοματεπώνυμο.
Τα παρατσούκλια προέρχονται κατά κύριο λόγο και έχουν σχέση είτε με το επάγγελμα, είτε με τη σωματική κατάσταση, είτε με τις συνήθειες κάποιου. Κάποια από αυτά είναι αθώα, κάποια άλλα όμως έχουν περιπαικτικό περιεχόμενο. Κάποια ακόμη έχουν γίνει αποδεκτά από τα άτομα στα οποία αποδίδονται και δεν δυσκολεύονται να τα χρησιμοποιήσουν και τα ίδια, όταν συστήνονται σε κάποιον και θέλουν να γίνουν πιο σαφείς.» από  vasigoulas.blogspot.com

Παραπούλια (τα) (<παρά+πούλια) = τα μικρά βλαστάρια που φυτρώνουν χαμηλά στον κορμό του φυτού και τα οποία θέλουν καθάρισμα, οι παραφυάδες

Παρασταίνω (<αρχ. παρίστημι) = παριστάνω, παρουσιάζω, δείχνω

Παραστάτης (ο) = η κάσα της πόρτας

Παραρίζια (τα) = οι βλαστοί που φυτρώνουν κοντά στη ρίζα του φυτού

Παράφταστος (επίθ.) (<παρά+άφταστος) = ο καλύτερος
(Μάνα μου, οι δίπλες σου είναι παράφταστες, οι καλύτερες που έχω φάει!)

Παραχωριού (επίρ.) = έξω από το χωριό
(Παραχωριού το (μ)πιάσανε…)

Παρδαλίσανε (<αρχ. ελλ. πάρδαλις) τα σταφύλια = άρχισαν να κοκκινίζουν, να μισογίνονται

Παρεθύρι (το) = το παράθυρο
(Ο Μπέης τον εφώναξε από το παρεθύρι… , από Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας», …Και στη δεξιά μου τη πλευρά αφήστε παρεθύρι…, δημ. τραγ.)

Παρμακλίκια (τα) = τα ξύλινα κάγκελα με την ξύλινη κουπαστή

Πάρμαξα (;<παρμός<πάρω) = τρόμαξα, αλλά και θαύμασα
(Πάρμαξα την ομορφάδα της)

Παρτσακλός (επίθ.) (<τούρκ. parca=κουρέλι) = χαϊλωμένος, αχαΐρευτος

Πάρωρος (επίθ.) (<παρά+ώρα) = ο περασμένης ώρας, ο αργοπορημένος, Πάρωρα (επίρρ.) =αργά
(…Πώς μου το δίνεις, κυνηγέ, μαντίλι να σου πλύνω,
που είναι ώρα πάρωρη, δεν έχω που να μείνω…, δημ. τραγ. Αντ. Γ.)

Πασαλείφω (<πας+αλείφω) = βάφω απρόσεκτα, λερώνω
(Ίσια που τη (μ)πασάλειψες την αυλή, τι βάψιμο είναι φτούνο;   Πασαλείφτηκα ούλος!)

Πασέτο (το) (<ιταλ. passeto) = το μέτρο

Πασμαγούδια (τα) (< παν+ελλν. κοιν. μάγουλον<υστερολατ.magulum). = μικροφαγώσιμα, μικρογλυκίσματα

Πασόρα (η) (άγνωστης ετυμολογίας) = το τρυπητό

Πασπάλα (η) (<αρχ. πασπάλη) = λεπτό στρώμα χιονιού
(Τώρα ρίχνει μια πασπάλα)

Πασπαλίζει (<αρχ. ελλ. πασπάλη) = χιονίζει ελαφρά, ρίχνει ζάχαρη άχνη, κανέλα κλπ. σε γλυκίσματα
(…απ΄την κανέλα την ψιλή, οπού το πασπαλίζει…, ποίημα, Π. Γλ.)

Πασπατεύω = χαϊδεύω απαλά, ψάχνω
(Τι πασπατεύεις τόσια νώρα; Τέλεφτο)

Πάστα (η) αντιδάνειο (<ιταλ pasta<ελλν. παστός<αρχ. πάσσω) = ο συμπυκνωμένος ντοματοπολτός

Παστό (το) (<αρχ. ελλ. παστός) = το χοιρινό κρέας που τσιγαρίζεται και διατηρείται στο αλάτι και το λάδι. Νοστιμότατος μεζές που και σήμερα χαρακτηρίζει τη μεσσηνιακή κουζίνα

Παστώνω = κάνω παστό, αλλά και παστώνω τ’ άπλυτα = βάζω το ένα πάνω στο άλλο, καθυστερώντας να τα πλύνω

Πασταριά (επίρ.) = πλακωμένα πράγματα

Παστελάς (ο) (<ιταλ.pastello) = αυτός που παρασκεύαζε και πουλούσε στα πανηγύρια παστέλια
(…απόξω απ΄ το περίβολο που είν΄ οι παστελάδες, ποίημα, Π. Γλ.)

Πάστρα (η) (μεσν. σπάστρα <αρχ. ελλ. σπάρτον<σπείρω=σπέρνω, τινάζω) = καθαριότητα
(…τη πάστρα να παινέψουνε…, γιατί ήταν χρυσοχέρα…, ποίημα, Π.Γλ.)

Παστρεύω = καθαρίζω

Παταγούδι (το) (<παγετώδης) = πολύ κρύο
(Το νερό είναι παταγούδι, δε πίνεται)

Πατάκα (η) (<ισπ. patata) = πατάτα
(Θα σας μαγερέψω τηγανιστές (μ)πατάκες!)

