Όλες οι λέξεις στο ‘Σ’

Σαβόρι (το) (<ιταλ. savore) = σάλτσα ντομάτας με λάδι, ξύδι, σκόρδο και δενδρολίβανο
(Να φας μπακαλέο σαβόρι και να γλείφεις και τα δάχτυλά σου!)

Σαβούρα (η) (<λατιν. saburra) = η βρομιά, το κατακάθι
(Έχει σαβούρα απουκάτου το βαρέλι)

Σαβούρι (το)-τα σαβούρια = το σκουπίδι, τα σκουπίδια
(Γιόμισε η αυλή σαβούρια)

Σαγάνι (το) (<τούρκ. sahan) = μεγάλο τσίγκινο πιάτο, από το οποίο έτρωγαν όλοι

Σάγριο (το) (<αρχ. ελλ. σα(χνός)=απαλός+άγριο) = δερματικό έκζεμα των μωρών στο κεφαλάκι τους. Για φάρμακο έδιναν το σκορπιδόχορτο ως ρόφημα και ως επάλειψη

Σάδε ή σαδέ = σαν δεν
(Σάδε ντρέπεσαι)

Σαϊκώνω = δένω σφιχτά
(Σαϊκωστο καλά)

Σάϊσμα (το) (<σάττω<σάγος=τραχύ ύφασμα ή <τούρκ. sayak=υφαντό από γίδινο μαλλί) = υφαντό με τραγόμαλλο που τσιμπάει το δέρμα. Το χρησιμοποιούσαν σαν χαλί , αλλά και ως στρωσίδι πάνω στο στρώμα. Άπορίας άξιον πώς κοιμόμασταν!!!

Σαϊάστηκα (αόρ.<σαϊάζουμαι) = ντύθηκα βαριά

Σαΐνης (ο), (το) σαϊνάκι (<τούρκ. sahin) = ο έξυπνος, ο σβέλτος, αλλά και παρανόμι

Σαΐτα (η) (<μεσν. σαγίτα<λατ. sagitta) = 1. βέλος αργαλειού
(Την ευχή μου να ΄χεις, αργαλειό να μάθεις, τη σαϊτα να πετάς, τα ποδάρια να κουνάς, δημ. τραγ.),
2. φίδι (Η σαϊτα είναι είδος φιδιού, που πήρε το όνομά του από τη μεγάλη ταχύτητα που αναπτύσσει),
3. παιχνίδι με χαρτί σαν αεροπλανάκι
(Ένα, δύο, μπρος, τη σαϊτα κατά μπρος, το αυτί θα σημαδέψω, αφού πρώτα τo κοκκέψω!)

Σακατεύουμαι (<σακάτης<τούρκ. sakat)  = κουράζομαι πολύ, μένω ανάπηρος, καταστρέφομαι
(Πάει σακατεύτηκα, δε μπορώ άλλο)

Σά(κ)κα ή σάκ(κ)αινα (η) = 1. μεγάλο υφαντό σακί που χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος για τα γεννήματα και άλλα δημητριακά,
2. μεγάλο σακί σε μέγεθος κρεβατιού, το οποίο το γέμιζαν με σάλμη και το έκαναν στρώμα στα κρεβάτια

Σακ(κ)ιάζω = γεμίζω τα σακιά
(Σακιάζω τις ελιές, τα γεννήματα, τις σταφίδες κ.α.)

Σάκ(κ)ιασμα (το) = το γέμισμα των σακιών με το προϊόν
(…Το σάκιασμα ξεκίνησε, ο ένας έτρεχε να φέρει το σακί, άλλος το φτυάρι κι άλλος το σπάγκο. Τα σακιά γιόμιζαν κι έβγαιναν όξω από το σταφιδόσπιτο…, Β. Μάραντος, «Ζάγκα»)

Σακ(κ)οβελόνα και σακοράφα (η) = μεγάλη βελόνα για το ράψιμο των σακιών

Σακ(κ)ούλι (το) (<μεσν. σακκούλιον<αρχ. ελλ. σάκκος) = μικρό σακί.
Τα σακούλια αποτελούσαν μέρος των προικιών της νύφης. Ήταν υφαντά με χρωματιστά γνέματα, τους έκαναν διάφορα γεωμετρικά σχέδια με ρόμβους, τετράγωνα ή  με γραμμές και τους κρεμούσαν φούντες. Είχαν χρωματιστά στριφτά μακριά σκοινιά ως χερούλια για να φοριούνται χιαστί στο λαιμό,  να κρεμιούνται στον ώμο, στα κολιτσάκια των ζώων, στα δέντρα ή στις πρόκες των τοίχων. Ήταν οι τσάντες εκείνης της εποχής
(…καβάλα στο γαϊδούρι με τα σακούλια κρεμασμένα στα κολιτσάκια…, Β. Μάραντος, «Ζάγκα»)

Σάκ(κ)ουλας (ο) = αυτός που φοράει φαρδιά ρούχα σαν σακούλια , είναι και παρανόμι

Σακ(κ)ουλιάζει (για ρούχο) = είναι φαρδύ σαν σακούλι

Σακ(κ)ουλομάσταρη = η γίδα που ο μαστός της έκανε σακούλα και η ρόγα της δεν ήταν κάθετη, αλλά πιο μπροστά προς το πλάι

Σάλα (η) (<ιταλ. sala) = το μεγάλο και καλό δωμάτιο του σπιτιού για την υποδοχή των ξένων
(Σάλα, σάλα, μες τη σάλα τα μιλήσαμε…, δημ. τραγ.)

Σαλαγάου (<μεσν. σαλαγέω) = καθοδηγώ τα ζώα με κατάλληλα σφυρίγματα (Σαλάγατα, σαλάγατα τα γίδια και τα πρόβατα, δημ. τραγ.

Σαλά(γ)ϊσμα (το) = λέξεις ή ήχοι που απευθύνονται στα ζώα, όπως: κάτσι – κάτσι, μπρρρ, έϊ-έϊ  κ.ά.
 (…Τα σαλαγάς πρόσχαρα, κι είσαστε όλο ζωή και φαιδρότητα…
Τα σαλαγίσματά σου τ΄ αγροικάω μαζί με την αρμονία τω τρουκανιώνε…, Π. Γλ.)

Σάλμη (η) (<αρχ. ελλ. σάμαξ=καλάμι) = η καλαμιά της βρώμης μετά το θέρισμα, με την οποία οι γυναίκες γέμιζαν τα στρώματα των κρεβατιών, όπως και τις προσκεφαλάδες

Σαμάρι (το) (<μεσν. σαγμάριον<αρχ. ελλ. σάγμα) = ειδικό κάθισμα που τοποθετείται στη ράχη του γαϊδάρου και δένεται με την ίγκλα
(Βαράει το σαμάρι, για να τ΄ακούσει ο γάιδαρος, παροιμία)

Σαμαροπαΐδα (η) = η πλαϊνή σανίδα του σαμαριού, ο πολύ αδύνατος άνθρωπος
(…και τότες φτερουγάει ευτύς για τον περίπατό της
πετώντας πέρα στη γωνιά τις σαμαροπαϊδες…, ποίημα, Π. Γλ.)

Σαμαροστρωμή (η) = το γέμισμα του σαμαριού με άχυρο

Σαμαροτριχιά (η) = η τριχιά που κρέμεται πάντα από το κολιτσάκι του σαμαριού για να δένεται το κάθε λογής φόρτωμα

Σαμαρτζής (ο) = ο σαμαράς. Είναι και επίθετο

Σιαματάς (ο) (<τούρκ. samata) = ο σαματάς
(Πολύ σιαματά κάνουτε)

Σάματις (<ως+άμα+ότι)  = μήπως
(Σάματις ξέρω;)

Σάμπως (<σαν+πως) = τάχα, μήπως, μάλλον
(Σάμπως θα βρέξει)

Σανός (ο) (<σλάβ. seno) = τροφή από ξερά δημητριακά ή άλλα σπαρτά για ζώα

Σαπίμι (το) = το σάπιο
(Ούλα σαπίμια γίνανε, θέλουνε πέταμα )

Σαποκωλιάζω (<σήπω+κώλον) = σαπίζω. Κυρίως αναφέρεται στα φυτά.
(Σαποκώλιασε ο φυτός από τη πολλή βροχή και δε φύτρωσε τίποτα)

Σάρα (η) (<σαρώνω<σαϊρω< σύρω) = κατηφόρα, πλεύρα με πέτρες
(Οι αποστάσεις όλες για μας ήταν μια πιλάλα. Ταυρί, Μελίσια, Καλαμάκι, Μπουζαλά, Σάρες, Μαύρη Πέτρα…. Από τη μια στην άλλη μ΄ένα πήδημα…, Β. Μάραντος,  «Ζάγκα»)

Σάρα και μάρα και το κακό συναπάντημα = παλιοπράγματα, ανομοιογενές πλήθος
(Πλάκωσε ούλη η σάρα και η μάρα)

Σαραβαλιάζουμαι = πέφτω άτσαλα, έχω πολλές αρρώστιες
(Σαραβαλιάστηκα, σου λέου, δε μπορώ άλλο, γέρασα πλια)

Τα σαράντα (ρ. σαραντίζω), το σαραντάημερο και σαρανταλείτρουγο = οι σαράντα μέρες από τη γέννηση ή από το θάνατο

Σαράκι (το) ( μετχ. σαρακοφαγωμένος) (<σαράκιον<σάραξ<αρχ. ελλ. σηρ) = σκουλήκι ξύλου, στεναχώρια
(Μ΄ έφαε το σαράκι του κακού που μας βρήκε, δε μπορώ άλλο)

Σαριά (η) (<ελλν. κοιν. σαρόω-ω) = η βρομιά
(Πολλή σαριά έχουνε τα μαστάρια της γίδας)

Σαρίδι (το) (<ελλν. κοινή σαρόω-ω<αρχ. σαϊρω) = το σκουπίδι
(Μπήκε ΄να σαρίδι στο μάτι μου και με κόβει)

Σαρκώνω (<σάρκα+ώνω) = βάζω σάρκα, χορταίνω, δυναμώνω
(Άμα δε φας ψωμί, δε σαρκώνεις)

Σα(ε)ρμαγιά (η) (<τουρκ. sermaye) = το αρχικό χρηματικό κεφάλαιο

Σαρμάκο (επιρρ.) (<τούρκ. sarmak) = προσοχή, χωρίς μιλιά
(Στέκεται μπροστά του σαρμάκο, τσιμουδιά δε βγάνει)

Σαρμανίτσα (η) (παλαιοαρμενική) = η ξύλινη κούνια

Σαρωματίνα (η) = χειροποίητο σάρωμα από κατσαφάνα, κατάλληλο για τ’ αλώνια, τις ξελότζες, τα κοτέτσια κ.α.

Σαρώνω (< μεσν. σάρωθρον<αρχ. ελλ. σαϊρω) = σκουπίζω με το σάρωμα

Σάτζαλα και μάτζαλα (<ιταλ.cencio=κουρέλι) = πολλά και άσχετα μεταξύ τους πράγματα, συνήθως είδη νοικοκυριού ή ρουχισμού

Σάψαλο (το)(<σήπομαι<σήψις) = σπασμένο, σάπιο
(Σάψαλο έγινε το γόνατό μου)

Σβάρνα (επίρ.) (<σλαβ. τη(ς barna) = απρόσεκτα

Σβαρνιάς (επίθ.) = ο απρόσεκτος

Σβαρνίζω = σέρνω και λερώνω
(Μάζεψε τα βρακιά σου, σβαρνίζεις το χώμα)

Σβέλτα (επίρ.) (<ιταλ. svelto) = γρήγορα

Σβελτάδα (η) = η γρηγοράδα

Σβένω = σβήνω
(Σβένω τα κάρβουνα)

Σβέρκος (ο) (<αλβ. zverk) = ο αυχένας  (Πιάστηκε ο σβέρκος μου)
Μού ΄κατσε στο σβέρκο (έκφραση) = με καταπιέζει

Σβερκώνω = χτυπώ στο σβέρκο, γενικότερα χτυπώ κάποιον
(Κάτσε ήσυχα ρε, θα σε σβερκώσω)

Σβερκώνουμαι = πέφτω για ύπνο

Σβερκώθηκα = πιάστηκα στον αυχένα και πονάω
(Σβερκώθηκα απόψε, ξύπνησα σβερκωμένος)

Σβίγα (η) = ξύλινο υφαντικό εργαλείο, στο καρούλι του οποίου τυλιγόταν το νήμα (γνέμα), όταν ξετυλιγόταν από την ανέμη

Σβιλάδα (η) (<ιταλ. svolare) = η ιδιοτροπία, η παραξενιά

Σβιλαδιακός (επίθ.) = παράξενος, ιδιότροπος

Σβουή (η) = πολύ γρήγορη, σαν σφαίρα, Χρησιμοποιείται ως επιρρηματικό κατηγορούμενο
(Έφυγε, έγινε σβουή)

Σβούρα (η) (ονοματοπ. από σβββ) = στροφή, παιχνίδι, ο αρχ. ελληνικός στρόβος
(Παίζαμε τη σβούρα)

Σβούρτσα (η) = η βούρτσα

Σβούρτσας (ο) = αυτός που έχει ίσια και σκληρά μαλλιά, παρανόμι

Σβουρτσίζω = βουρτσίζω

Σβώ(ο)λος (ο) (<βώλος<βάλλω) = χοντράδι χώματος
(Δεν έκαμε καλό οργωτό, το χωράφι είναι ούλο σβόλους,
…γιατί μας φίλευε συχνά με σβόλους ζαχαρίτσα…, ποίημα, Π. Γλ.)

Σβω(ο)λιάζει = κάνει σβόλους
(Σβολιάζει το χωράφι, μα και η σούπα)

Σγατζώνω-ουμαι (γαντζώνω, αντιδάνειο<βεν. ganzo <αρχ. ελλ. γαμψός) = πιάνω κάτι με γάντζο, παθητ. πιάνομαι με τα νύχια από κάπου
(Σγατζώθηκε σ΄ένα βράχο για να μη πέσει)

Σγαρλάου (<ιταλ. scarnare) = ανακατώνω
(Σγαρλάνε οι κότες τα χώματα, τι τα σγαρλάς το πράμα, άστο να ξεχαστεί)

Σγάρλισμα (το) = το ανακάτεμα. Κυριολεκτείται στις κότες που ανακατεύουν τα χώματα, αλλά λέγεται και μεταφορικά για το ανακάτεμα των πραγμάτων

Σγούμπα (η) (<ιταλ.gobba) = η καμπούρα

Σγουμπιάζω = καμπουριάζω

Σγουμπός (επίθ.) = ο καμπούρης
 (…γριούλα μικροσκοπική, σγουμπή από τα χρόνια…, ποίημα Π. Γλ.)

Σγουφτός (ρημ. επίθ.<σγούφτω) = με το κεφάλι κάτω
(Σγουφτή ούλη τη μέρα βοτάνιζα το σπανάκι, …αρχίζουν τώρα τ΄ άπλωμα, σγουφτές και τάκα τάκα…, Π. Γλ)

Σγούφτω (<σκύβω<σκύπτω<αρχ. ελλ. κύπτω) = σκύβω

Σγρουμπούλι (το) (<γρομπούλι<γρόμπος<λατ. grumus=μικρός σωρός) = εξόγκωμα

Σγρούπα (η) = η τρύπα σε βράχο. Είναι και τοπωνύμιο

Σέβας (το) = ο σεβασμός
(Πρέπει να έχουτε, μας έλεγαν, μεγάλο σέβας στους γονέους σας, στους δασκάλους και στους μεγαλύτερους!)

Σειριά (η) και σεργιά (<σειρά) = η σειρά, το σόι, η ράτσα
(Κρατάει τη σειριά του άντρα της)

Σειώ = σείω, κουνώ
(Ούλη την ώρα σειεί τα χέρια του)

Σέλιτσα (η) (υποκ.<σλάβ. selo=μικρό χωριό κατά Δ. Σταματόπουλο. Υπάρχουν κι άλλες εκδοχές, όπως από αρχ. ελλ. ρίζα σελ=χορεύω ή από τη σέλα<λατ. sella) = μεγάλη περιοχή Ν. Δ. του Βασιλιτσίου πίσω από το Μαυροβούνι προς το ακρωτήριο Ακρίτας με μικρότερους οικισμούς στα παλαιότερα χρόνια κατά σόια (Καλαμάκι, Διάσελο, Αγιάννης, Κουφοσαρατσιά, Καγκαδόραχη)

Σεμπριά (η) = το συνεταιριλίκι

Σέμπρος (ο) (<σλαβ. sebru) = ο συνέταιρος

Σέμπρες (οι) = οι σμίχτρες, οι γυναίκες που συνεταιρίζονται το γάλα, δες και σμίχτρες

Σε(ου)ργούνι (<τούρκ. surgun) = ρεζίλι
(Σεργούνι έγινε σ΄ούλο το χωριό)

Σεργιάνι (το) (<τούρκ. seyran<αραβ. sayaran) = ο περίπατος, η βόλτα
(…να βγάλουνε τον άγιο μας σεργιάνι μες τη πόλη…, ποίημα Π.Γλ.)

Σεργιανίζω = πηγαίνω βόλτα
(…σήμερα τ΄ Αγιο-Δημητριού και σεργιανούν τον άγιο…, ποίημα Π.Γλ.)

Σερνικοβότανο (το) = βοτάνι, αλλιώς μανδραγόρας, για να κάνουν αρσενικά παιδιά οι γυναίκες
T΄ είπες εξεφώνισε κατακόκκινη από χαρά και ντροπή ή Κρουστάλλω. Τ’ έχεις είπες – Τό σερνικοβότανο, ξανάειπε δυνατώτερα παίρνοντας θάρρος και φέρνοντας …,    Ο Ζητιάνος, Α. Καρκαβίτσας)

Σερνικάδι (το) = το αρσενικό. Σερνικάδι έλεγαν το νεογέννητο αρσενικό ζώο

Σερνικιά (η) = η στείρα γυναίκα

Σερνικομάνα (η) = η μάνα που έχει σερνικά παιδιά, γιους

Σερνικεύω = μιμούμαι τους σερνικούς, αντροφέρνω
(Για βάλτε το λάκκο μωρ΄ γυναίκες, κοντεύουμε να σερνικέψουμε φέτο)

Σημαντούρα (η) ή σημαντούρι = το σημάδι
(Έβαλε σημαντούρα τη μεγάλη ξυλοκερατιά αγνάντια στη πεζούλα για να μη χαθεί)

Σιά-πιά (επιρ.) = σιγή, σιωπή

Σιαδώθε, σιακείθε (επιρ.) = ίσια εδώ, ίσια εκεί

Σιάχνω (<ισιώνω) = ισιώνω, τοποθετώ σωστά
(Χαμογέλασε πονηρά, έσιαξε τα πρασινισμένα σκουτάκια του και συνέχισε…, «Οι παπούλες», Φωτ. Βασιλοπούλου),
σιάξου (προστακτ.) = φτιάξου, Παθητικό σιάχνουμαι = φτιάχνομαι, καλλωπίζομαι

Σιακάτου και) σιακατουφτούθε (επιρ.) = ίσια κάτω και ίσια κάτω φτου (αυτού)

Σιαπάνου και σιαπανουφτούθε (επιρ.) = ίσια πάνω και ίσια πάνω φτου (αυτού)

Σιαπέρα και σιαπερακείθε (επιρ ) = ίσια πέρα και ίσια πέρα εκεί

Σιάκα, προστ.(εις+ήκω) = πήγαινε

Σιγκούνι (το) (<αλβ. shegune) = χοντρό γυναικείο παλτό

Σιγουρεύω (<μεσν. σίγουρος<βεν. seguro) = τοποθετώ κάτι στη θέση του επιμελώς, τακτοποιώ
(Σιγούρεψε τα πράματα)

Σιδεροπάλουκο (το) = σιδερένιο παλούκι. Τα χρησιμοποιούσαν για να δένουν σφιχτά τα σκοινιά στις τέντες των αλωνιών, ως παλούκια για τα ζώα και σε άλλες χρήσεις

Σιδεροστιά (η) (<σίδερο+στιά) = ο σιδερένιος τρίποδας για τοποθέτηση μαγειρικού σκεύους στη φωτιά

Σιέστα (επίρ.) (<ιταλ. sestare) = στα ίσια σου, στα καλά σου
(Έλα στα σιέστα σου, δε ξέρεις τι λες!)

Σι(ε)κλέτι (το)(<τουρκ. siklet) = η στενοχώρια
(…και στη μονή μας ήρθε για να γιάνει
η δόλια απ΄ το μεγάλο της σικλέτι…, ποίημα Π. Γλ.,
(…δυό μέρες τη χωρίζουνε απ΄ το πικρό ταξίδι
κι έχει σικλέτι δυνατό, δε τη χωράει ο τόπος, Π. Γλ.)

Σικλετίζουμαι = στενοχωριέμαι

Σιλαρώνω (<ιλαρώνω<αρχ. ελλ. ιλάσκομαι) = ηρεμώ, φέρνω με τα νερά μου
(Η γυναίκα ήταν αστοιχείωτη, ένα αγρίμι. Όμως η πεθερά ήταν καλή γυναίκα και έξυπνη. Τη πήρε με το καλό, την ορμήνεψε, τη σιλάρωσε. Και κείνη την αγάπησε σα μάνα της…, Κ.Μ.)

Σιναπίδι (το) (<σινάπι) = αρρώστια του σταριού (κοκκινίζει το στάχυ)

Σιορόκος (ο) (<ιταλ. scirocco) και η Σιοροκάδα = ο Σιρόκος

Σιουρακλεμές (ο) (<τούρκ. suruklemek) = o αχαϊρευτος, ο ανυπόληπτος, ο αδύνατος, ο ψηλός και άχαρος

Σιουράου (<σφυρίζω) = καταλαβαίνω
(Δε σιουράει καθόλου)

Σιουρντάου (<σε+όρντινο) = βάζω σε σειρά, σπρώχνω
(Σιούρντα τόνε λιγούλι, μπας και στρώσει)

Σιούτος (επίθ) (<ιταλ.asciutto) = ο χωρίς κέρατα (σιούτα γίδα), αλλά και σιούτα έλεγαν τη γυναίκα με πολύ μικρό στήθος

Σιτάρι (το) = τα κόλλυβα
(Θα βράσω σιτάρι, γιατί αύριο είναι Ψυχοπαράσκευο – Τίνους είναι το σιτάρι; = για ποιον είναι τα κόλλυβα;)

Σίτεψε (<σιτεύω<αρχ. ελλ. σίτος) = παράγινε
(Σιτέψανε τα σταφύλια, σιτεμένο κρέας, σιτεμένη η μεγαλοκοπέλα)

Σιφουνικό (το) (<αρχ. ελλ. σίφων) = ο ανεμοστρόβιλος
(Στο ξαφνικό σιφουνικό και στο σφοδρό δρολάπι…,ποίημα, Π. Γλ.)

Σιχαντερίλα (η) = η αηδία

Σιχαντερός (επίθ.) (<σιχαίνουμαι<ελλνστ. σικχαίνω<σικχός = αηδιάζω) = αηδιαστικός

Σιόπατο (το) (<ίσος+πάτος) = το ίσιωμα, το ισόγειο, τα σιόπατα παπούτσια

Σιχτίρι (<τούρκ.siktir ή κατά κάποιους από το αρχ. ελλ. οικτίρω<οίκτος=λύπηση, που όμως δεν είναι αληθές) Έκφραση: άι σιχτίρ ως βρισιά = άϊντε γ@@@@@@, άϊντε χάσου γενικότερα

Σκάλα (η) = σιδερένιο εξάρτημα που κρέμεται από τη σέλα ή το σαμάρι και βοηθάει τον αναβάτη να καβαλ(λ)ικεύσει στο ζώο

Σκαλίζω = σκάβω ελαφρά το χώμα γύρω από το φυτό

Σκαλιστήρι (το) = μικρό γεωργικό εργαλείο με ξύλινο στ(ε)ιλιάρι και σιδερένια αιχμή (σαν μικρό τσαπόνι) για το σκάλισμα

Σκάλος (ο) (<αρχ. ελλ. σκάλλω) = το σκάλισμα, η εργασία του σκαλίσματος. Όταν ακόμα δεν υπήρχαν μηχανές και τρακτέρ, οι γεωργοί σκάλιζαν ελαφρά γύρω από τον κορμό του δέντρου ή το βλαστό του φυτού το χώμα για να ελαφρύνει και να αεριστεί. Το σκάλισμα ήταν κοπιαστική εργασία. Σήμερα σκαλίζονται τα κηπευτικά

Σκαλούνι (το) (ιταλ. scalene<scala) και σκαλούγκι = το σκαλοπάτι

Σκάλτσα (η) (ιταλ. calza) και το σκαλτσούνι = η κάλτσα

Σκαλτσοβιομήχανος = ο ευρηματικός, ο ικανός να βρίσκει λύσεις σε καθημερινά μικροπροβλήματα

Σκαλτσουνόγνεμα (το) = νήμα για ύφανση

Σκαμνί (το) (<σκαμνίον <λατιν. σκάμνον) = μικρό ξύλινο 10 περίπου πόντων καθισματάκι, με τρία ξύλα σε σχήμα π, όπου κάθονταν γύρω από το σοφρά, μπροστά στο τζάκι ή και στην αυλή, τα σκαμπό της εποχής

Σκαμπάζω (<μεσν. σκαμβάζω=βλέπω<ίσως από αρχ. σκαμβός=κυρτός) = καταλαβαίνω
(Δε σκαμπάζει καθόλου το έρμο)

Σκαμπίλι (το) (γαλλ.) = το χαστούκι

Σκάντζα (η) (<ιταλ. scangia=η ρεζέρβα) = η βοήθεια

Σκαπετάου (<ιταλ. scappare). = απομακρύνομαι, χάνομαι στον ορίζοντα
(Έγινε μπουχός, σκαπέτησε κι αποπέρα,
…ωσάν παιδί σκαπέταγε πέρα εκεί στου Μώλου τη πλατεία…, Π.Γλ.)

Σκαρίζω (ελλνστ. σκαρίζω<σκαίρω=αναπηδώ) = βγαίνω για βοσκή, εμφανίζομαι
(Σκαρίσανε τα ζα απόκει στη πεζούλα, κι ο ποιητής «…σκάρισεν ο Αυγερινός μπονόρα, κι ανέβηκε η λάμψη στα ουράνια…»)

Σκάρισμα (το) = το βόσκημα των γιδοπροβάτων τις πρωινές ώρες

Σκαρμούτσο (το) (<ιταλ. schermuzzio) = το λαστιχένιο εξάρτημα της γαλαζομηχανής που ψεκάζει

Σκαρταδούρα (η) (<σκάρτος<ιταλ. scarto) = τα σκάρτα

Σκατζουλήθρες (οι) (<σκάω+λήθρες<λαμβάνω) = οι καψαλήθρες, τα ροζ εξανθήματα σαν δαχτυλίδια που σχηματίζονται στα γυμνά πόδια από την πύρα της φωτιάς

Σκατζούφης (ο) και (η) σκατζούφω = αυτός που έχει αναμαλλιασμένο κεφάλι σαν του σκατζόχοιρου

Σκατοψύχι (το) = κατάρα ψυχής

Σκαφίδα (η) (<αρχ. σκαφίς) = ξύλινη κατασκευή σαν βάρκα (με επίπεδο πάτο) για το ζύμωμα και το πλύσιμο, η σκάφη

Σκέβουμαι = σκέπτομαι

Σκεβρώνω (<σκευρίον<σκευάριον<αρχ. σκεύος)(σλ. iskribim) = στραβώνω, χάνω μάζα, καμπουριάζω
(Σκέβρωσε το παρεθύρι.  Άχ, σκεβρώσαμε με τα χρόνια!)

Σκεμπές (ο) (<τούρκ. iskembe) = η κοιλιά, ο πατσάς

Σκερβελές (ο) (γαλλ.) = ο πολύ αδύνατος

Σκιάδι (το) (< αρχ. ) = ψάθινο καπέλο, ό,τι δημιουργεί σκιά

Σκιάζαρος (ο) = το σκιάχτρο (ομοίωμα ανθρώπου, περασμένο σε καλάμι, για να μην πλησιάζουν τα πουλιά και τρώνε τους καρπούς, τα φρούτα κλπ., ο σκιαχτερός

Σκιάζουμαι (<σκια+ομαι) = φοβούμαι

Σκιαχτερός (επίθ.) = αυτός που δημιουργεί φόβο

Σκιάχτρα (η) = ο φόβος

(του) Σκιεριώνει, (του) σκιέριωσε (<σκιερός) = του μπήκε στο μυαλό και αναποδιάστηκε

Σκιεριωμένος (μετχ.) = ο σατανάς

Σκιέρπετος (ο) = ο ανάποδος, ο σατανάς

Σκίζα (η) = λεπτό και επίμηκες κομμάτι ξύλου
(Φέρε 2-3 σκίζες να ρίξουμε στη στόφα να μη σβήσει)

Σκιώ = σχίζω
(Ο γέρος μου ούλο σκιεί τα σκουτιά του)

Σκλέτζα (η) (<ιταλ. schienza) = λεπτό κομμάτι ξύλου

Σκλήθρα (η) (μεσν.<αρχ. ελλ. κλήθρα) = αγκάθι από καλάμι ή ξύλο
(Μου μπήκε μια σκλήθρα στο δάχτυλο και μ΄ αφόρμισε)

Σκλημουρίζω-ιέμαι  = κλαψουρίζω, κλαίω με το ζόρι, γκρινιάζω

Σκοινιάστηκε = κρεμάστηκε με σκοινί. Το έλεγαν για τους ανθρώπους και τα ζώα
κοινιάστηκε ο τάδε, Σουβή που με βρήκε, σκοινιάστηκε η γίδα)

Σκοντάφτω (<μσν. κονδάπτω /σκονδάπτω < πιθ. κοντός «κοντάρι»+ἅπτω,  με ανάπτυξη προθ. σ-, όπως σκύπτω από κύπτω)  = χτυπώ κάπου και πέφτω  

Σκορδοκαΐλα (η) = η αδιαφορία

Σκορπιδόχορτο (το) = βότανο διουρητικό, αντιφλεγμονώδες με ευρύτατη χρήση

Σκορδοσαράδα (η) (<σκόρδο+αράδα) και κρεμμυδοσαράδα = σκόρδα και κρεμμύδια στη σειρά, η πλέχτρα με σκόρδα ή κρεμμύδια

Σκοτειδιάζω (<σκοτάδι) και σκοτεινιάζω (<σκοτεινιά) = λιποθυμώ
(Σκοτειδιάσανε τα μάτια μου, χάνουμαι!!!)

Σκοτειδιάζει και σκοτεινιάζει = σουρουπώνει
(Σκοτείνιασε και ακόμα δε φάνηκε )

Σκούζω (< αρχ. σκύζομαι=οργίζομαι) = φωνάζω δυνατά
(Ανέβηκα στη πιπεριά
…Tην τσίμπησα μες το λαιμό, σκούζει, φωνάζει: “Όχι εδώ!”
… Tην τσίμπησα στα δυο βυζιά, σκούζει, φωνάζει: “Kερατά!”
…Tην τσίμπησα στον αφαλό, σκούζει, φωνάζει: “Oύτ’ εδώ!”)

Σκοτούρα (η) = η σκοτοδίνη, η στεναχώρια
(Έχω πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου, …Μες τη πολλή σκοτούρα μου, γιατί να σ΄αγαπήσω…, λαϊκό τραγ.)

Σκουλαρίκια (τα) = δυο κρεατάκια που κρέμονται στο λαιμό κάποιων ζώων

Σκουληκαντέρα (η) = το σκουλήκι

Σκουληκιάρης,-α,-ικο (επίθ.) = ο χαλασμένος, ο άρρωστος, ο βρόμικος

Σκουντουφλάου (<σκουντούφλα<σκότος+τυφλός) = σκοντάφτω

Σκουντούφλης (ο) = αυτός που περπατάει απρόσεκτα και σκοντάφτει

Σκουράντζος (ο) (ιταλ.) = η αρσενική ρέγκα

Σκούρκος (ο) = δηλητηριώδες έντομο
(Στο τρύγο οι μέλισσες, οι σφήκες και οι σκούρκοι ζουγκουνάγανε στ’ αλώνια, …βουίζουν από πάνου τους οι σφήκες και οι σκούρκοι…Π. Γλ.)

Σκουτέλα (η) (<ιταλ. skutella)) = η γαβάθα

Σκουτί (το) (μεσν. ελλ. υποκορ. σκυτίον<αρχ. ελλ. σκύτος) = το ύφασμα, το ρούχο
(- Μάνα, μη σικλετίζεσαι, η μπόρα να περάσει…
να δώσουμε κανά σκουτί, ΄πο ΄κείνα που περσεύουν…, ποίημα, Π. Γλ.)

Σκράπας (ο) (αγγλ.) = ο αργόστροφος

Σκρόπιος  (επίθ.) = ο σκόρπιος

Σκρούμπος (ο) (<ιταλ. scrupolo) = ο σκληρός σαν πέτρα
(Το ψωμί ξεράθηκε, έγινε σκρούμπος ή στούμπος)

Σκρόφα (η) (<λατ. scrofa=αγριόχοιρος) = η γουρούνα, η πανούργα

Σκύβαλο (το) (<αρχ. σκύβαλον) = αποκοσκινίδι, σαρίδι, ο άχρηστος. Όταν οι γιαγιάδες μας καθάριζαν στο κόσκινο το σιτάρι, τα σκουπιδάκια που έμεναν, τα έλεγαν σκύβαλα.
Σκύβαλον στα αρχαία Ελληνικά : Σκουπίδι, ο άνθρωπος ο ρηχός, ο τιποτένιος, περιττώματα ζώων (ελληνιστ. χρόνια), σκυβαλικτά κέρδη (από δωροδοκίες) = κέρδη ντροπής. Ο Κωστής Παλαμάς γράφει στο Δωδεκάλογο του Γύφτου για τη Γύφτισσα: «…ποιας οργής βάσταξ’ εσένα μήτρα, σκύβαλο του κόσμου κι αποκόμματο, που είσαι η Σίβυλλα,… » Δ. Γαϊτάνη

Σκυλόδοντο (το) = ο κυνόδοντας

Σκυλονυχίδα (η) = η παρανυχίδα

Σμερδάκι (το) (;<σμερδνός) = μικρό ζώο που έβγαινε τις νύχτες και λαμπίριζε. Σμερδάκια, όμως, έλεγαν και τα πεθαμένα αβάπτιστα μωρά
(…Λένε και κάτι σοβαρότερο, ότι τάχατες ήταν πρόνιασμα τούτος ο βράχος διαβολικών, όχι όμως επικίνδυνων, παρά μόνο μικρών και άκακων «τριβόλων» που όλοι τα ξέρουνε ως σμιρδάκια. Τα κακόμοιρα κάθε βράδυ, από το μούχρωμα σχεδόν, έβγαζε το στόμα τους άφτρα, όταν τζιτζιγκιαζανε στο κλάμα, μέχρι που από το στόμα τους έβγαζαν σπίθες φωτιάς. Έτσι στέλνανε σα μήνυμα διαμαρτυρίας το παράπονο τους, που τα πέταξαν στον κολασμένο τούτο τόπο. Τα «κουρούνικα» πριν ακόμα γεννηθούν θεωρούνταν «πομπιεμένα». Ήτανε μερικά, κατά πως λέγανε «πιασμένα» όξω από την ανθρώπινη ηθική και ήταν στιγματισμένα τα άτυχα πριν ακόμα ξεμυτίσουν στη ζωή, άλλα έβγαιναν πεθαμένα και δεν πρόλαβαν να τα βαφτίσουν και άλλα που δεν τα ήθελαν, γιατί είχαν πολλά παιδιά και τα θανάτωναν πριν γεννηθούν…», Ευ. Τεμπελόπουλος, «Το σμερδάκι» )

Σμέρτα (τα) = τα μύρτα

Σμερτιά (η) (< αρχ. μύρτος) = η μυρτιά

Σμερτίδι (το) = τοπωνύμιο ( τόπος με πολλές σμερτιές)

Σμίχτρα (η) (<σμίγω<αρχ. ελλ. μείγνυμι) = γυναίκα που σμίγει με άλλη το γάλα για την παρασκευή τυριού ή μυτζήθρας
(Οι σμίχτρες
Γυναίκες συγγενείς ή γειτόνισσες ή φιλενάδες «έσμιγαν» μεταξύ τους το γάλα που άρμεγαν από τα ζώα τους για να πήξουν τυρί και να φτιάξουν «μουτζήθρα». Κάθε πρωί όλες το πήγαιναν σε κάθε μία με τη σειρά ανά τόσες μέρες μέχρι να ισοφαρίσουν την ποσότητα της κάθε μιας.
Μονάδες μέτρησης ήταν : 1. ο μπουέλος, 2. το καπακλί, 3. η κούπα ή το κουπί (το κουπί ήταν στα χρόνια μας από ζαχαρούχο γάλα, ή οποιαδήποτε κούπα, ίδια για όλες). Παλιότερα, πριν τον πόλεμο, οι μονάδες μέτρησης ήταν: η γαλομέτρα (η πιο μεγάλη), η βεδούρα (η μεσαία) και ο τσίτουρας(η μικρότερη). Ήταν όλα ξύλινα.
Έριχναν το γάλα μέσα στον τέτζερα ή στο κακάβι, αν ήταν πολύ, και ακολουθούσε η διαδικασία της πήξης… Κ.Μ.)

Σμπαράλια (επίρ.) (<ιταλ.sbaraglio) = πολλά πολλά κομμάτια, θρύψαλα
(Σμπαράλια έγινε το ποτήρι)

Σμπήγω (<μεσν. μπήγω<αρχ. ελλ. εμπήγνυμι) = 1. χώνω κάτι βαθιά σε κάτι άλλο
(…Όμως ο γέρος έσμπηξε τα παπούτσια στην κοιλιά του ζωντανού με μεγαλύτερη ορμή κι οργή, «Οι παπούλες», Φωτ. Βασιλοπούλου),
2. φωνάζω δυνατά (Το παιδί έσμπηξε τις φωνές από τη σκιάχτρα του)

Σουβή (η) (<αρχ. σοβώ=κινδυνεύω) = η συμφορά
(Που, που! σουβή μαύρη που τους βρήκε, τους έρμους!, ως κατάρα: μπα, σουβή να σέ ΄βρει!)

Σουϊάς (ο) (<ιταλ. succhio) = 1. μικρό μαχαίρι τσέπης που διπλώνει (Κολοκοτρωνέϊκος σουϊάς)
(…κλείσανε τους σουϊάδες τους για μια στιμή οι κοπέλλες…, ποίημα, Π. Γλ.)
2. μεταφ. ο στραβός, ο κυρτός
(Σγούμπιανε ο έρμος κι έγινε σα σουϊάς!)

Σούγλα (η) ή το σουγλί = η σούβλα

Σουγλερεύω (<σουγλί) = κάνω κάτι μυτερό
(Σουγλέρεψα τη μύτη του βολυμιού μου)

Σουγλιά (η) και σουγλισιά (<σουβλί<ουβλί<ουβελός) = η σουβλιά, ο αιχμηρός πόνος
(Ωχ, μου ήρθε μια σουγλιά στο δόντι!)

Σουγλερός (ο) και η σουγλέρω = ο μυτερός
(…στα σουγλερά τα χέρια τ΄ Αποστάτη…, ποίημα, Π. Γλ.)

Σούδα (η) (<λατ. sudis) = στενό δρομάκι ανάμεσα σε σπίτια. Συνήθως εκεί έπεφταν τα λούκια και λειτουργούσε ως σύνορο, γενικότερα εννοούσαν κάτι πολύ μικρό και στενό   (Μια σούδα είναι το χωράφι, δεν αξίζει)

Σουδιάζει = δημιουργεί ρεύμα ο αέρας σε στενό χώρο, στριμώχνει ρεύμα αέρα
(Δωχάμου το σουδιάζει και φυσάει πολύ ή Το σουδιάζει και γιόμισε η αυλή σαρίδια)

Σούελο (το) (<σωλήν) = μικρό τμήμα σωλήνας που έβγαινε το νερό από τις υπαίθριες βρύσες

Σούζα (επίρ.) (<ιταλ. suso) = όρθια

Σουλάτσο (το) (<ιταλ. sollazzo) = ο περίπατος

Σουλάτσος (ο) = παρανόμι. Έτσι έλεγαν τον Γιώργη τον Κατσούλια, τον πατέρα του Κώστα του Κατσούλα (Κατσουλοκωστάκη). Όταν πήγε για τα φανερώματα του προξενιού του, στο σπίτι των μελλοντικών πεθερικών του, πηγαινοερχόταν σε μια μεγάλη σάλα πέρα δώθε. Του είπαν: γιατί κάνεις ούλο σουλάτσο; Και τού ‘μεινε!

Σουλατσάρω = κάνω άσκοπες βόλτες

Σουλήνα (η) = η σωλήνα

Σουλούπι (το) (<τούρκ. uslup) = η εμφάνιση
(Του μοιάζει στο σουλούπι)

Σουλουπιάζω-ουμαι ή σουλουπώνω = συγυράω, τακτοποιώ
(Σουλούπωσε τα πουκάμισά σου…)

Σούμπιτος (επίθ) (<ιταλ. subito) = ολόκληρος
(Βράχηκα σούμπιτη, μέχρι το μεδούλι)

Σουράβλα (επίρ.) (<σύρω+ αύλαξ=σύρω αυλάκι) = ανοίγω αυλάκι, ορμητικά
(Η πολλή βροχή άνοιξε σουραύλα στο χωράφι, τρέχει σουραύλα το νερό)

Σουραύλι (το) (<σύραξ+αυλός) = η φλογέρα

Σουραύλω (γριασουραύλω) = η γυναίκα που σούρνει τα πόδια της, η δυσκίνητη

Σούργελο (το) (<σούρνω+γελώ) = ο περίγελος
(Έγινε σούργελο σ΄ούλο το χωριό)

Σουρμή (η) και σουρσικό (το) = η διάρροια

Σουρντούκης (ο) (<τούρκ. surtuk) = ο περιπλανώμενος, ο ανεύθυνος, η σουρντούκω = η πορτογύρω, η κουτσομπόλα

Σούρσιμο (το) = το σύρσιμο

Σούρνω (<σέρνω<σύρω) = σέρνω, μεταφ. επιθυμώ σεξ
(Σούρνει η γίδα = θέλει να ζευγαρώσει)

Σουρτάρι (το) = το συρτάρι

Σουρτζίνα (<ιταλ.) = βούκινο, μυστικό που διέρρευσε
(Σουρτζίνα μ΄έκαμες…)

Σουρτοθηλιά (η) = το δέσιμο σε κόμπο ενός σχοινιού, που σφίγγει καθώς τραβιέται
(Δέσ΄το φόρτωμα σουρτοθηλιά, να μη λυθεί)

Σουσούμι (το) (<μεσν. σουσούμιν <συσσήμιον<αρχ. σύσσημον) = χαρακτηριστικό

Σουσουμιάζω = ταιριάζω
(Μου σουσουμιάζει με το πατέρα του)

Σουσουράδα (η) (<αρχ. ελλ. ο σους=κίνηση) = αυτή που σείει την ουρά της (το πουλί), γυναίκα που κουνιέται

Σούφρα (η) (<αρχ. ελλ. σύφαρ) = η πτυχή, η ρυτίδα
(Γιόμισε η μούρη της σούφρες)

Σουφραΐδα (η) = η σφραγίδα

Σουφρίδα (η) και ο σούφρος = ο πρωκτός

Σουφρώνω = γεμίζω τις χούφτες, αρπάζω, κλέβω
(Τα σούφρωσε και τη κοπάνισε)

Σοφράς (ο) (<τούρκ. sofra) = μικρό ξύλινο τραπεζάκι με κοντά πόδια, όπου καθόταν η οικογένεια σε σκαμνιά και έτρωγαν

Σπάραχνα (τα) (<σπλάχνα+βράγχια) = τα εντόσθια

Σπάργανα (τα) (<αρχ. ελλ. σπάργω) = τα πρώτα μωρουδιακά, η φασκιά

Σπάρτο (το) = είδος θάμνου, συγγενές του λιναριού. Τα σπάρτα οι γυναίκες του χωριού μας τα μούσκευαν στη θάλασσα ή στο ποτάμι, τα έξεναν και τα έκαναν γνέμα για τον αργαλειό. Συνήθως ύφαιναν σακούλια ή στρωσίδια για το πάτωμα

Σπαρτός (ο) (<σπέρνω<αρχ. ελλ. σπείρω) = η σπορά

Σπερ(ι)νός (ο) (<εσπερινός<αρχ. ελλ. εσπέρα) = ο Εσπερινός

Σπερνά (τα) (<στερνά) = τα κόλλυβα

Σπερώνει, σπέρωσε (<εσπέρα) = σουρουπώνει, σουρούπωσε

Σπιθούρι (το) (<σπίθα+ούρι) = μικρή καντήλα, μπιμπίκι

Σπηλιές, Σπλαθούρι, Σπλαθουρόραχη = τοπωνύμια στη Σέλιτσα

Σπληθάρι (το) (<σπίθα+ληθάρι) = μικρή λακκούβα σε πέτρα. Μετά από βροχή έπιανε νερό και οι άνθρωποι συχνά το έπιναν και πάθαιναν γαστρεντερίτιδα
(είχε, έλεγαν, κοψαντερήθρες)

Σπορίζω (<σπόρος) = ρίχνω σπόρους στο χωράφι κατά το όργωμα για να φυτρώσουν, Σπορίστηκε (παθητικό) = έπαθε διάρροια

Σποράκλα (η) και το σπόρισμα = η διάρροια

Σποριά (η) = 1. ένα συγκεκριμένο μικρό τμήμα χωραφιού, στο οποίο έσπερναν συγκεκριμένη ποσότητα δημητριακού
(Όργωσα τη πρώτη σποριά),
2. μεταφορικά το λίγο (Μια σποριά άθρωπος)

Σπόριασε = έκανε σπόρους
(Παραγίνανε τα κολοκύθια και σποριάσανε, δε τρώγονται)

Σπορίτης (ο) = το πολύ ώριμο, αυτό που έχει κάνει σπόρους και πλέον δεν τρώγεται (το λέμε για τα παραγινωμένα αγγούρια, κολοκύθια κ.α.). Λέγεται και μεταφορικά για τους τεμπέληδες ανθρώπους

Σπούρνη (η) (προσωπ. άποψη από σποριά<σπέρνω = το πλήθος
(Έχει μια σπούρνη παιδιά, έχει μια σπούρνη γουρούνια κ.α.)

Σπυρί (το) (<σπόρος) = ο κόκκος, ο καρπός των δημητριακών και των οσπρίων

(…λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει…, Δ. Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)

Σταθιμός (ο) = ο σταθμός

Σταβάρι (το) (<μεσν. σταβάριον <ιστοβοάριον<αρχ. ιστοβοεύς) = εξάρτημα του αλετριού

Σταίνω = στήνω

Στάκα (προστ.<αρχ. ελλ. ίστημι) = στάσου
(Στάκα κυρά-Βαγγελιώ, να σου πω ΄να μυστικό, ήρθαν δύο στο χωριό και μας πήραν τη Μαριώ…Κ.Μ.)

Στάμνα (η) (<αρχ. ελλ. σταμνίον) = πήλινο αγγείο κατάλληλο για υγρά
(Πολλές φορές πάει η στάμνα στη βρύση για νερό, μα μια δε θα γυρίσει, παροιμ.)

Σταλιάζω (<αρχ. ελλ. στάλος) = στέκομαι όρθιος
(Τι ξεροσταλιάζεις όξω στο κρύο;)

Σταλίζω και (<αρχ. στάλος) = οδηγώ τα ζώα στο γαλάρι ή σε σκιερό μέρος
(Να σταλίσεις τα γίδια το μεσημέρι)

 Στάλος (ο) (;<ομηρ. στάλιξ, -ικος=πάσσαλος) = τόπος με σκιά για το κοπάδι

Στάμα (το) = η στοίβα από 20 περίπου τσαντίλες γεμάτες χαμούρι, την οποία πίεζε μία ξύλινη πλάκα με τη βοήθεια του «εργάτη», για να στραγγίξει το λάδι. Δύο μεγάλα σακιά ελιές (με ρίγες)  έδιναν 18 με 20 τσαντίλες του λιτρουβιού, δηλ. 1 στάμα
(…κι άλλοι να καργαρίζουνται στρέφοντας τον «αργάτη»,
να στίβουνται τα στάματα, να τρέχει το λαδάκι…, ποίημα, Π. Γλ.)

Στανεύω (<στάνη) = στήνω στάνη
(…μα οι βοσκοί, φοβούμενοι τους πειρατές, δε στάνευαν κοντά στο γιαλό ούτε κατάκαμπα, προτιμούσαν τις αθέατες πλαγιές των λόφων…, «Ανεβοκατεβάτες», Ν. Πασαγιώτης)

Στανιάρω (<ιταλ. stagnare) = δυναμώνω
(Άϊντε γειά μας, άλλο ένα και θα στανιάρουμε!)

 Στανιό (το) (<βεν. stagnon) = το ζόρι, χωρίς τη θέληση
(Με το στανιό να κατεβάσει δυό κουταλιές σούπα)

Στασιά (η) = αυλάκι με κρεμμύδια και σκόρδα
(Φύτεψα δύο στασιές κρεμμύδι και μία σκόρδο)

Στατέρι (το) (<ίστημι) = ο στατήρας, η ζυγαριά

Σταυρός (ο) = 1. σταυρό έλεγαν τα στάχυα που έπλεκαν σε σχήμα σταυρού από την τελευταία σοδειά ή ένα σταυρωτό κλαδί ελιάς από το ξεράβδισμα. Τον σταυρό του σταριού τον λειτουργούσαν «του Σταυρού» και μετά τον τοποθετούσαν στο εικονοστάσι του σπιτιού, δίπλα στις εικόνες. Στο εικονοστάσι τοποθετούσαν και τον σταυρό από τις ελιές
2. Σταυρό έλεγαν και το κέντρο του μετώπου (Τόνε πήρε μες στο σταυρό η σφαίρα)

Σταυρώματα (τα) = 1. τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου
(Έχει όμορφα σταυρώματα, είναι καλοσταυρωμένος, Κι άστραφτεν σαν Αρχάγγελος με τα σταυρώματά του…, ποίημα, Π. Γλ.)
2. τις μεγάλες κλάρες στο δέντρο που είναι κοντά στον κορμό
(Να το κλαδέψεις το ξερό λιόφτο απ΄ τα σταυρώματα για ν΄αμολήκει)

Σταυρωτήδες (οι) = οι σταυρωτές του Χριστού
(…που οι σταυρωτήδες κάποτες για το Χριστό εκράξαν, ποίημα, Π. Γλ.)

Σταφίδα (η) = η κορινθιακή μαύρη σταφίδα, αλλά και ολόκληρο το χτήμα με τα κλήματα της σταφίδας
(Φέτο είχαμε καλό πράμα, καθαρό, σταφίδα ρύζι, Κουβαληθήκαμε στη σταφίδα)

Σταφιδάλωνο (το) = το αλώνι που άπλωναν τη σταφίδα για λιάσιμο

Σταφιδόπανο (το ) = μεγάλο πανί στο μέγεθος του αλωνιού για να σκεπάζεται η σταφίδα και να προστατεύεται από τη βροχή

Σταφιδόσπιτο (το) = μονόχωρο πλίθινο συνήθως σπιτάκι στις σταφίδες για την εξυπηρέτηση των γεωργικών εργασιών της οικογένειας
(…Τα τσουβάλια γιόμιζαν κι έβγαιναν όξω από το σταφιδόσπιτο…, … Και δε μου λες, πού θα μένεις, θα νοικιάσουτε ; Όχι, όχι, Ντίνο, θα μείνω με το ξάδερφό μου στο σταφιδόσπιτο…, Β. Μάραντος, «Ζάγκα»)

Σταφιδόφκιαρο (το) = το φτυάρι που χρησιμοποιούσαν για τη σταφίδα. Την σώρωναν και την λίχνιζαν με αυτό

Σταχτοπάνι (το) = το πανί που σούρωναν τη στάχτη. Το έλεγαν και θελοπάνι

Σταχτιός (επίθ.) = ο σταχτής

Στειλ(ε)ιάρι (το) (<μεσν. στειλειάριον<αρχ. στειλεός) =
1. κυλινδρικό ξύλο που χρησιμοποιείται ως λαβή σε γεωργικά εργαλεία
(Το στειλιάρι της αξίνας, του τσαπονιού, του σκερπανιού κλπ.),
2. συνεκδοχικά το ξύλο
(Στειλιάρι που σου χρειάζεται!),
3. μεταφορικά ο ανεπίδεκτος μαθήσεως
(Ντιπ, στειλιάρι είναι ο γιος μας γυναίκα).
Γράφεται και στυλιάρι.

Στενωσιά (η) = το στενό μέρος ανάμεσα σε λόφους

Στέρξει (να στέρξει<στέργω) =  να πιάσει, να στεριώσει, να σταθεί τυχερό.
Συχνά στο λαϊκό πολιτισμό συναντούμε διάφορες προλήψεις ή δοξασίες: π.χ.
όταν έστρωναν το κρεβάτι της νύφης, έριχναν επάνω ένα αγόρι για να στέρξει και να κάνει το ζευγάρι αγόρια

Στερεμένο (μετχ.) = κακόμοιρο. Χρησιμοποιείται ως προσφώνηση συμπάθειας σε παιδιά
(Έλα δωχάμου στερεμένο…)

Στέρνα (η) (αντιδάνειο<μεσν. κιστέρνα<λατ. cisterna<cista<αρχ. κίστη) = μικρή τεχνητή γούβα συλλογής νερού κοντά σε ποτάμια ή ρέματα για πότισμα, αργότερα τεχνητή τσιμεντένια δεξαμενή για χρήση καθαρού νερού

Στερνός (επίθ.) = ο ύστερος, ο τελευταίος, ως επίρ. στερνά= μετά, τα στερνά = τα γεράματα
(Στερνά το σκέφτηκα, στερνή μου γνώση, καλά στερνά)

Στέρφος (επίθ.) (<υστερώ) = ο στείρος
(Έμεινε στέρφα η γίδα)Στέρφα και σερνικιά λεγόταν και η άκληρη γυναίκα

Στεφανοκούτι (το) = ξύλινη θήκη για τα στέφανα του ζευγαριού, το οποίο είχε περίοπτη θέση στα εικονίσματα

Στεφανοχάρτι (το) = η άδεια του γάμου

Στημόνι (το) (<στημόνιον<αρχ. στήμων) = υφαντικό νήμα
(Αποσπερού θα στημονιάσω = θα βάλω στημόνι στον αργαλειό)

Στιβάλια (τα) (<βεν. stival) = παπούτσια
(…Σε δυό καλάμια μακριά που βάσταγε στα χέρια
χίλιω λογώνε, αραδιαστά, παπούτσια είχε κρεμάσει
…και μαύρα και κοκκινωπά, στιβάλια και σκαρπίνια…, ποίημα, Π. Γλ.)

Στι(ή)ερας (ο) (<αρχ .ίστημι) = ο ξύλινος στύλος στη μέση του αλωνιού, στον οποίο δενόταν το άλογο για το αλώνισμα. Στίερα είχε και το σημείο εκείνο του λιτρουβιού, όπου το άλογο γύριζε τα λιθάρια

Στοιχειό (το) (<αρχ. ελλ. στοιχείον) = κάτι το υπερφυσικό, το φάντασμα (το στοιχειό του Αγι-Αντώνη, το στοιχειό της Λίμνας)

Στομώνω (<αρχ. ελλ. στομώ, στόμα) = 1. γεμίζω το στόμα κάποιου με φαϊ,
2. εμποδίζω να μιλήσει
(Το στόμα της πάει μπιρμπίλι, δε στομώνεται με τίποτα),
3. καρτερώ τα γιδοπρόβατα
(Στόμωσ΄ τα γίδια να μη περάσουνε τη λαγκάδα)

Στουμπαριάζω και στουμπιάζω = πετρώνω
(Στούμπιασε το φαϊ στο στομάχι μου)

Στούμπος (ο) (<σλαβ. stonpa) = πέτρα, σκληρό σαν πέτρα
(Έγινε στούμπος το ψωμί)

Στουμπάου = χτυπώ με το κεφάλι
(Στουμπάει το βόιδι)

Στουμπηστ(χτ)ό (επίθ.) = χτυπημένο με το γουδί ή με κάτι σκληρό

Στουπί (το) (<μεσν. στουππίν <στυππείον<αρχ. στύππη) = 1. αίσθημα ξηρότητας και πικρίλας στο στόμα
(Έγινε το στόμα μου στουπί),
2. κάτι άνοστο και σκληρό (Το κρίας έναι στουπί, δε καταπιέται),
3. καθόλου (Δε γλέπει στουπί)
4. ο κουτός (Είναι στουπί το παιδί)

Στουπίρω, στούπιρα (<ιταλ. stupire) = εκπλήσσομαι, εξεπλάγην, θαύμασα, τα έχασα
(Στούπιρε ούλος ο κόσμος από την ομορφάδα της!)

Στουποβούλωμα (το) = το πώμα

Στούπωμα (το) = το βούλωμα, το καπάκι, ο,τιδήποτε σφραγίζει
(Το στούπωμα του βαρελιού, το στούπωμα του φούρνου)

Στουπώνω = 1. σφραγίζω (Στούπωσε καλά τη (μ)πόρτα να μη μπαίνει αέρας),
2. γεμίζω το στόμα (Oύλη τη (ν)ώρα το στουπώνει το παιδί)

Στουπόχιονο (το) = χιόνι σαν στουπί

Στουποκωλιάζω = παθαίνω δυσκοιλιότητα
(Έφαε πολλά φραγκόσυκα νηστικός και στουποκώλιασε!)

Στουρνάρι (το) ή στούρνος (<μεσν.<αρχ. στορύνη) = σκληρό πέτρωμα, κάτι πολύ σκληρό
(Δεν οργώνεται το χωράφι, είναι στουρνάρι το χώμα),
μεταφορικά ο κουτός (Είναι στουρνάρι, δε ν τα παίρνει τα γράμματα το παιδί)

Στουφάδο (το) (<ιτ. stufado<αρχ. ελλ. τύφος=ατμός) = Το φαγητό στιφάδο, κρέας με κρεμμύδια, σάλτσα, ντομάτα και σκόρδο

Στραβαρίδης (επίθ.) (στραβός+αρίδα) = ο στραβοπόδης

Στραβοκάνης (επίθ.) (στραβός+κανί)= ο στραβοπόδης

Στραβομουτσουνιάζω = στραβώνω, ενοχλούμαι και το εκφράζω με γκριμάτσες

Στραβούλιακας (επίθ.) (<στραβός+βλάκας) = στραβός, τυφλός

Στραβέγκλω (η) = η στραβή, μεταφορικά η απρόσεκτη

Στραβοστόμιασε = έπαθε εγκεφαλικό

Στραμπουλάου (<ιταλ. strambare) = παθαίνω διάστρεμμα (π.χ. στραμπούληξα το χέρι μου ή το πόδι μου)

Στράτα (η) (<ιταλ. strata) = ο δρόμος
(…κλείσαν οι στράτες του Μοριά, κλείσαν και τα ντερβένια, δημ. τραγ., Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας»

Στρατοκαρτεράου = σταματώ κάποιον στη στράτα, στο δρόμο
(Τόνε στρατοκαρτερέσανε στην άκρη του χωριού και τόνε συλλάβανε)

Στρατολάτης (ο) (<στρατός+λάτης(αρχ. ελαύνω) = ο περαστικός
(Περάσανε κάτι στρατολάτες σήμερα)

Στρατόνι (το) (<ιταλ. strata) = μικρό δρομάκι μέσα σε βλάστηση. Οι χωρικοί άνοιγαν στρατόνια στη σταφίδα και τ’ αμπέλια για να περνούν ελεύθερα από τις βέργες των κλημάτων ή στο λόγγο για να περνούν τα ζα τους.

Στράτσο (το) (<ιταλ. straccio) = το χοντρό χαρτόνι

Στρέγω (<αρχ. ελλ. στερεόω) = πετυχαίνω
(Φυτεύω διάφορα φασούλια και δε μου στρέει, μόνο τ΄αμπελοφάσουλα φυτρώνουνε,
δε μου στρένε τα προξενειά)

Στρεκλάου (<σλάβ. strukel=αλογόμυγα) = πηγαίνω πέρα δώθε, ζαλίζομαι και παραπατώ

Στριγκλιάτα (η) = το πηγμένο γάλα που το έβαζαν στην τσαντίλα με το γκεβγκίρι για να στραγγίξει

Στρούγκα (η) (<αρχ. στρουθίον(<ινδ. αρωμαν. struga) = 1. το μαντρί
(…άϊντε, μωρή σκύλα ξενητειά, μ΄ έδιωξες από τις στρούγγες και από τα μαντριά…, ποίημα Π. Γλυφός),
2. μεταφορικά ο πολύ κλειστός χώρος
(Μια στρούγκα είναι το οικόπεδο, δεν αξίζει φράγκο!)

Στρουμπούλι (το) = το στρουμπουλό

Στροφιάζω (<σ+τροφή) = τρώγω, στροφιάζουμαι (παθητ.) = κοιμάμαι

Στρωμάτσο (το) (<ιταλ. stramazzo, με επίδραση της λέξ. στρώμα) = το στρώμα των χωρικών από λινάτσα γεμισμένο με σάλμη ή άχυρο

Στρωματσάδα (η) = ο ύπνος στο πάτωμα πάνω σε στρωσίδια, χωρίς κρεβάτι

Στρώση (η) (<αρχ. στρώννυμι) =
1. το τμήμα του σαμαριού που βρισκόταν μέσα από τον ξύλινο σκελετό και στο επάνω μέρος αποτελείτο από καραβόπανο, ενώ το κάτω από μάλλινο σαμαροσκούτι
2. μια σειρά από κάτι, π.χ. υφαντά για μία στρώση, δηλ. μια στρώση κουρελούδες, απλώσαμε δυο στρώσεις στα αλώνια φέτο

Στρωσίδι (το) = ό,τι στρωνόταν στο πάτωμα

Συβάζω = συμβιβάζω
(Tα συβάσανε τα πράματα, ούλα καλά γενήκανε)

Συγενικιάρης (επίθ.) = ο ασθενικός

Συγενικό (το) = αρρώστια, κακό (Τόνε τάραξε το συγενικό)

Συγκάθια (τα) (συν+κάθια<αρχ. κάθημι) = ό,τι κάθεται σ΄ ένα υγρό, η σαβούρα στον πάτο

Συγυράου (<συν+ελλν. κοιν. γύρος<αρχ. ελλ. γυρός) = 1. τακτοποιώ, καθαρίζω
(Συγύρισε τα πράματά σου, να είναι έτοιμα),
2. βάζω κάποιον στη θέση του, τιμωρώ, από το μεσαιωνικό συγύρισμα, που ήταν η διαπόμπευση (συν+γύρα)
(Θα τόνε συγυρίσω εγώ, να μάθει να λέει)

Συγυριέμαι = καλλωπίζομαι

Συγύριση (η) = το νοικοκυριό του σπιτιού, η οικοσκευή
(Τοίμασα ούλη τη συγύριση για να φύγουμε αύριο για τη σταφίδα = ετοίμασα τα απαραίτητα για τη μετακόμιση στο χτήμα για τις εργασίες του τρύγου)

Συγύρισμα (το) = η τακτοποίηση

Συγυρίστρα (η) = η ανακατώστρα
(Είναι μια συγυρίστρα φτούνη!)

Συγκαιριάζω (<συν+καίριος) = ταιριάζω

Συγκάρτσελοι και συμπούρμπουλοι (<συν+πούπουλα) = όλοι μαζί

Συγκέσιο (το) (<συνοικέσιο<συν+οίκηση) = το προξενιό

Συγκομοιάζω (<συν+ομοιάζω) = μοιάζω με κάποιον άλλο
(Τόνε συγκόμοιασα με το ξάδερφό του, μοιάζουνε πολύ)

Σύγκρυο (το) (<συν+κρύο) = το πολύ κρύο, η ανατριχίλα από το πολύ κρύο
(Μ΄έκοψε σύγκρυο)

Συδιπλώνουμαι = μπερδεύομαι και πέφτω
(Μάζω τις αρίδες σου, συδιπλώθηκα)

Συκολόγος (ο) = πουλί

Συλ(λ)οή (η) = η περίσκεψη
(Σε μεγάλη συλλοή είσαι αφέντη μου, μη σικλετίζεσαι)

Συλ(λ)οϊέμαι (<συν+λογίζομαι) = σκέπτομαι

Συμμαζωτάρι (το) = αυτό που προσκολλήθηκε ή το συμμάζεψαν
(Mπουρινιασμένη η πεθερά χούιαζε το σώγαμπρο «άϊντε χάσου παλιοσυμμαζωτάρι)

Συμπητήρι (το) (<συμπάω+τήρι) = το εργαλείο, με το οποίο ο βαλμάς έπρωχνε τις ελιές στη γυριά να μπούνε κάτω από τα λιθάρια και να γίνουν χαμούρι

Συμπράγκαλα (τα) (<συν+βεν. branca) = οικιακά μικροπράγματα, εργαλεία

Συμπάου τη φωτιά (ή από το ρ. τσιμπάω ή από το συμπαγής<πήγνυμι) = βάζω ξύλα στη φωτιά και την ανανεώνω, αλλά και συμπάω κάποιον, δηλ. τον ερεθίζω

Συνήθειο (το) = η συνήθεια

Συναυλακάρης (ο) = αυτός με τον οποίο πότιζαν το περιβόλι τους από το ίδιο κεντρικό αυλάκι που μετέφερε νερό

Συντελίνη (η) = μικρή κατασκευή που περιείχε συντελινόπετρα και νερό και άναβε φλόγα. Την χρησιμοποιούσαν για να πιάνουν τη νύχτα πουλιά

Συντράβιστο (το) (<συν+τραβώ) = το φουρνόξυλο

Σύξυλος (επίθ.) (<συν+ξύλο) = αυτός που έμεινε απολιθωμένος, χωρίς αντίδραση

Συφάμπελοι (<συν+φάμπελοι<φαμπελιά,φαμίλια) = με όλη την οικογένεια

Συφλογιάρικος (επίθ.) = ασθενικός

Συφλογιάζουμαι (συν+φλογίζομαι) = εξάπτομαι

Συφορά (η) = η συμφορά

Συφοριασμένος (μετχ.) = αυτός που έπαθε κάτι κακό, ο δυστυχισμένος

Συφόρηση (η) ή  κόλπος = η συμφόρηση, το εγκεφαλικό επεισόδιο

Συφουλιάζω (συν+φωλιάζω;) = τακτοποιώ, σκεπάζω
(Συφούλιασε καλά τα πανιά στη κουρβούλα, να μη βγούνε όξω οι ελιές)

Συχαρίκια (τα) (<συγχαρίκια<συν+χαίρομαι) = συγχαρητήρια
(-Θειά τα συχαρίκια! Το μπέμπη τόνε βγάλανε Παναγιώτη!
Το θυμάστε; Η μάνα απαγορευόταν να πάει στην εκκλησιά στα βαφτίσια του παιδιού της. Το όνομα το μάθαινε από κάποια παιδιά που έτρεχαν στο σπίτι να της το πουν. Και κείνη τους έδινε μπουναμά ό,τι είχε! Τίποτα φραγκοδίφραγκα, καρύδια, μύγδαλα, καραμέλες, κανά λουκούμι, μπορεί και δίπλα! Κ.Μ.)

Σύχναρα (επίρ.) (<συν+αχνάρι) = μέχρι τ’ αχνάρια

Συχώριο (το) (<συγχωρώ) = τα κόλλυβα («σιτάρι»+ψωμάκι) που προσφέρονται στον κόσμο για τη συγχώρηση του νεκρού

Σφαή (η) = η σφαγή

Σφαλάγγι το) ( αρχ. ελλ. φαλάγγιον) = δηλητηριώδης αράχνη

Σφαλαγγοφωλιά (η) = η φωλιά της αράχνης, μεταφ. σύνολο ανθρώπων που επεξεργάζονται κακά σχέδια

Σφάλαχτρο (το) (<αρχ. ελλ. ασπάλαθος) = πανέμορφος με κίτρινα λουλούδια αγκαθωτός θάμνος, που φουμίζει την άνοιξη τα λόγγια και τα λαγγάδια, ακόμα και τους δρόμους και τις στράτες έξω απ΄το χωριό μας
(…Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες, το κόκκινο χώμα και οι ασπάλαθοι δείχνοντας έτοιμοι τα μεγάλα τους βελόνια και τους κίτρινους ανθούς…, Γιώργος Σεφέρης, «Επί ασπαλάθων»

Σφάρδακλας ή σφαρδάκλι = ο βάτραχος
(Ούλη τη νύχτα σκούζανε τα σφαρδάκλια)

Σφάχτης (ο) (<σφάζω) = ο δυνατός πόνος
(Έχω ΄να σφάχτη στη (μ)πλάτη)

Σφέλα (η) (<φελί) = κομμάτι τυριού. Η σφέλα δεν ήταν είδος τυριού, αλλά ένα κομμάτι από το χωριάτικο τυρί. Όταν έπηζε, το έβγαζαν από την τσαντίλα, το έκοβαν σε σφέλες και το τοποθετούσαν στη βούτα μέσα σε άρμη

Σφελούδα (η) = η πυρούδα, η φέτα
(Μια σφελούδα σκόρδο)

Σφερδούκλι (το) (<ασφοδέλιον<αρχ. ασφόδελος) = ο καρπός της σφερδουκλιάς
(…κατ΄ασφοδελόν λειμώνα, Ομήρου «Οδύσσεια», ραψ. ω 14)

Σφίχτρα (η) (<αρχ. σφίγγω) = η ζώνη που στηρίζει το σαμάρι στη ράχη του ζώου, αλλιώς ίγκλα

Σφοντύλι (το), σφόντυλος (ο) (<αρχ. ελλ. σφόνδυλος) =
1. ένας κύλινδρος με τρύπα στη μέση που μπαίνει στη βάση του αδραχτιού,
2. σβούρα, ζαλάδα (Έφαε μια και του ΄ρθε ο ουρανός σφοντύλι)

Σφέντουλος (ο) = το πέταγμα
(Του ‘ δωκε ΄να σφέντουλο και πήε στην άλλη άκρια)

Σφοντύλησε = πέταξε μακριά

Σφουγγάου = σπογγίζω, καθαρίζω
(Σφούγγα τα λάδια απ΄το σαγόνι σου)

Σφουράου (<μεσν. σφυρίζω<αρχ. συρίζω) = σφυρίζω
(Σφουράνε τ΄αυτιά μου)

Σφουρίχτρα (η) = η σφυρίχτρα
(Σφουρίχτρες για τ΄αγόρια και βραχιολάκια-ρολογάκια μας έφερναν οι γονείς μας από το πανηγύρι στα Καντιάνικα)

Σφουρίχτρα (η), -χτρες = πουλιά, που σφύριζαν από το Γκαβαρνό και τα ακούγαμε στο χωριό

Σφουριχτό (το) = το σφύριγμα

Σώγαμπρος (ο) (<έσω+γαμπρός) = ο γαμπρός που διέμενε μόνιμα μετά το γάμο στο σπίτι της γυναίκας του. Αυτό συνήθως γινόταν όταν η νύφη ήταν μοναχοκόρη και ο γαμπρός είχε πολλά αδέρφια και ήταν πιο φτωχός από τη νύφη.

Σωθικά (τα) (<έσωθεν) = τα σπλάχνα
(Με τραβάνε τα σωθικά μου)

Σωκιάζω = χτυπώ
(Τόνε σώκιασε στο ξύλο)

Σωμάρα (η) = μεγάλη αδυναμία
(Έχω μια σωμάρα!)

Σωμένος (<μετχ. σωσμένος) = ο αδυνατισμένος

Σωμός (ο) (<σώνω) = ο τελειωμός
(Ετούτος ο τρύγος σωμό δεν έχει)

Σώνω (< αρχ. ελλ. σώζω) = 1. τελειώνω (Το σώσαμε και τούτο το χωράφι),
2. φτάνω (Δε το σώνω, είναι ψηλά),
3. προλαβαίνω (Μπα που να μη σώσεις!)

Σωπάνι (το) (<έσω+πανί) = εσωτερική επένδυση σε ρούχο από λεπτό άσπρο πανί

Σωπανιάζω = ντύνω εσωτερικά ένα ρούχο με σωπάνι

Σωριάζουμαι = πέφτω σαν σωρός, ως αδύναμος

Σωρός (ο) = η συγκεντρωμένη στο αλώνι λιασμένη σταφίδα
(…Βραδιές καλοκαιριάτικες και συντροφιές στ΄ αλώνια, που η σταφίδα σε σωρούς, με μύρα τόσο ευφραίνει…, ποίημα, Π. Γλ.)

Σώρωμα (το) = η διαδικασία της συγκέντρωσης της λιασμένης σταφίδας σε σωρό στο αλώνι (Έχω σώρωμα απόψε)

Σωρώνω (<αρχ. ελλ. σωρός) = κάνω σωρό (Σωρώνω τη σταφίδα)

 

 

Αναζήτηση αλφαβητικά

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ

Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω