Σημασιολογικοί ιδιωματισμοί

Νυχτερινή λήψη                                                                            Φωτογραφία:  Anke Schidt-hutten
  1. Στο χωριό μας αλλά και στην ευρύτερη περιοχή ήταν και είναι ακόμη καθολική η χρήση του ρήματος ακώ για τις μυρωδιές, δηλ., χρησιμοποιείται ένα ρήμα που εκφράζει ακοή για μια αίσθηση που εκφράζει όσφρηση ή γεύση : π.χ. δεν ακούς που κάηκε το φαϊ; ή ακούεται πολύ το αλάτι.
    Το ίδιο και για τον σεισμό, ακόμα κι αν δεν υπάρχει άκουσμα βουής παρά μόνο κίνηση : π.χ. τον ακούσαμε το σεισμό.
  2. Η χρήση του ρήματος ακώ ή αφρουγκάζουμαι (αφουγκράζομαι) για την αίσθηση του πόνου: π.χ. ούλο αφρουγκάζεσαι τα πονίδια σου.
  3. Το ρήμα βγαίνω είχε και έχει πολλές ιδιωματικές χρήσεις : βγάνει μέλι η σταφίδα, πόσο λάδι βγάνει το σακί, βγάνει αίμα, βγάνει λίγδα, βγάνει δουλειά, βγάνει τα γράμματα, βγάνει γλώσσα, βγάνει το σκασμό, τη βγάνει καθαρή = γλιτώνει, βγάνει δε βγάνει τη χρονιά = δε φτάνει για ένα χρόνο (π.χ.το λάδι), δε θα ζήσει χρόνο (για άνθρωπο ή ζώο), βγήκε η Πούλια κι ο Αυγερινός, μου βγήκε το λάδι, μου βγήκε η ψυχή = κουράστηκα πολύ, μου βγήκε τ΄ όνειρο, βγήκε στο κλαρί, βγάλανε τα μάτια τους = έκαναν έρωτα, την έβγαλα και τούτη τη δουλειά = την τελείωσα, τα βγάνει πέρα, κάλλιο να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα κ.α.
  4. Η έκφραση : τώρα σα πολληώρα, για κάτι που έγινε και δε διορθώνεται, για κάποια ζημιά : – Να ρίξεις το τυρόγαλο στο γουρούνι –Τώρα σα πολληώρα, πάει το ΄χυσα!
  5. Η έκφραση : όχι τώρα-τώρα, τωώραα! = αμέσως, χωρίς καθυστέρηση.
  6. Ως καταφατική απάντηση εκτός από το ναι και το μάλιστα πολύ συχνά λεγόταν το αμέ, αμή και το ου παρατεταμένα (περάσατε καλά; – αμέ ή ουουου), ενώ στην άρνηση λεγόταν παρατεταμένα το οοόχι, όχι να μη!
  7. Αγενώς ή για αστεϊσμό συχνά λέγονταν οι ακόλουθες απαντήσεις στα εξής: στην καταφατική απάντηση ναι το νέκρα, στο μάλιστα το μαλλιά και λιβάνια, στο κύριε-κύριε το κεριά και λιβάνια, στην άρνηση όχι το οχιά, στο ου το ούξινο και ξερό, στο ξέρω το ξεράδια, στο γιατί το για τ΄ αντί, στο τι ψωμί και τυρί κ.α.                                                                                                                  
  8. άλλες ιδιωματικές εκφράσεις:
    α να κουρεύεται = μην του δίνεις σημασία
    άϊ καλλιά σου = τράβα στο καλό
    άϊ στο γιούδα, άϊ στο γκόρακα, άϊ στο μαύρο, άϊ στο διάτανο = άϊ στο διάβολο
    άϊ στα μπουκούνια, άϊ στα τσακίδια = άντε χάσου
    αμόληκα το νερό = άνοιξα την κόφτρα του νερού για να τρέξει και να ποτίσω το περβόλι
    αυτός πάει με δυο καλαμίδια = έχει εναλλακτική λύση
    έβγαλε ή φυτρώσανε σπανάκια ή μακαρούνια = έπιασε λίγδα το σώμα
    βγήκαν τα καρπούζια, τα απίδια, τα σταφύλια, τα σύκα κλπ = ωρίμασαν και τρώγονται ή πουλιούνται
    δε γίνεται το γουρούνι πρόβατο = δε συμμορφώνεται ο κακομαθημένος
    δε μ΄ απαντάει = δε με χωράει ο τόπος = είμαι ανήσυχος
    δε με βολεί = δε με εξυπηρετεί                                                                                    δεν ορίζω = δε νιώθω   (δεν ορίζω  τα πόδια μου = είναι πολύ κουρασμένα)
    δέρνει ο νους μου = έχει πολλές σκέψεις, βασανίζεται
    δε το πάντεχα = δεν το περίμενα
    δε τόχω (δεν το έχω) = δεν είναι, δεν πειράζει (Δε τόχω που δε ήρθε, είναι που ΄χασα και τη δουλειά μου)
    δώστου μπήχτου =με επιμονή
    έβγαλε κακό σπυρί = έπαθε καρκίνο
    έγινε λουρί = αδυνάτισε
    έδωκε πήρε = με την υπομονή του ή την προσπάθειά του το κατάφερε
    είναι απ΄ τ΄ άγραφα = δεν είναι στα γραμμένα, είναι ανείπωτο
    είναι τος = υπάρχει, ζει
    έκοψε τον άλυσο = τρελάθηκε
    έσκασε ο ήλιος = βγήκε ο ήλιος
    έσμιξε η ήρα με το σιτάρι = ανακατεύτηκαν τα καλά με τα κακά
    έφαε τον αγκλέουρα = έφαγε πολύ
    έφαε τα λυσσιακά του = επιμένει και προσπαθεί πολύ για κάτι
    έφαε τα νύχια του να ντό βρει = έψαξε πολύ
    έχει τριδόνες = είναι ανήσυχος
    έχω αδύνατο στο σπίτι = έχω ανύπαντρο κορίτσι
    έχω απλώσει τραχανά = κάνω πολλά πράγματα μαζί και πελαγοδρομώ
    θα γκαρίξει σα το γαϊδούρι = θα βγει δύσκολα η ψυχή του (για τον αμαρτωλό)
    θα το διάξει = θα το κάνει
    θα διάξει και θα ράνει = δε θα καταφέρει τίποτα, λέγεται με ειρωνική διάθεση
    θυμήθηκα τη κατοχή, θυμήθηκα το μπάρμπα μου το (ν)τάδε = έζησα τα χρόνια της κατοχής, πρόλαβα στη ζωή τον μπάρμπα μου…
    θα κόψω ένα γκισγκίνι = θα τρέξω
    καλή ταχινή ή καλή αυριανή = καλό αύριο
    καλό στέριωμα = ευχή στο καινούριο ζευγάρι
    κάποιος φούρνος θα γκρεμιστεί = κάτι αναπάντεχο θα γίνει
    κολλημένο είναι = είναι πολύ αδύνατο
    κολοκοτρωνέϊκος σουϊάς = πολύ σγουμπός, στραβός
    κούμαρα κι αντράκλες = λόγια του αέρα, βλακείες,  ψέματα
    μάλλιασε η γλώσσα μου = για κάτι που λέγεται πολλές φορές και δεν εισακούεται
    μαύρα κι άραχνα = άσχημα
    μαύρα σου φίδια = αλίμονό σου
    με καταχώνιασες στη γη = με ντρόπιασες
    με πήρε αμπάριζα = με νίκησε, δεν πρόλαβα καθόλου
    μια τσίμπλα ή ΄να κόμπο λάδι = πολύ λίγο
    μυρίζει λιγιά = τελειώνει το κρασί στο βαρέλι
    στην υγειά μας το λιανοτάρι = στην υγειά μας το τελευταίο
    μυρίζει χωματουλίλα = πεθαίνει
    να λαλήσει σα το κόκορα = να του φύγει το μυαλό
    να νίβεσαι πρώτα και μετά να με πιάνεις στο στόμα σου = να προσέχεις πως μου μιλάς
    νάχε (να είχε) = ας, μακάρι (Νάχε μού ΄λειπε παιδάκι μου!)
    πάει καλιά του = πέθανε
    παίρνω αντίδερο = είμαι νηστικός
    ρίχνει καρεκλοπόδαρα = βρέχει με το τουλούμι, με το σακί = βρέχει πάρα πολύ, ορμητικά
    πιάνω ίσκιο = στέκομαι στη σκιά
    ποκορωμένο το κακό = να πάει να χαθεί το κακό
    που να μη λούβωνες = που να μη φύτρωνες
    σαν τ΄ αμάραντα! = πω, πω, νάτο ξαφνικά
    σείξου από το (ν)τόπο σου = για να μη πιάσει το κακό
    σκιεριωμένε! = σατανά!
    σουβή μου μαύρη = κακό που με βρήκε
    στουμπάει = είναι ντιπ κουτός
    τα ΄καμες ρόϊδο = τα χάλασες
    τα κακάρωσε = πέθανε
    τέλειωσε το λαδάκι του καντηλιού του = πέθανε
    το ΄βαλε βουλή = το αποφάσισε
    το κακάβωσε = συννέφιασε
    το κουλούπωσε = συννέφιασε
    το κακό σου το φλάρο = λες βλακείες
    τόνε σκιέριωσε = θύμωσε
    τόνε ξεσκιέριωσε = ξεθύμωσε
    τραβάει η ψυχή του = αργεί να ξεψυχήσει (όταν κάποιος ψυχομαχάει για πολύ χρόνο. Μάλιστα έλεγαν πως έχει πολλές αμαρτίες και τυραννιέται η ψυχή του)
    τσάτρα πάτρα = όπως όπως
    τρουχάει  μαχαίρια = φοβερίζει
    χείλα χείλα = ξέχειλα, πολύ γεμάτο
    χερχέρα = γρήγορα,  χερχεράτε = βιαστείτε
    χούϊαζε και μούτζωνε και φασκελωκουκούλωστα = λέγεται για κάτι μπερδεμένο ή κάτι ντροπιαστικό που δύσκολα αποκαθίσταται
    και πολλές άλλες …  Οι ανωτέρω είναι ενδεικτικές.
  9. Οι γυναίκες του χωριού μας ως αντιχαιρετισμό χρησιμοποιούσαν τη λέξη «χαρούμενη», ή την ευχή «καλό να ΄χεις», με μια έμφυτη ευγένεια.
    -Μωρ, Θεοδώρα, που είσαι μωρή δυχατέρα…!
    -Εδώ μανώ (μάνα), ταΐζω (καίω) το φούρνο με λούρες (βέργες)…
    -Χαρούμενη!!!
    –Φχαριστώ μάνα, επίσης! -Πώς είσαι μάνα μου;
    – Καλά παιδάκι μου! Εσείς, τι κάνει η φαμπελιά σου;
    -Καλό να ΄χεις μάνα! Καλά είμαστε και μεις.… συνέχεια των καλών τρόπων της γνήσιας, απλής και ευγενικής λαϊκής ψυχής.
    – Κωσταντινιά, έχεις πολλά χαιρετίσματα από τη κουνιάδα σου τη Βγενία στα Λειβαδάκια! Την είδα στο δρόμο από κείθε από τ’ Ανάσκελο που κουβάλαε ξύλα.
    – Να είναι καλά αυτός που μου τά ήφερε και αυτός που τά στειλε!
  10. Τελειώνοντας κρίνεται σκόπιμο να τονιστεί και ένα άλλο ευρύτερο χαρακτηριστικό της γλώσσας των ανθρώπων μιας κλειστής γεωργοκτηνοτροφικής κοινωνίας. Είναι η γενίκευση των λέξεων που αναφέρονται στην καθημερινότητά τους (ζώα, καλλιέργειες, φύση) και σε ανθρώπους. Έτσι έλεγαν:
    γαλάρια γίδα, γαλάρια και η λεχώνα
    στέρφα γίδα, στέρφα και η άκληρη γυναίκα
    σιούτα  γίδα, σιούτα και η γυναίκα με μικρό στήθος
    τα μαστάρια τω γιδιώνε, τα μαστάρια τω γυναικώνε (χλευαστικά)
    ξισαμάρωτο γαϊδούρι το ζώο, ξισαμάρωτο γαϊδούρι και ο αφιλότιμος άνθρωπος
    σκύλα = πολύ κακιά γυναίκα, πολύ δυνατή στη δουλειά της
    σκυλί μαύρο = πολύ κακός άνθρωπος, πολύ δυνατός άνθρωπος
    γουρούνα, γαϊδούρα, μουλάρα = αφιλότιμη και ανοικοκύρευτη γυναίκα, χωρίς τρόπους
    αλόγα, φοράδα = άχαρα ψηλή, αλλά και αγενής γυναίκα
    γελάδα = πολύ παχιά και απρόσεκτη γυναίκα
    κούρια, κουρούνα, καλιακούδα = κακόμοιρη, δύστυχη
    μουσκάρα = κουτή
    γεννοβολάει η κουνέλα ή η γουρούνα, γεννοβολάει και η πολύτεκνη μάνα
    καβαλιέται
    η γίδα, καβαλιέται και η γυναίκα
    γουβράει η γουρούνα, γουβράει και η γυναίκα
    απόρριξε η γίδα, απόρριξαν τα λιόφτα, απόρριξε και μια γκαστρωμένη γυναίκα
    καρπερό το χωράφι, καρπερός ο άντρας και η γυναίκα
    αποσπόρι = ο τελευταίος σπόρος, αποσπόρι και το στερνοπούλι
    περδίκι = ο γερός
    πέρδικα, αετέ μου, Αυγερινέ και Πούλια μου, αστέρι μου, φεγγάρι μου = λόγια αγάπης
    και πολλές πολλές άλλες…

 

Τα ονόματα των παντρεμένων γυναικών

Η γυναίκα μέχρι τα μέσα περίπου του 20 αι. δεν είχε ισότιμη θέση και σε νομικό και σε κοινωνικό επίπεδο με τον άντρα. Μέχρι να παντρευτεί ανήκε στον πατέρα της, ενώ μετά το γάμο ανήκε στον άντρα της. Γι’ αυτό και μετά το γάμο της δεν τη φώναζαν με το βαφτιστικό της όνομα, αλλά με το ανδρωνυμικό της, δηλ. το όνομα που προερχόταν από το όνομα του άντρα της.
Να μερικά βασιλιτσιώτικα ανδρωνυμικά
α) Σχηματίζονται με κατάληξη –αινα
Αντρίκαινα και Αντρικάκαινα, Βασίλαινα, Βγενύσαινα, Γιώργαινα, Δημήτραινα και Δημητρού, Θανάσαινα, Κώσταινα, Λεωνίδαινα, Μήτσιαινα, Μπόταινα και Παναγιώταινα, Τάσιαινα, Φώταινα, Χαραλάμπαινα, Χρήσταινα
β) Σχηματίζονται με κατάληξη –ου
Αντωνού, Γιαννού, Θοδωρού, Λιου, Νικολού
γ) Σπανιότερα με κατάληξη -ινιά ή -ίνα
Κωσταντινιά, Παντελίνα

Για να ξεχωρίζουν οι γιαγιάδες και των δυο σογιών καλούνταν με το ανδρωνυμικό από το επίθετο του άντρα τους π.χ. γιαγιά-Γαϊτάναινα, γιαγιά Χριστόπλαινα,  γιαγιά-Λυμπέραινα, γιαγιά Κατσούλαινα ή γιαγιά-Μαραντίνα

Επίσης οι γυναίκες-σύζυγοι αναφέρονταν από τους συγχωριανούς με το σύνθετο όνομα που προερχόταν από το επίθετο του συζύγου και το -νύφη π.χ. Κρανιόνυφη, Μαραντόνυφη, Μπιζόνυφη …
οι δε κόρες με το επίθετο και την κατάληξη – ίτσα π.χ. Γαϊτανίτσα, Μαραντίτσα, Μπιζίτσα, Γουλίτσα, … ή -οπούλα π.χ. Μπιζοπούλα.