Παταλιά (επίρ.) = δύο μαζί μεταφέρουν κάτι, χωρίς να ακουμπάει στη γη
(Τόνε σηκώσαμε παταλιά και τον πήγαμε στο κρεβάτι)

Παταλιακά (τα) = τα πόδια
(Μάζω τα παταλιακά σου!)

Παταλιακό (το) (<τούρκ. battal) = το πολύ βαρύ
(Ένα παταλιακό είναι, δε μπορεί να κουνηθεί από το (μ)πάχο!)

Πατατούκα (η) (<ιταλ. ρatatucco) = χοντρό και βαρύ πανωφόρι

Πάτερο (το) (<μεσν. πατερόν<ελλ. πάτος) = χοντρό ξύλινο δοκάρι στη σκεπή και στο πάτωμα

Πατικώνω (μεσν. πατίκι(ον)+ώνω <αρχ. ελλ. πατώ) = βάζω με πίεση το ένα πάνω στο άλλο, συμπιέζω, αλλά και τρώω πολύ
(Πατίκωσα καλά τα σακιά, αλλά και την πατίκωσα = χόρτασα πολύ)

Πατημασιά (η) και η πατησιά = το ίχνος της πατούσας

Πατόκορφα (επίρ.) (<πάτος+κορφή) = από τον πάτο έως την κορφή, από πάνω έως κάτω

Πάτος (ο) = ο πωπός, το πιο χαμηλό σημείο

Πατουλιά (η) (<βατουλιά ) = μεγάλος θάμνος, η βατουλιά

Πατσιαβούρα (η) (<ιταλ. spazzadura) και πατσιαβούρι (το) κουζίνας =
1. κομμάτι από ύφασμα, το οποίο το χρησιμοποιούσαν για να καθαρίζουν τα σκεύη του μαγερειού τους, το πατσιαβούρι ήταν γενικά η πετσέτα της κουζίνας
(Πλύνε κανά πατσιαβούρι, βρωμίσανε ούλα),
2. η βρώμικη γυναίκα, η παλιονοικοκυρά (Δε ντρέπεται η παλιοπατσιαβούρα)

Πατσιάς (ο) (<τουρκ.paca) = η κοιλιά του ζώου

Πατσιατσούλης (επίθ.) (<τσιαπατσούλης) = ο ακατάστατος

Πατωσιές (οι) = εκεί που αρχίζουν τα πατώματα
(Θα χτίσουμε με πέτρα μέχρι τις πατωσιές)

Πάχνη (η) (<αρχ. ελλ. πάχνη<πήγνυμι)  =
1. το λεπτό στρώμα δροσιάς που κάλυπτε τα φυτά τα υγρά ανοιξιάτικα πρωϊνά,
2. το πολύ λεπτό άχυρο σαν σκόνη, που έμενε στο κάτω μέρος του ρογού

Παχνί (το) (<παθνίον<πάθνη<φάτνη) =
1. ξυλινο χώρισμα, όπου τοποθετείται η τροφή του ζώου,
2. παχνί έλεγαν και το χώρισμα (στις ταράτσες των ελαιοτριβείων ή στις αυλές), όπου έριχναν τις ελιές τους οι παραγωγοί, μέχρι να ‘ρθει η σειρά τους να τις «κάνουν»
(…άλλος ελιές να κουβαλά απ΄ τα παχνιά με κόφα και στο λιθάρι κάτωθες αδιάκοπα ν΄ αδειάζει…, ποίημα, Π. Γλ.)

Παχνίζω = ταϊζω τα ζώα στο παχνί

Πάφυλλας (ο) (<μεσν. πάμφυλλος<πολλά+φύλλα) = ο τσίγκος, λεπτό έλασμα ορείχαλκου
(…ένα μεγάλο μα φτωχό, παλιό λιβανιστήρι,
οπού ήταν από πάφυλλα μουντζουροκαπνισμένο…, ποίημα, Π. Γλ.)

Παφυλλένιος (επίθ.) = τσίγκινος

Πεδούκλι (το) (μεσν. πέδικλον<λατ.pedica<ινδοευρ.pods ) = το δέσιμο των ποδιών του ζώου

Πεδουκλώνω τα ζώα = δένω τα πόδια τους για να μην σηκώνονται όρθια

Πεζαδόρος (ο) = επίμηκες ξύλο, στο οποίο κρέμαγαν το στατέρι και ζύγιζαν το βάρος που ήθελαν

Πεζάρω (<ιταλ.pesare) = ζυγίζω, σταθμίζω
(Δε πεζάρει φέτο η σταφίδα, δηλ. δεν έχει πολύ μέλι και ανά κιλό δεν έχει βάρος)

Πεζογελάου (πεζός+γελάω) = ξεγελώ πηγαίνοντας με τα πόδια κάπου
(…Κι εγώ θα πά στη μάνα μου να τη πεζογελάσω…, δημ. τραγ. Αντ. Γ.)  

Πέζος (ο) = το βάρος μια ποσότητας
(…για να ΄ρθει χάρη στο καρπό κι αβγατιστεί στο πέζο…, ποίημα, Π. Γλ.)

Πεζούλα (η) = κομμάτι χωραφιού, διαφορετικού ύψους, που ξεχωρίζει με νόχτο ή με πεζούλι, σε επικλινές έδαφος

Πεζούλι (το) (μεσν. πεζούλιν<αρχ. ελλ. πέζα=κάθισμα) = μικρό συνήθως πέτρινο τοιχίο που στηρίζει μια πεζούλα ή έναν τοίχο. Πεζούλι έχτιζαν συχνά και στην μπροστινή όψη του σπιτιού για να κάθονται και να κάνουν γειτονιά ή μέσα στο μαγερειό κοντά στη γωνιά

Πεθαμός (ο) (<αορ. απέθανον) = ο θάνατος

Πεθυμάου = επιθυμώ, Πεθυμιά(η) = η επιθυμία
(Πεθύμησα το πατρικό μου σπίτι, Η πεθυμιά μου έφαε τα έρμα φυλλοκάρδια)

Πειραγμένη (η) = η αστεφάνωτη γυναίκα που είχε συνάψει ερωτική σχέση

Πείραξη (η) (<πειράζω<πείρα)) = η ενόχληση

Πελαϊσιος (επίθ.) = πελαγίσιος, θαλασσινός, πάρα πολύς
(Σου στέλνω πελαϊσια χαιρετίσματα)

Πέλαο (το) = το πέλαγος, πάρα πολύ (Πέλαο είναι τα απίδια)

Πελατζόνι (το) (<βεν.balanza) = ο στρογγυλός δίσκος της παλάτζας

Πελαώνω = πλημμυρίζω, πανικοβάλλομαι
(Πελάωσε το γαίμα = πλημμύρισε το αίμα, Τά ΄χασα, πελάωσα…)

Πελεκάου (<πελεκώ<αρχ.ελλ.πέλεκυς) = κόβω με τον πέλεκυ (το τσεκούρι), χτυπώ
(…Λεβέντης επελέκαγε με το ΄να του το χέρι
τον αγαπώ και δεν το ξέρει…, δημ. τραγ. Αντ. Γ.)  

Πελέκι (το) ή πελέκημα = το χτύπημα, το ξύλο
(Θέλει πελέκημα η πέτρα, Σου χρειάζεται ένα πελέκι για να μάθεις)

Πενηνταράκι (το) = κέρμα μισής δραχμής

Πεντανέμι (το) (<πέντε+άνεμος) = πολύ δυνατός άνεμος, αέρας δυνατός που αλλάζει κατευθύνσεις

Πενταροδεκάρες (οι) = πεντάρες και δεκάρες μαζί (υποδιαιρέσεις της δραχμής ευτελούς αξίας), τις οποίες τις κάναμε μπουλιάστρα
(…Που Κυργιακή, πρωί πρωί, μια ωραία δεκαρούλα
θε να μου βάζαν με στοργή στης μπλούζας τη τσεπούλα
Με μια πεντάρα θα΄ναβα στην εκκλησιά κεράκι…, Π. Γλ.)

Πεντέρμος (επίθ.) = πολύ μόνος, ορφανός, δυστυχισμένος

Πεντόβολα (τα) = παιδικό παιχνίδι με βόλους

Πεπανός (επίθ.) (<αρχ. πεπανός=ώριμος, μαλακός) = ο ολιγόφαγος,  ο αδύνατος
(Πολύ πεπανός είν΄ ο Γιωργής σου, Κωσταντινιά)

Περβολικό και περβολομαγέρεμα (το) = τα λαχανικά του κήπου μαγειρεμένα ως λαδερό φαγητό

Περβολαρίζω = καλλιεργώ το περβόλι (περιβόλι)

Περγιορίζω = περιορίζω, σφίγγω
(Με περγιόρισε η πείνα)

Περδίκι (το) = ο γερός
(Έγινε περδίκι)

Περδικούλα (η) = η καρδιά
(Χτυποκάρδισε η περδικούλα μου)

Περίδρομος (ο) ( <περί +δρόμος) = το πολύ φαγητό
(Έφαε το (μ)περίδρομο!)
Η λέξη είναι μεσαιωνική βυζαντινή. Περίδρομος λεγόταν το πέριξ του κοίλου στο βαθύ πιάτο

Περιδρομιάζω = τρώγω πολύ

Περικοπά (επίρ.) (<περικοπή<περικόπτω) = περιφερειακό ανέβασμα ανηφόρας. Συνηθίζεται για την περιμετρική ανάβαση σε ύψωμα, όχι κόντρα την ανηφόρα. (Ανεβήκαμε παρικοπά του βουνού)

Περιφρόνια (η) = η περιφρόνηση

Περκαλιέμαι (<παρα+καλώ) = προσεύχομαι
(Περκαλιέμαι στο θεό να γίνεις καλά, … Για την ψυχή σου περκαλούν την εύθραστη κι αγία…, ποίημα, Π. Γλ.)

Περκαλητό (το) = το παρακάλιο, η παράκληση
(Πιάσανε τα περκαλητά σου, μάνα)

Περόνι (το) = κάτι πολύ αιχμηρό, καρφί, ο πόνος
(Έχω ΄να περόνι στη (μ)πλάτη μου)

Περονιάζω (<αρχ. ελλ. περόνη) = τρυπάω, μπαίνω βαθιά
(Με περόνιασε η βροχή)

Περούδα (η) = η πυρίδα (μια περούδα σκόρδο)

Περσεύω (αρχ.ελλ.) = περισσεύω, το περσευούμενο (μετχ.) = το περισσευούμενο

Πεσκέσι (το) (<τούρκ.peskes) = το δώρο

Πεσκίρι (το) (<τούρκ.peskir)) = το πανί στην πινακωτή που σκέπαζαν το ζυμάρι για να φουσκώσει, αλλιώς ψωμομαντίλα
(…Ακόμα ξεδιπλώνονται πανέμορφα πεσκίρια,
άλλ΄ άσπρα κι άλλα ριγωτά στον αργαλειό υφασμένα…, ποίημα, Π. Γλ.)

Πέσπελο (το) (ιταλ.) = η πληθώρα
(Μαζεύτηκε το πέσπελο)

Πεταλωτής (ο) (<πέταλο+ωτης) = επαγγελματίας της παλιάς εποχής. Αυτός που πετάλωνε τ’ άλογα

Πεταρούδω (η) (<πετάω) = η ευκίνητη, η προκομμένη

Πεταχτάρα (η) (<πετάω) = η σφεντόνα, αγαπημένο παιχνίδι των παιδιών της παλιάς εποχής για σημάδι και για κυνήγι

Πετουράει (<πετώ) = φτερουγίζει
(Πετουράνε οι κότες, πετουράει το φυλλοκάρδι μου)

Πετροκάραβο (το) = βραχονησίδα απέναντι από το Βενέτικο. Η λαϊκή δοξασία απέδιδε σε μικρούς έξαλους το πέτρωμα καραβιού από θεϊκή παρέμβαση
(Το πετροκάραβο το πέτρωσε η Παναίτσα η Φανερωμένη, γιατί ερχότανε να τήνε κλέψει, μας έλεγε η γιαγιά μου, και ο ντόπιος ποιητής «Καράβι, πετροκάραβο, ΄πο πότες λιθωμένο, σε δέρνει η πικροθάλασσα πάντοτες μανιασμένη; – Απ΄τον καιρό που οι ναύτες μου- θυμούμαι το και τρέμω – συλήσαν την αντικρυνή Κυρά Φανερωμένη, πούναι ωραία κει ψηλά, στη ράχη θρονιασμένη» Π. Γλ.)

Πετρώνω = κάνω κάτι σκληρό σαν πέτρα
(Πέτρωσε η σούπα, αλλά και ο άνθρωπος)

Πετσάφι(το) (<πέτσα) = πετσέτα κουζίνας, βρώμικος άνθρωπος

Πετσώνω (μεσν. πετσίν<ιταλ. pezzo) =
1. σφραγίζω με λεπτές σανίδες τη σκεπή  και μετά βάζω τα κεραμίδια
(Πέτσωσα τη σκεπή),
2. χορταίνω (Τη πέτσωσα)

Πέφτη(η) = Πέμπτη

Πηγκώνω (αόρ. πήγκωσα) = βουλώνει η μύτη μου, μπουκώνω. Η λέξη δεν βρέθηκε σε λεξικά. Προσωπική άποψη από το αρχ. ελλ. ρήμα πήγνυμι = πήζω. Όταν πήζουν οι εκκρίσεις της μύτης, η μύτη πηγκώνει

Πηδουκλιά (η) και ο πήδου(κ)λος = η πηδηξιά, το πήδημα

Πήζω (<πήγνυμι) το γάλα και φτιάχνω γιαούρτι ή τυρί = επιτυγχάνω τη ζύμωση του γάλακτος σε τυρί ή γιαούρτι

Πήζει = αντέχει, βαστάει
(Κάντο, αν σου πήζει)

Πήχτρα (επίρ.) = 1. πολύ σφιχτά  (Η σούπα έγινε πήχτρα),
2. πολλή ποσότητα  (Πήχτρα ο κόσμος)

Πια, πιόνε ή πλια και πλιόνε (επίρ.) = πλέον
(Άϊντε πιόνε, αργήσαμε)

Πιάνω τον ίσκιο (έκφραση) = πηγαίνω σε σκιά

Πιθεύω (άγνωστης ετυμολογίας. Ίσως επίδραση από πικάρω+πείθω) = βάζω λόγια σε κάποιον, ενοχλώ, θυμώνω με τα λόγια, νευριάζω
(Σταμάτα πια, μη με πιθεύεις άλλο!)

Πικάρω (<ιταλ. piccare)) = νευριάζω

Πιλάλα (η) και πηλάλα = τρέξιμο
(Άειντε, κόρη μου, μια πιλάλα μέχρι τη Λίμνα να μου γιομίσεις τη βίκα, Πάμε μια πιλάλα;)

Πιλαλάου (<ελλν. κοινή επιλαλώ< αρχ. ελλ. λαλέω-ώ ή από το επελαύνω)) = τρέχω

Πιλατεύω (<Πιλάτος+εύω) = ασχολούμαι με κάτι χωρίς αποτέλεσμα, ταλαιπωρώ

Πινακωτή (η) (<αρχ. ελλ. πίναξ+ωτή) = μακρόστενο ξύλινο σκεύος με χωρίσματα, όπου το κάλυπταν με την ψωμομαντίλα (ή πεσκίρι) και μέσα σε κάθε χώρισμα έβαζαν το ζυμάρι για να φουσκώσει, αφού το δίπλωναν με το υπόλοιπο της ψωμομαντίλας και το σκέπαζαν και με άλλα ζεστά ρούχα

Πινίγω = πνίγω, Πινιμός (ο) = ο πνιγμός

Πίνω τσιγάρο = καπνίζω

Πιόσιμο (το) = αυτό που πίνεται, είναι κατάλληλο για να πιωθεί
(Το νερό στο ποτάμι είναι πιόσιμο, δηλ. πίνεται, Έχω νερό για πιόσιμο στη βίκα)

Πιπίνι (το) = 1. ειδικό χώμα από το Κρυονέρι με το οποίο έκαναν πηλό και άλειφαν το εσωτερικό των πήλινων αγγείων που τα έκανε γυαλιστερά και κατάλληλα για τρόφιμα

Πιοτί (το) = το ποτό

Πιράφι (το) (<πίρος) = μικρό άνοιγμα στο πάνω μέρος του βαρελιού, το οποίο άνοιγαν στις σαράντα μέρες για να δοκιμάσουν το κρασί
(…που πρωτοδοκιμάστηκαν ΄πο πριν από πιράφια…, ποίημα, Π. Γλ.)

Πίρος (ο) (<αρχ. πείρω) = το βούλωμα του βαρελιού

Πιρουνάτες (<μεσν. περόνιον<αρχ. περόνη) = στάση σε αγορίστικο παιχνίδι, όπου πηδάνε πάνω από κάποιον με τα χέρια ανοιχτά σαν πιρούνια
(Πρωτελιά, δεύτερη με τα κλαριά, τρίτη με τα χάσικα, πηδάτε ρε μπαγάσικα.
Πιρουνάτες κουταλάτες, στάμπα, βούλα και υπογραφή και κωλοχτυπητή)

Πισάχναρο (το) (<πίσω+αχνάρι) = η επιστροφή του λαγού από τον ίδιο δρόμο,
γενικότερα η επιστροφή (Επήρα το πισάχναρο για το χωριό)

Πίσσα (η) και πισσάμι (το) (<πίσσα) = το σκοτάδι
(Πισσάμι είναι όξω, μαύρη πίσσα!)

Πιστάγκωνα (<πίσω+αγκώνας) = με τα χέρια δεμένα πίσω, πολύ σφιχτά

Πιστάρι (το) (<οπισθάριον) = το πίσω ημικυκλικό ξύλινο μέρος του σαμαριού

Πιστρόφια (τα) (<πίσω+επιστροφή) = η επιστροφή στις τρεις ημέρες της νύφης με τους συγγενείς του γαμπρού στο πατρικό της και στη βδομάδα έκαναν τα ξεπίστροφα. Τα τελευταία χρόνια η επιστροφή της νύφης γινόταν το ίδιο βράδυ της Κυριακής

Πιστρώνω (επί+στρώνω) = στρώνω καλά κάτι και διπλώνω τις άκρες σφραγίζοντάς το
(Πίστρωσε τα σκεπάσματα να μη ξισκεπαστεί το παιδί τη νύχτα)

Πισωκάπουλα (επίρ.) (<πίσω+καπούλια<ιταλ. scapulae) = καθισμένος στα καπούλια του ζώου, όχι στη σέλα ή το σαμάρι

Πισώκωλα (επίρ.) και πισωκώλου = προχωρώντας κατά πίσω, όπισθεν
(Περπατάγαμε πισωκώλου, Έλα, πλάϊ μου, να μη σ΄ έχω πισώκωλα)

Πλαγόμαλλα (τα) = τα κουκιά

Πλακοτηγανίτα (η) = λεπτή πίτα ψημένη σε «αξίνα» σαν τη σημερινή κρέπα, αλλά μόνο με νερό, αλεύρι και αλάτι. Τη βουτούσαν σε καυτό λάδι και την έτρωγαν με μυτζήθρα. Όλες μαζί τις τοποθετούσαν σε μεγάλο πιάτο ή καδίνα, τη μια πάνω στην άλλη, αφού τις μυτζήθρωναν. Από τα νοστιμότερα φαγητά της εποχής εκείνης και κατεξοχήν πιάτο της Τυρινής Αποκριάς
(…Οι πλακοτηγανίτες με μπόλικη μουτζήθρα περιμένουν στο τραπέζι…, Β. Μάραντος, «Ζάγκα»)

Πλακουδερός, -ή, -ό  και Πλακουτσός (επίθ.) = πλατύς
(Πλακουδερή πέτρα, Πλακουτσή μύτη)

Πλακουτσομούρης = αυτός που έχει φαρδύ πρόσωπο με φαρδιά μάγουλα και μύτη

Πλακώνω = τρώγω λαίμαργα
(Πλάκωσε το φαΐ και ‘γλειψε και τη  (γ)καδίνα)

(Μ)Πλαμούτσα (η) = η μεγάλη πατούσα

(Μ)Πλαμουτσάου = πατάω με τις πατούσες στα νερά και πετάω το νερό προς τα έξω
(Τα παιδιά (μ)πλαμουτσάνε στα λασπόνερα)

Πλάνταξε στο κλάμα (μεσν. πλαντάσσω(<αρχ. ελλ. πλαττάσω) = έκλαιγε πολύ

Πλαστήρι (το) (<πλάθω) = στρογγυλή μεγάλη σανίδα που έπλαθαν πάνω τα μακαρόνια και τις μπουκιές, αν και στο χωριό οι περισσότερες νοικοκυρές τα έπλαθαν στο σοφρά

Πλαταρώνουμαι = κρυολογώ και πονάνε οι πλάτες
(Πλαταρώθηκε το παιδί)

Πλατάρωμα (το) = το πιάσιμο στην πλάτη

Πλατονούρα (η) = η γίδα ή η προβατίνα που έχει πλατιά ουρά

Πλατσιουράου (ηχομ.) = πατάω σε λιμνάζοντα νερά

Πλεμόνι (το) = ο πνεύμονας

Πλεμονιάρης (επίθ.) = ο καχεκτικός, ο ασθενικός

Πλερώνω = πληρώνω, Πλερωμή (η) = η πληρωμή

Πλεύρα (η) (<αρχ. ελλ. πλευρόν) = κατηφορικό χωράφι

Πλευρίτης (ο) = το κρύωμα
(Έχω αρπάξει ΄να γερό πλευρίτη)

Πλευριτώθηκα (και θέλω βεντούζες να γειάνω) = κρύωσα

Πλευρό (το) = φορτωμένη η μια πλευρά του ζώου με αντίστοιχο φορτίο
(…Να το ένα πλευρό, να το άλλο, να και το πανωγομάκι…, παραμύθι)

Πλέχτρα (η) (<πλέκω) = πλεγμένα κρεμμύδια ή σκόρδα

Πλίθρα (η) (<πλίνθος) = ορθογώνιο οικοδομικό υλικό από λάσπη και άχυρα αντί για πέτρα. Τα περισσότερα σπίτια του χωριού μας ήταν χτισμένα μέχρι τα πατώματα με πέτρα και το επάνω μέρος με πλίθα, οι δε χαμοκέλες και τα οξώσπιτα (τα σπιτάκια στα χωράφια) τα περισσότερα με πλίθες.

Πλουμιστός (ρημ. επίθ.) (<πλουμίζω=στολίζω) = αυτός που έχει πολλά στολίδια
(…Μου βγάλαν τα κακόμοιρα (τα ζαγαράκια)…μια πλουμισμένη κόρη, που έπλενε και λεύκαινε σε μαρμαρένια βρύση…, δημ. τραγ. Αντ. Γ.)  

Πλωχεράου (<απλώνω+χέρι) το ζυμάρι = το ζυμώνω με γρήγορες κινήσεις των χεριών μου, αφού το ντώσω με νερό, οπότε απλώνει, λίγο πριν το τοποθετήσω στην πινακωτή.

Πλύμα (το) (<αρχ. ελλ. πλύνω) =
1. το τυρόγαλο που έμενε από το πήξιμο του τυριού,
2. το πολύ αραιό (Το φαϊ έγινε ένα πλύμα),
3. νερό και πίτουρα για το γουρούνι
(Φκιάξε ΄να πλύμα για το γουρούνι)

Πνέμα (το) = το πνεύμα

Ποδαρικά (τα) = τα ξύλινα κρεμαστά πόδια στον αργαλειό που δούλευαν με τα πόδια τους οι υφάντρες κατά την ύφανση.

Ποδαρικό (το) = το καλό γούρι

Ποδεμένος (μετχ.) = με παπούτσια

Ποδένουμαι (<αρχ. ελλ. πους ) = φοράω παπούτσια

Ποδοστάτησε = στήθηκε στα πόδια του. Το έλεγαν για τα παιδάκια που πρωτοπερπατούσαν

Ποίσος (< ποιήσω) και δείξος (<δεικνυμι) = αυτός που καμώνεται ότι όλα τα μπορεί ή φοβερίζει

Ποινικερήθρα (η) = ρήτρα ποινής
(Το συβόλαιο είχε και ποινικερήθρα)

Ποιοτικό (το) (<ποιότητα) = οι διαλεγμένες κατώτερης ποιότητας σταφίδες (ρόγες χοντρές ή κολλημένες). Το ποιοτικό το διάλεγαν στην αρχή με τη σαρωματίνα από τ΄ αλώνι και κατόπιν με το χέρι, ρόγα-ρόγα

Ποκάτου, ποδώθε, ποκείθε = αποκάτω, αποδώθε, αποκείθε

Ποκείνος (αντων.) (<από+εκείνος) = αυτός που ξεχνώ το όνομά του
(Ποκείνος, μωρ΄, δε τόνε θυμάμαι, πώς τόνε λένε;)

Πολειφάδι και απολειφάδι (<απολειφάδιον) = το υπόλοιπο του χρησιμοποιημένου σαπουνιού

Πολεμάω = προσπαθώ
(Τι πολεμάς ερμούλα μ΄ τόσια νώρα;)

Πολυκαιριανός (επίθ.) = ο παλιός, ο μπαγιάτικος
(Είναι πολυκαιριανό το ψωμί, ξεράθηκε, μόνο μουσκευτό μπαίνει σε στόμα)

Πολληώρα (επίρ.) = πριν λίγη ώρα

Πολύχρονος (ο)= πολλά χρόνια να ζήσεις, ευχή μόνο για άντρες στα γιόρτια

Πολλαχρόνια (τα) = χρόνια πολλά

Πομπή (η) (αρχ. ελλ. (δια)-πέμπω) = ντροπή
(Με φάγανε οι πομπές του, Εμακρύναν τις ποδιές τους και σκεπάσαν τις  πομπές τους, παροιμία)

Πομπιεμένος και πομπιερός (<πομπεύω) = ντροπιασμένος, αλλά χρησιμοποιόταν και ως χαρακτηρισμός σε πρόσωπα και ζώα
(Αχ, βρε πομπιεμένε, με τα σφαρδάκλια τα ΄βαλες;)

Πόνεμα (το) και το πονίδι = ο πόνος

Πονοιάζουμαι  (<υπόνοια+ζομαι) = μου μπαίνει υπόνοια, υποπτεύομαι

Πονήρω (η) = η πονηρή

Πορδάγγιχτος (επίθ.) (<πορδή+αγγίζω) = ο ευαίσθητος

Πορδάλα (η) (<ιταλ. bruto-are) = μικρό μυρμήγκι, που μπαίνει στα ντουλάπια

Πορεύομαι = ζω
(Με το σταυρό στο χέρι να πορεύεσαι στη ζωή σου)

Ποριά (η) (<αρχ. ελλ. πόρος) ή πορειά (πόρος+πορεία) = μικρή πόρτα χωραφιού

Πόρος (ο) = τοπωνύμιο. Είναι το πέρασμα από την άλλη πλευρά του βουνού, από τη Φανερωμένη προς τη Σέλιτσα

Πορτογύρω (η) (<πόρτα+ γύρω) = αυτή που γυρνάει από σπίτι σε σπίτι

Πόστα (η) (ιταλ. posto) = η καλή θέση, η επίπληξη
(Μ΄έβαλε μια πόστα!)  Πόστα (η) = τοπωνύμιο στη Σέλιτσα στο ύψωμα ενός λόφου με καλή θέα

Ποστιάζω = τοποθετώ
(…με τάξη να ποστιάζει…, Π. Γλ.)

Ποταμός (ο) = το μεγάλο οριζόντιο δοκάρι στη βάση της στέγης

Ποτές του ποτώνε (έκφραση) = ποτέ

Ποτίστρα (η) = αγγεό για να πίνουν νερό τα ζώα ή ειδικά διαμορφωμένος χώρος (γούβα) για το πότισμα των ζώων

Ποτόκι (το) (<σλάβ .potok)) = κάτι πολύ βαρύ
(Βάστα καημένο μου βασταερό, θ΄ανέβει το ποτόκι!)

Ποτσολάνα (η) ή μπροτσολάνα (<ιταλ. πόλη των Ποτσολίων) = οικοδομικό υλικό, το οποίο χρησιμοποιείτο ως συνδετική λάσπη στην τοιχοποιϊα με πέτρα

Πούθε και πούθενες (<πόθεν) = από πού

Πουλακίδα (η) (<λατ. pullus) = η μικρή κότα

Πούλος (ο) (μεσν.<λατ. pullus) = 1. ο πουλημένος
Κατά τον Ευ. Τεμπελόπουλο Πούλο έλεγαν το αγόρι μιας οικογένειας που το «πούλαγαν» για να φύγει το «κακό»
2. ο χαζός. (Χρησιμοποιείτο ως βρισιά)
(Μα τι πούλος είσαι, ντιπ, γιογάνης!)
(Αν είχαν πεθάνει πάνω από δύο αγόρια , η οικογένεια θεωρούταν ότι ήταν στόχος κακόβουλων ανθρώπων και δαιμονικών, γι αυτό κατέφευγαν και σε αλλαγή συνηθειών, όπως κι ονόματος ακόμη. Στην προκειμένη περίπτωση, μια μέρα η κυρούλα έπαιρνε το μωρούδι και πήγαινε σε κάποιο σταυροδρόμι και άρχιζε να διαλαλεί στους περαστικούς ότι πουλάει το μωρό. Πόσο το πουλάς ρωτούσαν κάποιοι. Φτηνά το δίνουμε τους έλεγε. Δίνετε ότι θέλετε, τους διευκρίνιζε!! Τότε ένας έβγαζε ένα μικρό κέρμα ή ξερά σύκα ή ότι άλλο είχε, κι έπαιρνε το παιδί στην αγκαλιά του, και φυσικά περνώντας επίτηδες από το σπίτι του μωρού το έδιδε στη μάνα του. Από τότε το παιδί το έλεγαν Πούλο δηλ. πουλημένο Έτσι λεγόταν όλη του τη ζωή, Πούλος. Κάθε χωριό είχε κάποιους Πούλους. Ευ. Τεμπελόπουλος). 

Πούντα (η) (<ιταλ.punta) = το κρύο

Πουντιάζω (<ιταλ. puntare) = κρυώνω
(Πούντιασα απόψε)

Πούντος και πούντοσες = που+είναι+αυτός

Πουουρ-πουουρ = κάλεσμα στις κότες

Πούργι (το) (<αρχ. ελλ. πύργος) = ψηλή κόφα

Πουρνεύει (<αρχ. ελλ. πόρνος) = έχει ερωτική επιθυμία. Αναφέρεται στα ζώα (τραγιά, γίδες κ.α.)

Πουρνίλα (η) = η χαρακτηριστική μυρωδιά του έχοντος ερωτική επιθυμία τράγου

Πουρνό (το) = το πρωί,  Πουρνό-πουρνό = πολύ πρωί
(…ένα πουρνό π΄ ανάπνεα του Ζάγκα τον αγέρα…, ποίημα, Π. Γλ.)
(…κι έρχομαι πουρνό και δείλι
και σ΄ ανάβω το καντήλι, ποίημα, Π. Γλ.)

Πουρπουράει (ηχοπλαστικό) = φτερουγίζει χαμηλά (Πουρπουράνε τα πουλάκια, οι κότες),
μεταφορικά αρκεί, φτάνει (Δε του πουρπουράει φράγκο)

Πούσι (το) (<τούρκ. pus) = χαμηλή ομίχλη

Πραγαλιά (η) (<πράος+αγάλι) = η ησυχία, η νηνεμία

Πραγαλιάζω = καταπραΰνω
(Πραγάλιασε ο καιρός, πραγάλιασε ο πόνος, πραγάλιασε ο θυμός…)

Πράμα (το) (<αρχ. πράγμα) = το οικόσιτο ζώο

Πραχάλια (τα) = τα γυμνά και αδύνατα κλαδιά στο δέντρο, τα αδύνατα χέρια ή πόδια
(Το παιδί είναι πολύ αχαμνό. Κάτι πραχαλάκια είναι τα χεράκια του!)

Πρέκνα (η) (<αρχ. ελλ. πρεκνός) = η φακίδα ή η σκούρα κηλίδα λόγω ηλικίας

Πρεπός (επίρ.) (<πρέπει) = πάντως

Πρήζω (<αρχ. ελλ. πρήθω) = δυσανασχετώ, στενοχωρώ

Πριάλλη (η) (<παρά+άλλη) = η μεθεπομένη

Πρικοίλι (το) = η μεγάλη κοιλιά στο στομάχι

Πριχού (χρον. σύνδ.) = πριν
(…Πριχού ροϊδίσει τη κορφή του Ταϋγέτου ο γήλιος…, ποίημα Π. Γλ.)

Προβέντζα (ιταλ.) = αλλαγή καιρού, τα πρωινά ομιχλώδη σύννεφα με δυτικό άνεμο, που «γύριζαν» τα σιτάρια, δηλ. τα μαλάκωναν.
(Έχει προβέντζα εσήμερα, δε θα αλωνίσουμε)

Προβυζαίνω (<προ+βυζαίνω< μεσν. βυζάνω< ηχομιμ. μυζώ) = βάζω τα κατσίκια να βυζάξουν πρώτα και μετά αρμέγω τις γίδες
(Να σηκωθείς μπονόρα γυναίκα το πρωί, να προβυζάξεις τα κατσίκια, γιατί πριχού σκάσει ο γήλιος θα είμαστε στο χωράφι)

Προβύζα(γ)μα = η πράξη του προβυζαίνω
(Βάλε τα κατσίκια για προβύζα(γ)μα)

Προγκάει (<σλάβ. poruga) = τινάζεται απότομα και κλωτσάει (το ζώο), μεταφορικά και ο άνθρωπος, ξαφνιάζεται

Προγούλι (το) (<προ+γούλι<ούλο) = το διπλοσάγωνο

Προικολόοι (οι) = το μικρό συμπεθεριό, οι περισσότεροι άντρες, που κουβαλούσαν τα προικιά της νύφης από το σπίτι του πατέρα της στο σπίτι του γαμπρού πάνω στ΄άλογα ή και μέσα σε κοφίνες με τις «χάρες» την παραμονή του γάμου. Σύμφωνα με τον Αντ. Γαϊτάνη, οι προικολόοι έπρεπε να περάσουν από τουλάχιστον δύο διασταυρούμενους (σχήμα σταυρού) δρόμους, για την ευλογία του ζευγαριού. Από τους ίδιους δρόμους έπρεπε να περάσει και τ΄ ασκέρι της νύφης, όταν θα πήγαιναν την επομένη στην εκκλησία

Προκάνω = προλαβαίνω
(Τόνε πρόκαμα στο δρόμο)

Πρόσγαλο (το) (<προς+γάλα) = το γάλα που κρατούσαν οι σμίχτρες από την πήξη για να το βράσουν για μυτζήθρα

Προσκεφαλάδα (η) = η μεγάλη μαξιλάρα, Προσκεφάλι (το) ή προσκέφαλο = το μαξιλάρι

Προσλιάζουμαι = πιάνω ήλιο, ιδίως το χειμώνα

Προσηλιακό και προσήλιο (το) = το μέρος που έχει προσανατολισμό προς τον ήλιο (συνήθως νότια μέρη).

Προσμπουκάου (<προς+μπουκιά) = τρώγω ελαφρά

Προσμπούκι (το) = ελαφρύ πρόγευμα

Προσφαϊζω (προς+φα-ίζω) = τρώγω λίγο-λίγο για οικονομία ή τρώγω κάτι  πρόχειρα για να μου κόψει την πείνα

Προσφάι (το) = το προσμπούκι, το σύντομο και λίγο φαγητό

Προσφέρνει (προς+φέρνει) = προσομοιάζει
(Προσφέρνει στη γιαγιά της)

Πρωϊμιές (<πρώϊμος), αντίθ. οψιμιές (<όψιμος) = πρώϊμα, όψιμα. Όταν οι καρποί γίνονταν νωρίς έλεγαν έχουμε πρωϊμιές, ενώ όταν καθυστερούσαν έλεγαν έχουμε οψιμιές φέτο

Προσώρας (επίρ.) = προς το παρόν

Πρωτάϊαση (η) = ο πρώτος αγιασμός, η παραμονή των Φώτων, όπου ο παπάς άγιαζε τα σπίτια

Πρωτειός (ο) (<πρώτος;) = το δριμύ υγρό που κατακάθεται στο καζάνι κατά την παρασκευή του σαπουνιού.

Πρωτελιά = πρώτος ο Λιας (έκφραση σε παιχνίδι)
(Πρωτελιά, δεύτερη με τα κλαριά, τρίτη με τα χάσικα, πηδάτε ρε μπαγάσικα.
Πιρουνάτες κουταλάτες, στάμπα, βούλα και υπογραφή και κωλοχτυπητή)

Πύρα (η) = η λαύρα από τη φωτιά
(Μπροστά πύρα κι από πίσω κλαδευτήρα, παροιμία)

Πυρ(γ)ιά (τα) = το πυροφάνι

Πυροστιά (η) = η σιδεροστιά, ο σιδερένιος τρίποδας πάνω στον οποίο τοποθετούσαν τα διάφορα μαγειρικά σκεύη (τηγάνι, τσουκάλι, τζέτζερα ή κακάβι) στη φωτιά

Πυρπυράει (<πυρ-πυρ) (ο φούρνος, η άσφαλτος) = αντανακλά τη μεγάλη θερμοκρασία

Πυρώνω-ουμαι = ζεσταίνω-ζεσταίνομαι

Πυτάκι (το) (;<από πυτιά) = το σκουλήκι που έπιανε το τυρί

Πωμώνω (<πώμα) = σφραγίζω, κλείνω ερμητικά
(Πώμωστο καλά το βαρέλι, μη χυθεί)

Πωρί (το) (<αρχ. ελλ. πωρίον) = 1. τα άλατα του νερού (Η κανάτα έπιασε πωρί),
2. η λίγδα του σώματος (Πωρί έπιασες κακομοίρη μου, άϊντε ξεβρωμίσου)

Πωριά (τα) = ασβεστολιθικά βράχια της θάλασσας


 

Αναζήτηση αλφαβητικά

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ

Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω