Όλες οι λέξεις στο ‘Δ’

Δαιμονισμένος (μετχ. του ρ. δαιμονίζουμαι) = αλαφιασμένος, επιληπτικός

Δαιμονίζουμαι = με κυρίευσε ο δαίμονας, συγχίστηκα
(Είχα χρόνια να τόνε συναντήσω, μα σα τόνε έϊδα, δαιμονίστηκα)

Δαμάκι (επίρ.) (μεσν.δαμίν(=λίγο)+άκι) = λιγάκι
(Κι ήβρε το μερί ανοιχτό, δαμάκι το λαβώνει, δημ. τραγ.)

Δαμάλα (η) και (<αρχ.ελλ. δάμαλις, «δάμαλις τὸν μόσχον ἡ τεκοῦσα…Χαιρετισμοί Υπερ. Θεοτόκου») = η μικρή αγελάδα (Όμορφη δαμάλα έχεις Κωσταντή!) 

Δαμάλι (το) = το μεγάλο μοσχάρι, ο εύσωμος
(Πω πω, ολόκληρο δαμάλι έγινε τούτος δω!)

Δαμασκί (το) (<Δαμασκός) = το ξίφος
(…για να κρατώ το δαμασκί και το χρυσό ντουφέκι…, δημ. τραγ. Α. Γ.)

Δανεικαριά (η) (<δανεικός<δανείζω) = δανεική εργασία
(Στα παλαιότερα χρόνια η δανεικαριά ήταν μια συνήθεια πολύ διαδεδομένη στο Βασιλίτσι, όπως και στα γύρω χωριά…
Παράδειγμα δανεικαριάς έχουμε στην περίπτωση που κάποιος θέλει να κάμει γρήγορα μια δουλειά και, αντί να πληρώσει μεροκάματο σε εργάτη, συμφωνεί με συγχωριανό του να έρθει να δουλέψει μαζί του και αυτός αναλαμβάνει την υποχρέωση να του ανταποδώσει την ίδια ή άλλη εργασία, όποτε χρειασθεί. Αυτό γινόταν, κυρίως, στις περιόδους που οι αγροτικές δουλειές ήταν πολλές και έπρεπε να γίνουν μέσα σε ορισμένο χρόνο, προκειμένου να αποφευχθεί η ζημιά στην παραγωγή από την καθυστέρηση. Έτσι, επιτυγχάνονταν καλύτερα αποτελέσματα, γιατί είχαμε συνένωση δυνάμεων ή υλικών μέσων και αποφυγή οικονομικής επιβάρυνσης. Β. Γούλας)

Δάρτης (ο) (<δέρνω) (ελλν.κοιν.<αρχ.ελλ. δέρω, δείρω) = ξύλο που χτυπούσαν το γάλα για να βγει το βούτυρο

Δαρτό (το) = το χτυπητό (δαρτά αυγά)

Δασιά δασιά (επίρ.) = πυκνά πυκνά

Δαυλί (το) (<αρχ.ελλ. δαυλός) = το μισοκαμμένο ξύλο, ο μεθυσμένος
(…Κρατούν στο χέρι το δαυλί λαμπαδοφουντωμένο…, ποίημα Π. Γλ.,  Δαυλί είναι ο άνθρωπος!.)

Δαυλίζω = βάζω ξύλα, δαυλιά στη φωτιά

Δαυλίτης (ο) = ασθένεια του σιταριού

Δαυλομουτζουρώνω = μουτζουρώνω με το δαυλί
(…δέρνουνται, μαλώνουνε, δαυλομουτζουρώνουνται, παιδικό τραγουδάκι)

Δαύτος (αντων.) (<ήδε+αυτός) = αυτός
(…ούλα τα σπίτια έχουνε για δαύτηνε να πούνε…, ποίημα, Π. Γλ.)

Δείλι (το) (<αρχ.δείλη) = το απόγευμα

Δειλινάω ή λειδινάω = τρώγω κάτι ελαφρύ για βράδυ. Στο γ ενικό του αορίστου λειδίνισε = σουρούπωσε, καθυστέρησε
(Δεν ήρθε ακόμα ο χριστιανός, λειδίνισε πια!)

Δείξιος (ο) (<δείκνυμι)-(μ)ποίξιος (<ποιώ) = ο παλιάνθρωπος

Δεκριάνι (το) (<δικράνι<δικράνιον<αρχ.δίκρανον) = γεωργικό εργαλείο

Δεμάτι (το) (<δεμάτιον<δέμα) = δέσμη από στάχυα, ξύλα

Δεμπανά (δεν+πά(ς, νε)+να) = δεν πας ή δεν πάνε να, ας
(Δεμπανά λες εσύ, εγώ θα κάμω φτούνο που σού ειπα)

Δέμπλα (η) (αντιδ.) (<λατ.templum=το τέμνον<αρχ.ελλην.τέμνω) = μακρύ ραβδί για τη συγκομιδή καρπών (δέμπλες και κοντοράβδια.). Με τις δέμπλες χτυπούσαν τις ψηλές και ακριανές κλάρες του δέντρου για να πέσει ο καρπός

Δεντρούλι (το) (δενδρύλλιο) = μικρό δέντρο, τοπωνύμιο

Δερπάνι (το) (<αρχ.δρέπανον) = εργαλείο θερισμού

(Έχουν) Δέσει (<δένω<αρχ.δέω) = καρποφόρησαν
(Έχουνε δέσει τα λιόφτα, έκαμε καλό καιρό)

Δέση (η) (<αρχ.δέσις<δέω) = 1. το σημείο εκείνο του ποταμιού, όπου το νερό εκτρέπεται για το πότισμα στα περβόλια ή για το βαγένι του μύλου
(Άϊντε, κόψε τη δέση),
2. το δέσιμο με τα κρόσσια του τελειώματος σ΄ ένα υφαντό
3. το δέσιμο του καρπού
(Πάνου στη δέση έριξε λάσπη, πάει μας κατάστρεψε)

Δεσίδι (το) = χορτάρι δεσίματος

Δέσιμο αφαλού = στα παλιά χρόνια, όταν πονούσε η κοιλιά, κάποιες μεγάλες γυναίκες έβαζαν το δάχτυλό τους κάθετα στον αφαλό και τον έδεναν (μεταξύ αυτών και η γιαγιά μου)

Δ(τ)εφτέρι (το) (αντιδάνειο) (<τουρκ.defter<αρχ.ελλ.διφθέρα) = το σημειωματάριο, τετράδιο με σημειώσεις

Δημοσιά (η) = ο δημόσιος κεντρικός δρόμος, η άσφαλτος
(Βγήκαμε με το γαϊδούρι στη δημοσιά)

Διαβολεμένος (επίθ.) = παμπόνηρος, πανέξυπνος

Διάβουτσος (ο) = ο Σατανάς, ο Διάβολος

Διάκα (<διήκα) = πήγα
(Διάκα μια πιλάλα μέχρι το (γ)κήπο και έκοψα ΄να μαρούλι)

Διακονεύω = ζητιανεύω
(Των αρχόντων τα παιδιά με τέχνη διακονεύουν, παροιμία)

Διακονιά (η) (<αρχ.ελλ.διακονία) = η ζητιανιά

Διακονιάρης (ο), -αίοι (οι) = ο ζητιάνος, αλλά και γενικά ο φτωχός άνθρωπος
(…Μα τις περσσότερες φορές σε χούφτα διακονιάρη
έχωνα τη πεντάρα μου λίγο ψωμί να πάρει…, ποίημα, Π. Γλ.)

Διάλεμα (το) (<διάλεγμα<διαλέγω) = η διαλογή
(Θα κάμω διάλεμα στις ελιές, στη σταφίδα)

Διάσελο (το) (<δια+σέλα) = το ξάγναντο. Είναι και τοπωνύμιο στη Σέλιτσα, το σημείο, όπου ενώνονται δυο κορυφογραμμές  βόρεια και νότια, με ανοικτή θέα δυτικά

Διάτα (η) = η διαταγή
(… αφήνω διάτα στα παιδιά και σένα Λεβενιώτη, δημ. τραγ. Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας)

Διάτανος (ο) (<διάβολος+σατανάς με συμφυρμό) = ο διάβολος

Διάφορο (το) (<δια+φέρω) = το κέρδος. Στο ξεκίνημα της συγκομιδής εύχονται «καλό διάφορο ή καλές διαφορές»
(Εσύ πουλάκι μου ν΄απέχεις, γιατί διάφορο δεν έχεις…, δημ. τραγ.)

Διάχνω = κάνω, φτιάχνω
(Θα διάξει και θα ράνει)

Διβολίζω (<δύο+βολίζω<βολά+ίζω) = οργώνω δεύτερη φορά το χωράφι

Διβόλισμα (το) (<διβολίζω) = το όργωμα του χωραφιού δεύτερη φορά

Δίγγονο (το) (επίθ.) = το δισέγγονο

Δικεόρος (ο) = ο δικηγόρος

Δικεύω  (;<δικός) = χορταίνω, φτάνω
(Δε με δικεύει το φαϊ)

Δικολάβος (ο) (<δίκη+λαβ(<λαμβάνω) = κατώτερος δικηγόρος σε μικρά δικαστήρια
(Πέθανε ο Παμεινώντας ο Κοκκώνης, ο δικολάβος κείνος της Κορώνης, ποίημα, Π. Γλ.)

Δίκορκο (το) = το αυγό με δύο κρόκους

Δίμιτο (το) = πυκνοϋφασμένο βαμβακερό ύφασμα

Διμούτσουνος (επίθ.) = ο με δύο μουτσούνες, ο διπλοπρόσωπος

Διοσχωρέστον = ο Θεός(Δίας) να τον συγχωρήσει
(… Ακουμπάγαμε τα κυλιστάρια στον τοίχο και μπαίναμε στη σειρά για τα κόλλυβα. Διός σχωρέστον ο ένας, Διός σχωρέστον ο άλλος, κι ανοίγαμε τις χούφτες μας …, Β. Μάραντος, «Ζάγκα»)

Δίπλα (η) = πτυχή, γλυκό. Οι δίπλες ήταν και είναι το κατεξοχήν παραδοσιακό γλυκό του χωριού μας, το οποίο προσφερόταν στη γέννα, βάπτιση, γενέθλια, ονομαστικές εορτές, πανηγύρια, αλλά κυρίως στους αρραβώνες και στους γάμους. Συμβόλιζε την ευτυχία, την ευημερία και την αύξηση της οικογένειας με τη γέννηση νέων μελών.
«Να διπλιάσουν τα παιδιά!»

Διπλάρι (το) = είδος λεπτού βαμβακερού υφαντού, που υφαίνεται με διπλό στημόνι

Διπλάρια ή διπλάρικα (τα) = τα δίδυμα

Διπλαρώνω = 1. πλησιάζω κάποιον με συγκεκριμένο σκοπό
(Πού, θα μου πάει, κάπου θα τόνε διπλαρώσω και θα τόνε αναγκάσω να μου τα ξεράσει ούλα!),
2. τον έχω από κοντά (Τον έχω διπλαρώσει για να γνωρίζω τις δουλειές του)

Διπλολιθιά (η) = διπλή ξερολιθιά

Δίταβλος (επίθ.)  σοφράς = σοφράς φτιαγμένος με δύο τάβλες

Δίφορα (τα) = 1. δέντρα που κάνουν δυο φορές το χρόνο καρπό, 2. τα κλήματα που έκαναν αραιά και αδύνατα σταφύλια

Δόγα (η) (<ιταλ.doga=σανίδα)  =  το πολύ φαγητό
(Την έκανα δόγα, ταράτσα. Ίσως από το πολύ φαϊ έπεφταν σανίδα για ύπνο)

Δόλιος, -α, -ο (<αρχ.δόλιος) = δυστυχής (όχι με τη σημασία του ύπουλος)
(…πούφυγες από παιδούλα με τη δόλια τη μανούλα…, ποίημα, Π. Γλ.)

Δοντάγρα (η) (δόντι<οδούς+άγρα=κυνήγι) = τανάλια δοντιών

Δοξαπατρί (επίρ.) = κατακούτελα. Από τον πολεμιστή του 13ου αιώνα Δοξαπατρή
(Τόνε πήρε στο δοξαπατρί και τον΄ απόκαμε)

Δούγα (η) (<ιταλ.doga) = κυρτή σανίδα βαρελιού

Δραγάτης (ο) (<ελλν.κοιν. δραγατεύω, δραγάτσα = η υπερυψωμένη σκοπιά σε δέντρο ή σε βράχο για να αγναντεύει από μακριά τους κλέφτες) = ο αγροφύλακας

Δραμή (η) = η δραχμή

Δράμι (το) = μονάδα βάρους, μία οκά = 1400 δράμια

Δρίμες (οι) (<ελλν.κοιν.δρίμαι<αρχ.ελλ.δριμύς=ψύχος) = οι πρώτες έξι μέρες του Αυγούστου, κατ΄ άλλους οι πρώτες δώδεκα, αλλιώς ημερομήνια, που προβλέπουν τον καιρό όλου του χρόνου, για τη λαϊκή δοξασία μέρες περίεργες, με πολλές προλήψεις
(Τ΄ Αυγούστου οι δρίμες στα πανιά και του Μαρτιού στα ξύλα, παροιμία)

Δρούγα (η) = 1. το ξύλο στο οποίο τυλιγόταν το νήμα από τη ρόκα,
2. ο πλάστης

Δρολάπι (το) (<μσν.υδρολαίλαψ) = καταιγίδα με χιονόνερο και δυνατό αέρα, ανεμοβρόχι
(Στο ξαφνικό σιφουνικό και στο σφοδρό δρολάπι…,ποίημα, Π. Γλ.)

Δρεμονίζω ή δριμονίζω (ίσως<δρυμάσσω=κόβω) = καθαρίζω τη σταφίδα από τα κορτσαλάκια με τη δριμονιστική μηχανή

Δρε(ι)μόνισμα (το) = το ξεκορτσάλισμα της σταφίδας

Δρ(ο)ωτσίλα (η) (<αρχ.ελλ.ιδρώα) = ελαφρύ δερματικό εξάνθημα λόγω ζέστης

Δυονώνε (αριθμ.) (γεν. πληθ.) = δύο

Δυναμάρι (το) (<δύναμαι) = το στήριγμα

Δύνουμαι (<δύναμαι) = μπορώ
(Μέχρι εκεί δύνουμαι)

Δυχατέρα (<αρχ. ελλ.θυγάτηρ) = κόρη. Η προσφώνηση της κόρης ως δυχατέρα ισχύει και σήμερα από τους γεροντότερους
(Καλημέρα, δυχατέρα!)

 

 

Αναζήτηση αλφαβητικά

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ

Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω