Όλες οι λέξεις στο ‘Κ’

Καβάδι (το) = 1. το εξωτερικό ράσο του παπά,
2. το μακρύ φαρδύ και άκομψο ρούχο.
(Τι καβάδι είναι φτούνο που φορείς;)
Το καβάδι είναι ανατολίτικης προέλευσης και καθιερώθηκε στον Ελλαδικό χώρο στα Βυζαντινά χρόνια. Η ονομασία του προέρχεται από την πόλη Κάβαδα της Καρμανίας

Καβάθρα (η) (<βάθρον) = κοίλος χώρος στο λιτρουβιό που έμπαινε το χαμούρι από τις ελιές για να γεμίσουν οι τσαντίλες

Καβατζάρω (<ιταλ.cavazare) = παρακάμπτω, ξεπερνώ δυσκολίες

Κάγκανα (τα) (ομηρική λέξη) =τα  ξερόχορτα

Καδίνα (η) (<κάδος) = πήλινο μεγάλο βαθύ πιάτο, που το έβαζαν στο σοφρά (χαμηλό τραπέζι) και έτρωγε από αυτό όλη η οικογένεια

Καδι(η)νέλλα (η) ή καντινέλλα (<ιταλ.catenella) = ξύλινο λεπτό δοκάρι σκεπής

Καζάντι (το) (<καζαντίζω) = προκοπή, κέρδος, δημιουργία περιουσίας
(Είδαμε τα καζάντια του) 

Καζαντίζω (<τούρκ.kazandim) = κερδίζω, αποκτώ πλούτη
(Έφυγε από το χωριό και πήγε στα ξένα για να καζαντίσει) 

Καζίκι (το) (<τούρκ.kazik) = ζημιά, φιάσκο
(Έπαθε μεγάλο καζίκι, του πουλήσανε ΄να γαϊδούρι για πουλάρι και κείνο είναι άγριο, δε καπιστρώνεται)

Κάζο (το) (<ιταλ.cazo<λατ.cazus) = πάθημα ξαφνικό, χουνέρι

Καζούρα (η) (<ιταλ.cazo) = ομαδική κοροϊδία, η γελοιοποίηση εις βάρος κάποιου, χουνέρι (Έπαθα μια καζούρα, που ήταν ούλη δική μου!!!)

Κάης (ο) (<Κάιν) = αυτός που αντιμετωπίζει πολλά βάσανα στη ζωή
(Πέρασε του Κάη τα βάσανα) 

Καθεράου = καθαρίζω, βγάζω τις φλούδες από τις πατάτες, από τα κουκιά κτλ.
(Καθεράου πατάτες, κρεμμύδια, -Τι γελάς, σου καθεράν΄ αυγά;)

Καθερίδια (τα) = οι φλούδες (από πατάτες, από αυγά, από το κόσκινο κ.λ.π.)

Καθήκι-καθοίκι (το) (<αρχ. ελλ. κάθημαι) = 1. ουροδοχείο νύχτας
(Έχε το καθήκι κάτου απ΄το ντιβάνι, για ώρα ανάγκης),
2. μεταφ. ο τιποτένιος, ο απαξιωμένος άνθρωπος
(Είναι μεγάλο καθήκι)

Καθίγκλα (η) (βεν.cadegla) = η καρέκλα

Καϊανάς (ο) (<τουρκ.kaygiana) = φαγητό παραδοσιακό με τυρί τηγανητό, παστό, σάλτσα ντομάτας και αυγά χτυπημένα, όλα στο τηγάνι, πεντανόστιμο καλοκαιρινό φαγητό. Βλέπε συνταγές της Κατίνας

Καΐλα (η) (<καίω+ίλα) = καούρα, στεναχώρια, καύσωνας, λαχτάρα, αδιαφορία
(σκορδοκαΐλα μου, σκασίλα μου, είχα μια καΐλα, ειρων)

Κακάβι (το) (μσν. κακάβιν<κακκάβιον, ιταλ.cacavo< υποκορ. του αρχ. ελλ. κακκάβη<σημιτικής προέλευσης) = καζάνι, λεβέτι.
Ήταν χάλκινο και αποτελούσε μέρος της προίκας της νύφης μαζί με τα άλλα χαλκώματα. Το χρησιμοποιούσαν για να μαγειρέψουν μεγάλες ποσότητες φαγητού, συνήθως σε γάμους, επίσης στην παρασκευή σαπουνιού, στο «λιώσιμο» του παστού, ακόμα και για το ζέσταμα του νερού στο πλύσιμο των ρούχων
(…Δεξιά κι αριστερά κακάβια που ζέσταιναν το νερό οι μανάδες μας για την κοπανίτσα…., Β. Μάραντος, «Ζάγκα»)

Κακαβολίθι (το) (<κακάβι+λίθος) = το σημείο που άναβαν φωτιά, στο οποίο τοποθετούσαν τρεις μεγάλες πέτρες ή έχτιζαν ένα μικρό τοιχάκι από τις τρεις πλευρές και επάνω στερέωναν το αγγειό για μαγείρεμα

Κακάδι ή κάκαδο (η) (<ίσως από ρ. καίω(με αναδίπλωση του κα)+άδι ή έχει λατινική προέλευση) = το ξερό αίμα σε μια πληγή
(Δεν ήταν ένα κομμάτι, όπως ας πούμε σπυρί που σπάει το κακάδι…, διήγημα, Ελένη Γούλα)

Κακαλόια (η) (<κακά+λόγια) = παλιοκουβέντα
(Δε θα μας αγαπούσε η Παναΐτσα, άμα λέαμε κακαλόιες)

Κακαράντζες (οι) (<αρουμανιβή kakarezdou<λατ. cacare, ελλ. κακκάω=κάνω κακά) = οι ακαθαρσίες των γιδιών, μεταφορικά τα μικρά σαν μπαλίτσες δυσκοίλια κόπρανα

Κακαρώνω (< καρώνω<αρχ. ελλ. καρώ<κάρος=νάρκη) = πεθαίνω
(Τα κακάρωσε η θειά)

Κάκια (η) = η εχθρότητα
(Οι δυο συνυφάδες έχουνε μεγάλη κάκια συναμεταξύ τους)

Κακοζάγκανος (επίθ) (<κακός+ζακόνι) = άσχημος,  ιδιότροπος
(Δε τόνε θέλω, μάνα, σου λέου, ένας κακοζάκανος και κακομάτζαλος έναι)

Κακοζώητος (επίθ.) = ο ταλαιπωρημένος, ο βασανισμένος στη ζωή του
(Οι γυναίκες στα χωριά ήτανε κακοζώητες)

Κακομάντζαλος (επίθ.) (<κακός+μάτζαλα) = ασουλούπωτος

Κακοντέλης, -α, -ικο (επίθ.) (<κακό+τέλος) = ο κακομοίρης
(Αχ, κακοντέλα μου , τι σού ΄μελλε να πάθεις!)

Κακοφάγανος (επίθ.) = ο δύσκολος στο φαγητό

Κακίστρω (η) = η κάκιστη, η πολύ κακιά
(Έναι μια κακίστρω φτούνη!)

Κακό σπυρί = καρκίνος

Καλά (τα) ρούχα = τα γιορτινά ρούχα
(Φόρα το καλό σου το φουστάνι, να φυλάξεις αυτά τα ρούχα για καλά σου)

Καλάϊ (το) (<τούρκ.kalay) = μείγμα συγκόλλησης ορείχαλκου, με το οποίο γάνωναν τα χαλκωματένια σκεύη

Καλαμάρι (το) (<μεσν<αρχ. καλαμάριον) = ο κοντυλοφόρος, πολύ καλά, με ακρίβεια
(…χαρτί και καλαμάρι…κάλαντα, τα είπε χαρτί και καλαμάρι)

 Καλάμι (το) = η φλογέρα (ήταν φτιαγμένη από καλά γινωμένο μακρύκομπο καλάμι)

Καλαμιές (οι) = οι ξεροί βλαστοί των δημητριακών, τροφή των ζώων, ιδίως των γαϊδουριών. Τις καλαμιές τις έσπαγαν σε μικρότερα κομμάτια και γέμιζαν μεγάλες λινάτσες ως στρώματα για να κοιμούνται

Καλαμοδόντα (η) = φανταστική γυναίκα προς εκφοβισμό των παιδιών

Καλαμοπόδαρη (η) = η γυναίκα που έχει αδύνατα σαν καλάμια πόδια

Καλαμοβύζα (η) = γίδα με μεγάλα και μακριά μαστάρια, δυσκολοβύζαχτη

Καλαμποκάνι (το) (καλάμι+κανί) = 1. μικρό καλάμι, μασούρι που τύλιγαν το υφάδι, το νήμα του αργαλειού, 2. καλαμένιο φυσερό για τη φωτιά

Καλαμωτή (η) = εσωτερικό χώρισμα σπιτιού, αποτελούμενο από κάθετες καντινέλες, στις οποίες καρφώνονταν οριζόντια καλάμια και έπειτα σοβαντίζονταν. Σχεδόν σε όλα τα σπίτια του χωριού οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν καλαμωτές

Καλαπόδι (το) (υποκορ.καλαπόδιον<καλάπους<κάλον+πους) = καλούπι για την κατακευή παπουτσιών

Καλατζής (ο) (<τούρκ.kalayci) = ο γανωματής
(Ούλα τα παλιά γανώνω, ο καλατζηηηής!)

Καλατζούκι (το) = πρόχειρο σπιτάκι γουρουνιού
(Έφκιασα ΄να καλατζουκάκι για το γουρούνι)

Καλέσματα (τα) = τα προσκλητήρια γάμου. Τα καλέσματα της παλιάς εποχής αποτελούνταν από ένα μικρό ζελατινένιο φιογκάκι, το οποίο περιείχε γαρύφαλλα και άλλα μπαχαρικά

Καλημέρα (η) = χειροποίητη κορνίζα με ζωγραφισμένο καθρέφτη. Συνήθης ζωγραφιά σ΄ ένα καθρέφτη δυο χέρια να χαιρετιούνται, γύρω-γύρω λουλούδια και στη μέση η λέξη «Καλημέρα»

Καλή ταχινή (φράση) (<ταχιά=αύριο) = καλή αυριανή

Καληώρα = ευχή σε προσφώνηση ή σε αποχαιρετισμό
(Καληώρα παιδάκι μου!)

Καλιακούδα (η) (<αρχ.ελλ κάλοιακας<κάλοιος) = μαύρο πουλί, δύστυχη γυναίκα
(…Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σα καλιακούδα…, δημ.)

Καλ(λ)ιγοσφύρια (τα) = τα σύνεργα του πεταλωτή

Καλ(λ)ιγώνω (μεσν. <λατ. calliga) = πεταλώνω το άλογο ή το γαϊδούρι, δηλ. βάζω πέταλα στις οπλές τους, μεταφορικά η φράση καλ(λ)ιγώνει τον ψύλλο σημαίνει είναι πανέξυπνος

Καλ(λ)ίγωμα (το) = το πετάλωμα

 Καλιά. Γράφεται και με ει κατά Μπαμπινιώτη. Λέγεται στη φράση πάει καλιά του = πέθανε και προέρχεται από την ευρύτερη φράση καμε τη δουλειά σου (κατά Μπαμπινιώτη, Ανδριώτη, Λάζαρη, Κοντομίχη )

Καλικατζόνια (τα) = οι καλικάντζαροι. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για την ετυμολογία τους. Αναγράφονται οι επικρατέστερες: καλός+κάνθαρος=σκαθάρι (κατά Κοραή, Κουκουλέ, Μπούντουρα, Boll). Κατά Γ. Μπαμπινιώτη από το καρκάντζι=καμένο λόγω φωτιάς) καλίκι+άντζα
(Θα ΄ρθουν τα ποκορωμένα τη παραμονή του Χριστού, θα κατουρήσουνε τα ξύλα, θ΄ ανακατώσουνε τα πράματα και θα φύγουνε του Φωτώνε)

Καλικατζούρες (οι) (<που μοιάζει με καλικάντζαρο) = μουτζουριές, μουτζαλιές στο τετράδιο, γράμματα μεγάλα και άσχημα (Κάτι καλικατζούρες γράφει)

Καλικούτσια (η) (<αλβ.καλιαγκότσα) = κουβαλάω κάποιον πάνω στους ώμους μου
(Θυμάμαι το πατερούλη μου, που με ΄παιρνε καλικούτσια και με πάαινε μεχρι το περβόλι να ποτίσουμε)

Καλλιάζω = ταιριάζω, συνδυάζω, τυχαίνω
(Με κάλλιασε αυτή η παλιοαρρώστια)

Καλντερίμι (το), αντιδάνειο, (<τούρκ.kaldirim<αρχ.καλλιδρόμιον = δρόμος καλυμμένος με ακανόνιστες πέτρες

Καλό να ΄χεις = ευχή ως αντιφώνηση
(-Βασίλω, -Ορίστε, -Καλό να ΄χεις!)

Καλόερος (ο) (<καλόγερος) = σπυρί

Καλούδια (τα) (<καλός+ούδι) = φιλέματα για την οικογένεια, συνήθως σε παιδιά και ηλικιωμένους ανθρώπους (μύγδαλα, χειροποίητα γλυκά, (δίπλες, κουραμπιέδες), φρούτα, (ροδιές, κυδώνια, σύκα, σταφύλια), αγοραστά πασμαγούδια (καραμέλες, παστέλια, λουκούμια, στραγάλια)
(…Και μας αποχαιρέτησες από το βίο, …το μάταιο και σκιώδη…,
 που ούλα τα καλούδια του πλαστα ΄ναι και ονειρώδη…, ποίημα, Π. Γλ,
…Πω – πω! Τι σάκος είν΄αυτός της σημερνής ημέρας!…Σαν τι καλούδια μέσα του να κρύβει ο ευλογημένος!, ποίημα, Π. Γλ.)

 Καλούλια (υποκορ. του καλά) = καλά. Συνηθισμένη η χρήση των υποκοριστικών στα επίθετα και στα επιρρήματα

Καλούπι (το), αντιδάνειο, (<τούρκ.kalip<ελλν.κοιν.καλόπους<κάλον+πους) = μήτρα, κοψιά, σουλούπι, παρουσιαστικό ανθρώπου (Σου πήρε στο καλούπι ο γιος σου)

Καλυβίζω = δίνω στέγη, φιλοξενώ
(Μωρ΄ γειτόνισσες το μάθατε; Γύρισε ο Λεγώνης από τα ξένα και η Λεγώναινα δε τόνε καλύβισε, τόνε κυνήϊσε. Τώρα μας θυμήθηκες, του είπε, μετά από 10 χρόνια;) (Οι Βασιλιτσιώτες φημίζονταν για τη φιλοξενία τους. Κάθε περαστικός που χτύπαγε τη πόρτα τους τόνε φιλεύανε και αν χρειαζότανε τόνε καλυβίζανε κιόλα. Ανοίγανε το σπίτι τους και τόνε κονεύανε για όσο έπρεπε. Έτσι καλοδεχτήκανε και τους πρόσφυγες του 1923 μέχρι να βρούνε τόπο για μόνιμη εγκατάσταση)

Κάμα (η) (<τουρκ.cama) = δίκοπο, φονικό μαχαίρι

Καμάρα (η)= ημιανοικτός βοηθητικός χώρος, κάτω από ταράτσα και μπροστά από το κατώϊ, ο οποίος χρησιμοποιόταν παλιότερα ως σταύλος και όταν με τα χρόνια απομακρύνθηκαν τα ζώα από τα σπίτια ως αποθήκη για τα γεωργικά σύνεργα ή τα ξύλα

Κάμερα (η) (μσν,αντιδάνειο<λατ.κάμαρα<αρχ.καμάρα) = δωμάτιο, υπνοδωμάτιο
(Το σπίτι μας έχει τρεις κάμερες)

Καματερό (το) (<αρχ καματηρός<κάματος) = το ζώο, συνήθως το βόδι που τραβούσε το αλέτρι, για να οργώσει το χωράφι, το εργατικό

Καμιζόλα (η) (<βεν.camizola) = φαρδύ πουκάμισο, πολύ φαρδύ ρούχο

Καμινιαραίοι (οι) (<μεσν.καμίνιν(ον), υποκ.<αρχ.ελλ. κάμινος) = όσοι είχαν ή δούλευαν σε καμίνια
(…παιδεμένοι μου, φτωχοί καμινιαραίοι…, ποίημα, Π. Γλ.)

Καμούφι (το) = το βολάν, ο φραμπαλάς, η φάσα στο τέλος του ρούχου με σούρα ή πιέτες

Καμπανίζω (<καμπάνα) = πάω πέρα δώθε, όπως η καμπάνα
(Τι καμπανίζεις πέρα δώθε, κουνιέται το μυαλό μου, κάτσε χάμου)

Καμπόσος (αντων) (<κάν+πόσος) = σπουδαίος
(Παριστάνει το καμπόσο)

Κάμποτο (το) (<αγγλ.cabot) = ευτελές ύφασμα, με το οποίο έφτιαχναν ρούχα οι χωρικοί

Καμώματα (τα) = ψεύτικη, επιτηδευμένη συμπεριφορά
(Τι καμώματα είναι τούτα, με το ζόρι παντρειά…, παιδ. τραγ., Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει, παροιμία)

Καμώνουμαι (<μσν.καμώνω<αόρ έκαμον) = προσποιούμαι

Κανακεύω (<μσν. κανάκι+εύω<αρχ. ελλ. καναχή) = χαϊδολογάω, μεγαλώνω παιδιά χωρίς να τους χαλάω χατήρι, περιποιούμαι, καλοπιάνω

Καναπίτσα (η) (αλβαν.) = η λυγαριά

Κανάς (αντων) = κανένας
(…πρόθυμα σα της κάναμε κανά θεληματάκι…, ποίημα Π. Γλ.)                      

Κάνε (άκλ. ως διαζευκτικός σύνδεσμος) = μήνα, είτε
(…Κάνε ο ήλιος σε μάρανε, κάνε η απόσκια  Διαμαντούλα μου…, Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας»)

Κάνε ρόκα (φράση) = μην ασχολείσαι, κοίτα τη δουλειά σου
(Κάνε τη ρόκα σου)

Κανέμου (επίρ) (αραβ.) = τότε, λοιπόν
(Αφού δεν σου αρέσει, τι να κάνουμε κανέμου;)

Κανιά (τα) (<μσν κάννιον,υποκ<κάννα<καλάμι) = μακριά αδύνατα πόδια

Κανίστρα (η) (<κάναστρον<κάνεον=καλάμι) = μεγάλο κοφίνι χωρίς χέρια, κοντό και φαρδύ, το οποίο το έστρωναν με ωραίο κοφτό ασπρόρουχο και έβαζαν τις δίπλες ή τις χάρες στους γάμους ή τα κόλλυβα

Κανίστρι (το) = μικρότερο κοφίνι και αυτό χωρίς χέρια

Κανονίζω (<κανόνας<αρχ. κανών) = τακτοποιώ
Θα σε κανονίσω (έκφραση, ως απειλή) = θα σε τιμωρήσω με ύπουλο τρόπο, θα σε εκδικηθώ

Κάνουλα (η) (αντιδ.)(μεσν.<λατ.cannula<αρχ.κάννα) = η βρυσούλα στο βαρέλι
(…ετότες πια απ΄τον κάνουλα θα τρέξει το κρασάκι…, ποίημα, Π. Γλ.)

Κανταράκι (το) (<ιταλ.cantarο <τουρκ.kantar) = το στατεράκι, ζυγαριά για μικρά πράγματα, ζυγαριά χειρός

Καντάρι (το) = ζυγαριά ίση με 44 οκάδες
(Δέκα καντάρια σίδερο πόσα βελόνια βγάνει;)

Κάντιο (το) (<αραβ.kand) = 1. είδος ζάχαρης,
2. το εκχύλισμα από σκορπιδόχορτο και έσοβα. Το έπιναν ή έκαναν επαλείψεις

Καντούνι (το) (< ιταλ.cantone) = συνοικία, γειτονιά

Κάνω χωριό = ταιριάζω με κάποιον, κάνω φιλία, κάνω οικογένεια (μτφ)

Καπακλί (το) (<τούρκ. kapakl=κάλυμμα) = πήλινο μικρό σκεπαστό αγγείο, που μετέφεραν το φαγητό τους οι αγρότες
(- Πού να βάλω το καπακλί; – Κρέμαστο στο λιόφτο)

Καπαμάς (ο) (<τούρκ.kapama) = τσιγαριστό φαγητό, κρέας με πατάτες

Καπάρο (το) (αντιδάνειο) (<ιταλ.caparre<λατ.caput+arra/arrha<arrhabo<αρχ. ελλ. αρραβών) = προκαταβολή για αγορά

Καπαριάζω ή καπαρώνω = συμφωνώ στην αγορά κινητού ή ακινήτου, δίνοντας κάπαρο
(Μη σε αρρεβωνιάσανε, μη και σε καπαριάσανε,
δε με αρρεβωνιάσανε, μηδέ με καπαριάσανε,
δε παντρεύουμε εδώ, δε μ΄αρέσει το χωριό, δημ. τραγ.)

Καπασόνι (το) (<τούρκ.καπάκι+ιταλ.κασόνι) = τσίγκινο μικρό βάζο με καπάκι, για να μεταφέρουν οι αγρότες το φαγητό τους

Καπάτσα (η) (<ιταλ capace) = η άξια γυναίκα

Καπάρο (το) (<ιταλ.caparra) = η εγγύηση

Καπές (ο) (<ιταλ.capace) = ο ικανός, o άξιος
(Ήτανε καπές, τα κατάφερε)

Καπερώνα (<ιταλ.cappa) = η χοντρή κάπα του βοσκού
(…διπλώνονταν με τις χοντρές καπερώνες τους και πλάγιαζαν παστάδα καταής, «Ανεβοκατεβάτες», Ν. Πασαγιώτης)

Καπινιά (η) = η καπνιά, Καπινός = καπνός

(Του) Καπίνισε (αόρ.<καπινίζω<καπνίζω) = έτσι αποφάσισε, χωρίς αιτιολόγηση
(Έτσι του καπίνισε κι έφυγε από το σπίτι)

 Καπιστράνα (η) = δερμάτινη κατασκευή που τη φορούσαν στο κεφάλι του ζώου για να το ελέγχουν με το καπίστρι

Καπίστρι (το) (<μσν καπίστριον <κάπιστρον<ιταλ.capistrum) = χαλινάρι ζώων
(Πεδούκλωστο το γαϊδούρι με το καπίστρι, για να μη φάει το λιόφτο), μετφ. η φράση «το ντραβάει απ΄το καπίστρι» = τον εξουσιάζει

Καπλατίζω (< τούρκ. Κaplama) = επενδύω το πάπλωμα με καπλάτι (σεντόνι)

Καπόνι (το) (< μσν.καπόνιν<κάπων<βεν capon) = ευνουχισμένος κόκκορας

Καπότακάπα (η) = χοντρό παλτό από τραγόμαλλο, το φορούσαν κυρίως οι τσοπάνηδες στα βουνά τις κρύες μέρες

Καπουλάρος (ο) (<ιταλ.capo) = αφεντικό αυταρχικό
(Σωπάστε, φάνηκε ο καπουλάρος)

Καπούλια (τα) = τα πισινά του γαϊδάρου, του αλόγου, τα προτεταμένα αντιαισθητικά οπίσθια γυναικών
(Το γαϊδούρι μας φορτωμένο με μισό σακί αλεύρι στο ένα πλευρό, η μάνα μου στο άλλο, εγώ πίσω στα καπούλια, οι γίδες δεμένες στα πισινά  κολιτσάκια και στα μπροστινά τα σακούλια με τα πράματα, κινήσαμε πρωί πρωί για τη Γερακάδα)

Καπρί και καπρόδοντο (το) (<κάπρος+δόντι) = το στραβό και προς τα έξω δόντι

Καρακαηδόνα (η) (<καρακάξα+αηδόνι) = η πολυλογού και επιπόλαιη γυναίκα

Κάρακλο (το) (<βυζαν καρκάλιον<λατ.caracalla) = κρανίο, κεφάλι

Καραμάνικη (η) = προβατίνα από την Καραμανία, που κατεβάζει πολύ γάλα

Καραμούτζα (η) (<ιταλ.cornamuza) = πνευστό όργανο από καλαμιά

Καραμπάτσα (η) (ιταλ.carpacco) = η άσπρη γίδα ή το πρόβατο με μαύρα σημάδια

Καραμπουζουκλής (ο) (<τουρκ.kara+biyik) = ο γλεντζές, ο λεβέντης

Καράφλα (η) (<φαλάκρα<φαλός(<φάω=λάμπω)+άκρος) = η φαλάκρα

Καραφλός (επίθ.) = ο φαλακρός

Κάργα (επίρ) (<βεν.carga) = πολύ γεμάτο, τίγκα, φίσκα, ξέχειλο

Καργάρω = 1. γεμίζω ως επάνω   (Καργάρισε τα σακιά),
2. σφίγγω   (Καργάρισε τα σκοινιά στις τέντες, έβαλε αέρα)

Κάργας (ο) = ο βαρύς, o ψευτοπαλικαράς

Καρδαμωμένος (επίθ) = γερός, δυνατός

Καρδαμώνω (< κάρδαμο +ώνω) = συνέρχομαι, δυναμώνω, αναρρώνω

Καρελιάστρα (η) (<καρέλι< καρούλι< λατ. carrulus) = η κουβαρίστρα

Καριόλα (η) (<μσν.καριόλα<ιταλ.carriola) = 1. ξύλινο κρεβάτι
(Κοιμάμαι στη καριόλα μέσα στη σάλα),
2. γυναίκα πονηρή, γυναίκα άπιστη
(Τελικά είναι μεγάλη καριόλα η γυναίκα)

Καρκαλέτσης (ο) (καρκαλιέμαι<;λατ.καρκάλι=λειρί κόκκορα) = ο κοκκύτης

Κάρκαλο (το) (λατ.caracalla=κεφάλι) = κακάδι, κρούστα πληγής

Καρμπούσι (το) (<αρχ. κράμβη) = το κεντρικό στέλεχος του κρεμμυδιού
(Τα κρεμμύδια φέτο χαλάσανε, ούλα καρμπούσι βγάλανε)

Καρναβίτσα (η) σλάβ. ή τούρκ.karanabit)= η μυρμηκιά

Καρντάσης (ο) (<τουρκ.kardas) = o αδελφικός φίλος

Καρούμπαλο (το) (ή από <ελλν. κορύμβηλος(κότσος, κρώβυλος) <αρχ.κόρυμβος= κορυφή, άκρο ή από το αραβ. caroube=το χαρούπι<ελλ. κέρας) = εξόγκωμα στο σώμα από χτύπημα

Καρούλα (η) = η φουσκάλα του σώματος με υγρό, συνήθως στα χέρια από χειρωνακτικές εργασίες
(Έβγαλα καρούλες από το τσαπόνι) ή από τις ξυλιές (τιμωρία)

Καρπερός, -ή, -ό (επίθ) = αυτός που παράγει καρπούς (καρπερό χωράφι), αυτός που συλλαμβάνει αμέσως (καρπερή γυναίκα, καρπερό ζευγάρι)

Καρπίζω = ταϊζω με καρπό τις γίδες
(Κάρπισε τα ζωντανά με λίγια βρώμη, μια χουφτίτσα βάλ΄του καθενού)

Καρσί (επίρ) (<τουρκ.karsi) = ευθεία, απέναντι
(Τόνε πήρε καρσί στο κούτελο, Καρσιλαμάς χορός, προβάλλουνε καρσί σου, Π.Γλ.)

Καρσιμάδεψε (<καρσί+σημαδεύω) = σημάδεψε
(Καρσιμάδεψε, μη χρίζεσαι, καρσιμάδεφτο το χουλιάρι στο στόμα)

Καρτεριέμαι = ανυπομονώ
(Δε καρτιεριέται από τη λίμα που΄χει)

Καρύδι (το) = το μήλο του Αδάμ
(Κάτσε ήσυχα, θα σου κόψω το καρύδι)

Καρυδώνω (<ελλ.κάρυον) = πνίγω με σφίξιμο του λαιμού
(Θα σε καρυδώσω τρελόπαιδο!)

Καρύτζαφλας (ο) ή καρούντζος (<αρχ κάρυον) = λάρυγγας, καρύδι, λαιμός
(Μη βγάλεις άχνα, θα σου κόψω το καρύτζαφλα)

Κάρφωμα (το) (των προικιών) = το κρέμασμα, η επίδειξη της προίκας δύο μέρες πριν το γάμο με γλέντι

 Καρφωμένος (επίθ) = τσιγκούνης

Καρφόπιασε (αόρ. του ρ. καρφοπιάνω) = στραβόπιασε το πέταλο στην οπλή του αλόγου και το πλήγωσε

Κάσα (η) (<ιταλ.cassa) = 1. το φέρετρο
(Χτυπάει η καμπάνα χλιβερά, βγάζουν το πεθαμένο
απ΄ του χωριού την εκκλησιά στην κάσα ξαπλωμένο…, ποίημα, Π. Γλ.)
2. το ταμείο του χαρτοπαίχτη (Ο παίχτης χαρτιών κάνει κάσα),
3.το ταμείο των παιδιών στα κάλαντα (Ο Δημητράκης, το παιδί στα κάλαντα έχει την κάσα)

Κασάρα (η) ή κοσάρα (<σλάβ.kos) = ο βατοκόφτης

Κασέλα (η) (<μσν,βεν.cassela) = επίμηκες ξύλινο κιβώτιο αποθήκευσης. Ως έπιπλο αποθήκευαν ρούχα, ως φθηνότερη κατασκευή στο κατώι για δημητριακά

Κασίδα (η) = 1. η τριχόπτωση   (Κασίδα να σε πιάσει),
2. γενικά το κεφάλι    (Ό,τι ειπεί η κασίδα του)
Λέγεται και ως έκφραση: «μόρα και κασίδα» ως απάντηση στο «τι λες μωρέ;»

Κασίδης (ο) (κατά Μπαμπινιώτη<κασσίς(=κράνος) ή <λατ.cassis κατά ΛKN) = χωρίς μαλλιά
(Στου κασίδη το κεφάλι, μάθαινε κουρέας, ειρων.)

Καστανοφρύδα (η) = αυτή που έχει καστανά φρύδια

Καστραβέτσι (τo) (<βλάχ.castravete) = τo αγγούρι. Κατά το Σαραντάκο ο δανεισμός της λέξης είναι από τα βλάχικα, ωστόσο η λέξη έχει σλαβική αρχή (krastavac στα σέρβικα, κράστραβιτσα στα βουλγάρικα), υπάρχει και στα αλβανικά και στα ρουμανικά, μάλιστα με την ίδια μορφή). Μπορεί να την πήραμε και από τα αλβανικά kastravec. Λέγεται σε μεγάλο μέρος της Ελλάδος (Β. Ήπειρο, Ιόνια νησιά, Πελ/νησο κ.α.)

Καταβολάδα (η) = 1. βέργα που μπήγεται στη γη χωρίς να κοπεί από το φυτό και φυτρώνει νέο
(συνήθης τρόπος πολλαπλασιασμού στα κλήματα)
(Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη, φύτεψε καταβολάδες, παροιμία)
2. απόγονος
(Άφησε καταβολάδες, απογόνους)

Καταής (επίρ) (<κάτω+γη) = κατάχαμα
(Η γιαγιά μου στρώθηκε καταής και άρχισε να κόβει μπλουγούρι στο χερόμπυλα)

Κατακάθι (το) (<κατακάθομαι) = ό,τι απομένει στον πάτο, η λάσπη του κρασιού, απαξιωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου

Κατακέφαλος (ο) = το δυνατό χαστούκι

Κατακραή (η) (<κατά+κραίνω) = κατακραυγή

Κατάλακα (επίρ) (<κάτω+λάκα) = στο ίσωμα
(Κατάλακα σωριάστηκε το κούελο)

Καταλιακού (επίρ) (<κάτω+ήλιος) = εκτεθειμένος στον ήλιο
(Μη κάθεσαι καταλιακού, θα αρρωστήσεις!)

Κατάνακρα (επίρ) = άκρη άκρη
(Μη πας κατάνακρα και πέσεις, έλα παραμέσα)

Καταπέτασμα (το) (<αρχ, ελλ. καταπετάννυμι) = πάρα πολύ
(Έφαε το καταπέτασμα, τον αγγλέουρα, το (μ)περίδρομο, καταχράστηκε το καταπέτασμα)

Καταπιόνας (ο) (<καταπίνω) = ο οισοφάγος

Καταπίτης (ο) = ο οισοφάγος
(Ξεράθηκε ο καταπίτης μου)

Καταπένω = καταπίνω
(Δε καταπένεται το φαϊ, δε πάει κάτου)

Καταπιάνω = ξεκινώ μια εργασία
(-Κοντεύεις, γρια, το ζύμωμα; -Τώρα καταπιάστηκα, γέρο μου, θα αργήσω κανιά ωρίτσα)

Κατάρας (<καταρα-μένος) = ο καταραμένεος, Κατάρα =καταραμένε, βρισιά σε ανθρώπους και ζώα
(Ο κατάρας πάλι μπήκε στο περβόλι και μού ΄καμε ζημιά, Ρε κατάρα, που να μη σώσεις!)

Κατάρραχα (επίρ.) = στην κορυφή του βουνού ή του λόφου

Καταρράχι (το) = η κορυφογραμμή

Καταρράχτης (ο) (<αρχ.ελλ.καταρράσσω) = άνοιγμα στο πάτωμα με ξύλινη σκαλίτσα που κατεβαίνει στο κατώι

Κατάστρατα (επίρ) = στη μέση του δρόμου
(Μωρέ, έπεσε κατάστρατα)

Κατατόπια (τα) = γνώριμα μέρη, που χαρακτηρίζονται από κάποια σημεία
(Ξέρει τα κατατόπια, μη σκιάζεσαι, θα γυρίσει)

Καταχερίζω ή καταχεριάζω = χτυπώ με το χέρι, δέρνω

Καταχωνιασμένος (μετχ.) (<καταχωνιάζω) = κρυμμένος πολύ καλά
(Πού το έχεις καταχωνιασμένο, δε το βρίσκω) 

Κατεβασιά (η) = το ορμητικό νερό
(Η μπόρα ήφερε κατεβασιά και μπήκε ούλη στο κατώι από τη καμάρα. Έπαθα μεγάλη ζημιά, μου βραχήκανε το άχερο και η σάκκαινα με τη βρώμη)

Κατελάνα (η) (<Κατελάνα (από την Καταλανία)) = η ξύπνια γυναίκα, η καπάτσα, μα και η πολυπερπατημένη, με ελαστική ηθική

Κατουρλογυάλι (το) = το γιογιό

Κατουρλοκαίρης (ο) = υγρός καιρός, με άπνοια και πολύ σιγανή βροχή
(Ένα μήνα τώρανε έχει κατουρλοκαίρι, σαπίσαμε από την όστρια)

Κατράμι (το) (<τουρκ.catrame) = ρευστή πίσσα, μτφ το κατάμαυρο
(Στη Κόλαση θα είμαστε μες το κατράμι, αλίμονό μας!). Κατράμι μας έβαζαν και πίσω από τ΄ αυτιά για τις παραμαγούλες

Κατραπακιά (η) (<ιταλ.guattro-pacca, carpacco) = η κατακεφαλιά, μτφ. το πάθημα, το πλήγμα

Κατρούτσο (το) (<guartuccio κατά Μπαμπινιώτη) = μονάδα χωρητικότητας υγρών, κυρίως κρασιού, 250 γραμμαρίων, σκεύος σερβιρίσματος κρασιού
(Βάλε ΄να κατρούτσο μπάρμπα-Γιάννη)

Κατσάδα (η) (<βεν.cazzada) = το μάλωμα, Κατσαδιάζω = μαλώνω, επιπλήττω

Κατσαπλιάς (ο) (<αλβαν..placke) = πλιατσικολόγος, αντάρτης

Κατσαφάνα (η) = 1. είδος αφάνας (θάμνος) για προσάναμμα, υλικό για σαρωματίνα  2. ανακατεμένα μαλλιά ή πολύ σγουρά (σαν κατσαφάνα)

Κατσιάζω (<κατσί+αζω<κάτσιον<κατίον<λατ.cattus), αλλιώς γατσιάζω = αδυνατίζω, μαραζώνω, μετχ. Κατσιασμένος ή γατσιασμένος = ο κοντούλης, αυτός που δεν έχει δυνάμεις

Κατσιβέλα (η) (μσν.κατσίβελος<ιταλ.cattivelo=σκλάβος, δυστυχής) = η κακομοίρα

Κατσικάδα (η) = το θηλυκό κατσίκι

Κατσικώθηκε (του) (<αλβ.kac=κατσίκα) = του έγινε έμμονη ιδέα
(Του κατσικώθηκε να του δώκω το (γ)κηπάκο)

Κατσιμοιρίλος (ο) (<κατσί+μοιρίλος<μοίρα) = ο κακομοίρης

Κατσιμουδιάζω (<κατσί+μουδιάζω)= μαζεύομαι, ζαρώνω

Κατσιούλα (η) (<λατ.casyla=κουκούλα) = μορφή πρόχειρης κάπας με τριγωνικό σχήμα στο επάνω μέρος, που σκέπαζε πρόχειρα το σώμα από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, ανάλογα με το μήκος της. Συνήθως γινόταν με σακί
(Αιωνία σου η μνήμη αξέχαστη κατσιούλα,
που από βροχές μας φύλαγες, λιπασματοσακούλα.
Στα κρύα μας απάγκιαζες στους δυνατούς αγέρες,
μούσκεμα δε γινόμαστε τις βροχερές τις μέρες
«Η Κατσιούλα»,ποίημα Γ. Λαμπρόπουλου)

Κατσιποδιά (η) (ίσως από κατσικοποδιά) = η αναποδιά

Κατσιφάρα (η) (<αρχ.ελλ.κατηφής) = η ομίχλη
(Έπεσε η κατσιφάρα από το βουνί ίσιακάτου και κουλούπωσε το ρέμα, όπου να ΄ναι θα μπει και στο χωριό)

Κατσομαλλιάζω = μου σηκώνονται οι τρίχες από το κρύο

Κατσόμαλλο (το) = το λεπτό και κοντό μαλλί στο σβέρκο, γενικά το αδύνατο μαλλί

Κατσούλα (η) (<κατσούλι<κατσί<γατσί<γατί) = η γάτα

Κατσουλώνω = μαζεύομαι, ζαρώνω
(Κατσούλωσα κι εγώ στην άκρη στο σκαμνάκι, έσγουψα το κεφάλι μου και δεν έβγαλα άχνα)

Κατσούφης (επίθ.) = στεναχωρημένος, άκεφος, θυμωμένος

Κατσουφιάζω (<αρχ.κατηφής) = 1. στεναχωριέμαι, θυμώνω
(Κατσούφιασε η μούρη σου, τι έπαθες;),  2. συννεφιάζω
(Ο καιρός κατσούφιασε)

Καυκάλας (ο) = ο κεφάλας (παρατσούκλι)

Καύκαλο (το) (<μεσν.καύκαλον) = το πάνω μέρος του κεφαλιού, κέλυφος χελώνας, η σκληρή κρούστα σε μια πληγή

Καύκος (ο)(<μσν καύκα<ελλ.κοινή καυκίον) = αγαπητικός, εραστής

Καυτερός, -ή, -ό = αυτός που καίει, ο καυτός
(…δάκρια καυτερά να χύσω…, ποίημα Π.Γλ.)

Κατώι (το) (<μεσν.κατώγιν<αρχ. ελλ.κατώγαιον) = ο ισόγειος χώρος των σπιτιών στα χωριά, όπου λειτουργούσε σαν αποθήκη. Συχνά ήταν χωρισμένος σε 2 μέρη, στο ένα είχαν πράγματα και προϊόντα (λάδι, σιτάρι κ. α.) και στο άλλο τις ζωοτροφές (άχυρο, βρώμη, κριθάρι). Πολύ παλιότερα έβαζαν και τα ζώα

Καφάς (ο) (<τουρκ.kafa=κεφάλι<αραβ.gafa = ο σβέρκος
(Γιάτρα ΄να καφά πόχει!)

Καφάσι (το) (<τουρκ kafa) = τελάρο, παραγεμισμένο και θολό κεφάλι
(Έχω ένα κεφάλι καφάσι)

Κάφυρα (τα) (<αρχ. ελλ. καφυρός= ο αποξηραμένος, «άλευρον και άλφιτον καπυρόν», Αριστοτ.) = τα ρουθούνια
(Σκάει τα κάφυρα, είναι θυμωμένος)

Κάψα (η) (<καψώνω<καύσος+ώνω) = 1. η ζέστη (Στη κάψα του μεσημεριού),
2. ο πυρετός (Το παιδί έχει κάψα),
3. η ερωτική επιθυμία
(Θα μαραθούν τα χείλη μου, θα κιτρινοφυλλιάσουν,
από το χλίο το νερό, την κάψα τη μεγάλη, δημ. τραγ. Ν. Πολίτης).

Καψάλα (η) = η καψαλισμένη φέτα ψωμιού στα κάρβουνα, το καψαλισμένο χωράφι

Καψαλήθρα (η) (<καψ(αόρ.καίω)+λήθρες(λαμβάνω) = τα κοκκινωπά σημάδια που σχηματίζονται στα πόδια όταν κάθονται οι άνθρωποι κοντά στη φωτιά στο παραγώνι. Όταν ερχόταν η άνοιξη, τα παιδιά χτυπούσαν τις καψαλήθρες μ΄ ένα σφερδούκλι-ασφόδελο και έλεγαν: «φεύγα – φεύγα καψαλήθρα, ήρθε η καλοκαιρήθρα»

Καψάλι (το) = αιχμηρό ξύλο που το έβαζαν στο στόμα μικρών ζώων για να σταματήσουν το θηλασμό τους ή να μην τρώνε τα μικρά δεντράκια
Καψαλίζω = λαυροκαίω
(καψαλίζω ψωμί, καψάλισα τα πόδια μου και γιόμισα καψαλήθρες, καψαλίστηκα από τον ήλιο)

Καψαλιστός (ρημ. επίθ.) = αυτός που έχει καψαλιστεί
(Καψαλιστή φέτα με λαδορίγανη, πεντανόστιμη!!!),

Κάψαλο (το) = αποκαΐδι
(Έπιασε φωτιά στο Γκαβαρνό και καήκανε τα λιόφτα, ούλα κάψαλο γεννήκανε),
(τα) Κάψαλα = τοπωνύμιο ΒΑ του χωριού

Καψερός (επίθ) = καημένος από πολλές πίκρες, δυστυχής

Καψοκαλόκαιρο (το) = καλοκαίρι με πολλές ζέστες
(Το καψοκαλόκαιρο τ΄ Αη-Δημήτρη)

Καψοκαλύβας (ο) = αυτός που δεν στήνει κονάκι πουθενά

Καψώνω (<θ. αορ. έ-καψ-α) = ζεσταίνομαι
(Καψώνω, Κωσταντή μου, κάψα μεγάλη έχει)

Κειάφι (το) (<θείον) = το θειάφι, Κειαφίζω = θειαφίζω, Κειάφισμα (το) = το θειάφισμα
(Το πρωί – αν έχει καιρό, μοιάζει να κάμει παγάδα – θα πάω να κιαφίσω. Αν μπορείς έλα να με πάρεις με το αγροτικό. Να μην ανεβαίνω την ανηφόρα. Στο πήγαινε δε με νοιάζει.
Είναι η δυσκολότερη δουλειά το κειάφι. Δεν έρχεται κανένας εργάτης.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχει το θειάφισμα είναι το σωστό timing. Πρέπει να είναι πρωί, να έχει εξατμιστεί η νυχτερινή πάχνη (δροσιά), να μη φυσάει (να κάνει παγάδα) και να μην έχει πολύ ζέστη (αλλά οπωσδήποτε πάνω από 25 βαθμούς Κελσίου, Ελένη Γούλα).

Κειαφαστένεια (η) = η θειαφασθένεια, στη περιοχή λέγεται παλαιά

Κείθε, κείθενε (επίρ.) = από εκεί

Κειώνω = τελειώνω, κάνω ζημιά. Η ετυμολογία της άγνωστη. Ίσως να έχει σχέση με το κιοτής, οπότε θα γράφεται κιώνω
(Την έκειωσα τη δουλειά, τό κειωσε ο πομπιεμένος)

Κεντέρι (το) (<κεντώ) = στεναχώρια μεγάλη, πόνος, πειραχτήρι

Κεντίδι (το) = το κέντημα (Όμορφα κεντίδια(=κεντήματα) έχεις), μεταφ. ο πόνος
(Έχω ΄να κεντίδι στη πλάτη)

Κεντίδια (τα) = στολίδια
(Να βάλλουμε πολλά κεντίδια στη (μ)πίτα της νύφης)

Κενώνω (<εκκενώνω) = αδειάζω το φαγητό στα πιάτα από την κατσαρόλα, σερβίρω
(Κένωσε κόρη μου το φαϊ στους καλεσμένους μας)

Κεντράδι (το) = ο καινούριος βλαστός που έκοβαν από ένα δέντρο για να τον κεντρώσουν σ΄ένα άλλο, το κεντρωμένο δέντρο

Κέντρωμα (το) = τρόπος εμβολιασμού δέντρου

Κεφαλάρι (το) = το μαξιλάρι (Βάλτε τη πέτρα κεφαλάρι, ποίημα Π.Γλ.)

Κεφαλάρια (η) = ο πονοκέφαλος
(Έχω προίκα τη (γ)κεφαλάρια)

Κεφαλιώνω = παίρνω κεφάλι, πάω μπροστά, ολοκληρώνω
(Άϊντε, γυναίκα, το (γ)κεφαλιώσαμε το ξέφυλλο, ταχιά θα τελέψουμε νωρίς)

Κεφκές (ο), κεφκέδες (οι) = ο κεφτές

Κεψές (ο) (<τούρκ.kepce) = γκεβγκίρι, τρυπητή μεγάλη κουτάλα. Συνήθως τον χρησιμοποιούσαν στην παρασκευή σαπουνιού ή τυροκομικών προϊόντων

Κηντινάρι (το) (<βεν.centener) = τέσσερις πλέχτρες με εκατό σκόρδα

Κήπια (τα) (<αρχ.ελλ.κήπος) = σπαρμένοι κήποι κοντά στο χωριό, για να βόσκουν τις γιορτινές μέρες τα βοσκήματά τους, ώστε να παραβρίσκονται οι άνθρωποι στις γιορτές

Κιβούρι (το) (μσν.<κιβούριον<μεταγεν κιβώριον) = μνήμα, τάφος, φέρετρο

Κικίδια (τα)  (<κοκκίδια) = μικροί καρποί, μικρά καρότα, πατάτες, χόρτα, που μόλις εμφανίστηκαν

Κιλίμι (το) (<τούρκ) = μικρό υφαντό με όμορφα σχέδια χαλάκι. Συνήθως το έστρωναν στη σέλα των αλόγων ή στο σαμάρι των γαϊδουριών, όταν πήγαιναν σε γάμους και πανηγύρια

Κιοτέκι (το) = άγριος ξυλοδαρμός
(Θα φας ένα κιοτέκι ξύλο)

Κιοτής (ο) (<τουρκ kotu) = ο δειλός

Κιοτεύω = δειλιάζω, υποχωρώ

Κιούγκι (το) (<τουρκ.kunk) = τσιμεντένιος υδροσωλήνας, που τον τοποθετούσαν στα χαντάκια για πέρασμα

Κιούπι (το) (<τούρκ küp) = μικρό πιθάρι

Κιτάπι (το) (<τουρκ.kitap<αραβ.kitāb=ιερό βιβλίο) = φυλλάδα με σημειώσεις οικονομικών συναλλαγών

Κιουστέκια (τα) (<τούρκ kostek) = χάλκινα πεδούκλια με αλυσίδα και λαβή που φορούσαν στα πόδια των αλόγων για να μη τρέχουν πολύ στις γιοργάδες που τους έκαναν αλυσίδες με κοσμήματα και φλουριά που τα φορούσαν χιαστί στο στήθος ή στη μέση (Ηλίας Πετρόπουλος)

Κλαπάτσα (η) (<αρωμουν.kalbadza<αλβ.këlbatze) = ασθένεια ζώων
(έπαθε κλαπάτσα),
μεταφορικά για ανθρώπους, αρρώστησε

Κλαπουκάου (ηχοπλ.) = τρώγω γρήγορα, με λαιμαργία, το φαγητό

Κλάρα (η) = 1. χοντρό κλαδί δέντρου
(Πρέπει να ξέρεις να κλαδεύεις τις σωστές κλάρες στο λιόφτο, για να κάμει και του χρόνου),
2. ύφασμα με κλάρες, φούστα κλαρωτή
(…αλέγρο τώρα κλαρωτό, ρούχο φοράει με φάσα…, ποίημα, Π. Γλ.)

Κλαρί (το), -ιά = το φουντωτό κλαδί των δέντρων
(Έχουνε πολύ κλαρί τα λιόφτα = θέλουν κλάδεμα, Τρώνε κλαριά οι γίδες = τρώνε τα κλαδεμένα)

Κλαρίζω = κόβω κλαριά από τα δέντρα για την ανακούφισή τους, τα κλαδεύω

Κλαρίνο (το) = μουσικό όργανο, προσοχή
(Κάθεται κλαρίνο μπροστά στους γονείς του)

Κλαστάδες (οι) (<αρχ. ελλ.κλάω=σπάζω) = ελιές στουμπιστές πράσινες

Κλαφουνάου = κλαψουρίζω, ψευτοκλαίω, Κλαφούνημα (το) = το προσποιητό  κλάμα

Κλειδοστομιάζω = κλειδώνω το στόμα μου, δεν μπορώ να φάω

Κλειδωνιά (η) (ελλν.κοιν.κλειδόω-ώ<αρχ.ελλ.κλεις) = η κλειδαριά

Κλειτσινάρα (η) (<κλεί(δωση)+τσινώ=η κλείδωση που τινάσσεται, το πίσω μέρος του γόνατου

Κλειτσινάρια (τα) = τα κόκαλα της κνήμης, μακριά αδύνατα πόδια

Κλειώ = κλείνω
(Κλειώ τη πόρτα, Κλειούν τα μάτια μου)

Κλήδονας (ο) (<αρχ κλήδων) = παιχνίδι λαϊκής μαντείας στις 24 Ιουνίου, του Αη Γιαννιού του Ρηγανά, όπου τα ανύπαντρα κορίτσια μάντευαν ποιον θα παντρεύονταν

Κληματσίδα (η) = η κληματόβεργα

Κλημάτσι και Κληματσόρεμα = τοπωνύμια στη Σέλιτσα

Κλήρα (η) (<μσν κλήρος<κληρώνω) = απόγονοι, παιδιά, μερίδιο πατρικής περιουσίας

Κλιμαντήρα (η) (<λιμαντήρα<λίμα<λιμός) = η λιγούρα

Κλίτσικας (ο) (τσίλικας<τσελίκι<τούρκ.celik) = παιδικό παιχνίδι. Έβαζαν ένα ξύλο οριζόντια σε κάτι υπερυψωμένο και το χτυπούσαν με ένα ξύλο να πάει μακριά

Κλόσσια (τα) (<ελλν. κοιν.κροσσίον) = τα κρόσσια

Κλούβιος, -ια, -ιο (επίθ.) (<αρχ.ελλ.κλωβός) = ο χαλασμένος
(Κλούβιο αυγό, …έργα, κι όχι μονάχα λόγια κλούβια…, ποίημα, Π. Γλ.)

Κλουβίτης (ο) (<κλούβιος(ελλν.κλουβός<αρχ.ελλ.κλωβός) = κλούβιο, χαλασμένο αυγό, μεταφ. αυτός που δεν βγαίνει έξω από το σπίτι του, άνθρωπος ακοινώνητος

Κλύφι (το) (<αρχ. κελύφιον) = το μαξιλάρι

Κλώθω (ομηρική λέξη) = 1. γνέθω   (Κλώθω το γνέμα)
2. κλωσσάω    (Η κότα κλώθει)
3. καθυστερώ  (Βιάσου, τι κλωσσάς;)

Κλωθωγυρίζω = καθυστερώ

Κλωνά (η) (<κλώσμα<κλώθω) = η κλωστή
(«Κάμε κόμπο στη (γ)κλωνά σου, μη χαθεί η βελονιά σου», ξεκίνημα παραμυθιών.)

Κλωνί (το) (<κλώνος) = το κουκούτσι, ως επίρρημα καθόλου
(Κλωνί κλωνί τα μάζευα, Κλωνί δεν έχω, Μυαλό κλωνί δεν έχει!)

Κογιονάρω (<βενετ cogionar) = κοροϊδεύω

Κοζιά (τα) = 1. τα γιδόμαλλα, 2. γυναίκα κοντούλα και πονηρή
(Είναι μια κοζιά φτούνη!)

Κοζιόκι (το) (<τμήμα της στολής των Σαρακατσάνων) = γιλέκο, στενό και κοντό ρούχο
(Τι κοζιόκι είναι φτούνο που φορείς)

Κοϊόνι (το) (<υποκ. κωθώνιον<αρχ.ελλ.κώθων) = κορόιδο, κουτορνίθι

Κοιλιόμπουχα (τα) (<κοιλιά+μπόχα) = εντόσθια, έντερα κοιλιάς

Κόκα (η) (<ισπαν.coca=το φυτό της κοκαϊνης) = κεφάλι. Η λέξη με την ιδιωματική της σημασία συναντάται και στην Αχαϊα (Φυλάει την κόκα του, τον εαυτό του)

Κόκ(κ)εψα (<κοκκεύω<κόκκος) = σημάδεψα, διέκρινα μέσα σε πλήθος
(Καλά σε κόκκεψα εγώ απ΄ τ΄ αγνάντιο)

Κοκκάρι (το) = μικρά κρεμμυδάκια, βολβοί για φύτεμα

Κοκ(κ)ολόιμα (το) (<κόκκος+λέγω=συλλέγω) = μάζεμα παρατημένων πεσμένων καρπών, ελιών κυρίως ή σταφίδας
(…Μίνια από τις χειρότερες όμως αδικίες που μούλαχαν, ήταν την εποχή που μάζευαν τις ελιές, με εκείνες μόνο που έπεφταν όξω από τα πανιά και ήταν μα την αλήθεια, ελάχιστες. Το κοκολόι όπως το λέγανε…Ευ. Τεμπελόπουλος) 

Κοκόσια (η) (<σλαβ. Kokoska) = το καρύδι

Κοκοσιέλι (το) (<σλάβ. Kokoska) = το χαλάζι

Κολάι (το) (<τουρκ kolay) = συνήθεια, ευχέρεια
(Πήρα το κολάι)

Κολάνι (το) (<τούρκ. kolan) = μέρος του σαμαριού, δερμάτινος ιμάντας που περνά πίσω στα καπούλια του ζώου

Κολάντρα (η) = τεμπέλα, κακομαθημένη

Κολαντρίζω (<τούρκ kulanmak) = διευθετώ με επιτυχία, χαϊδολογώ

Κολαρίνα (η) (μεσν.κολάρος<βεν.collaro) = λαιμοδέτης των ζώων από σαμαροσκούτι γεμισμένος με σαμάκι, που φοριέται στο λαιμό και γαντζώνεται στο αλέτρι

Κολαούζος (ο) (<τουρκ kilazuz) = οδηγός πορείας
(Βουνό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει, παροιμία)

Κολατσίζω = παίρνω κολατσιό

Κολατσιό (το) (<μεσν.κολατσίον<ιταλ.colazione) = πρόχειρο δεκατιανό φαγητό
(…για να τα΄ απλώσουνε στερνά, στου κολατσιού τη νώρα…, ποίημα, Π.Γ.λ., …Το κολατσιό, πριν από τις δώδεκα, όλα τα ζώα έπρεπε να πάνε στ΄ Αη-Γίώργη το ρέμα για νερό…, Β. Μάραντος, «Ζάγκα»)

 Κόλεθρο (το) (<κόλυθρον) = τα υγρά από την αποκόλληση του πλακούντα από
τη γέννηση ενός ζώου, απαξιωτικά για άνθρωπο

Κολλημένος (επίθ.) = ο πολύ αδύνατος, αυτός που του έχουν κολλήσει τα έντερα από την αφαγανιά (ασιτία)

Κολιτσάκια (τα) = μεταλλικές λαβές σαμαριού, από τα οποία κρέμαγαν τα σακούλια και έδεναν τις γίδες με τριχιές
(…καβάλα στο γαϊδούρι με τα σακούλια κρεμασμένα στα κολιτσάκια…, Β. Μάραντος, «Ζάγκα»)
Για την ετυμολογία : Ελληνική Ονοματολογική Εταιρεία… Ἀλλά ὑπάρχει καί ἄλλο παράδειγμα πτώσης τοῦ ὑγροῦ σέ λέξη ὁμόρριζη πρός τήν «(ἀ)γκλίτσα. Πρόκειται γιά τά ἄγνωστα στούς πολλούς κλιτσάκια (σιδερένιους γάντζους τοῦ σαμαριοῦ ἀπ᾿ ὅπου κρεμᾶνε ἤ δένουν πράγματα), τά ὁποῖα ὀφείλουν τό ὄνομά τους στήν κυρτότητά τους, παρόμοια μέ αὐτήν τῆς κλίτσας (πρβλ. κλίκιο(ς): βέργα γυριστή στό ἕνα ἄκρο, κυρτωμένος  κλίτσιος: ξύλο γυριστό στό ἕνα ἄκρο | κλίτσο: τό ἐπάνω μέρος τῆς κλίτσας κ.λπ.).
Εναλλακτικοί τύποι τῆς λέξης «κλιτσάκι»: κλιτσάκι (κλουτσάκι), κλοτσάκι (κλωτσάκι), κολιτζάκι, κολιτσάκι, κολλητσάκι, κοτσάκι, κουτσάκι.
Οἱ τελευταῖοι τύποι κοτσάκι, κουτσάκι (κυρτός γάντζος σαμαριοῦ) εἶναι φανερό ὅτι προέκυψαν ἐκ τοῦ κλουτσάκι μέ πτώση ὑγροῦ ὅπως ἡ ἀgούτσα ἐκ τοῦ ἀgλούτσα (ἀgλίτσα)

Κολλιτσίδα (η) (<κολλώ+τσίδα) = χορταράκι με μικρά στρογγυλά αγκαθωτά σπέρματα, που κολλάει πάνω στα ρούχα, μτφ πιεστικός άνθρωπος, φορτικός
(Περπατούσαμε ξυπόλητοι στα χωράφια και οι πατούσες μας γιομίζανε κολλιτσίδες. Μετά καθόμαστε σε μια πέτρα κι αρχίζαμε να τις ξεκολάμε με τα χέρια…, Κολλιτσίδα μου ΄γινε ο άθρωπος)

Κολλιτσιαριά (η) = στα μικρά ψαράκια κολλούσαν τις ουρίτσες τους και τα τηγάνιζαν, στενή παρέα (μτφ)

Κολλιτσιδάς (ο) = υπαρκτό πρόσωπο της Μεσσηνίας μέχρι τη δεκαετία του 70, λιγδιάρης ζητιάνος με σγουρά, άπλυτα, αχτένιστα μαλλιά και γένια, που δημιουργούσε φόβο στις παιδικές ψυχές (- Τι είναι αυτός, πατέρα, τι κάνει μες το ρέμα; – Α, ναι, είναι ο Κολλιτσιδάς, μαζεύει βατόμουρα, με αυτά ζει!, …  Β. Μάραντος, «Ζάγκα»)

Κολλιτσιδιάρης = αυτός που έχει ανακατεμένα, λερωμένα μαλλιά, γεμάτα χώματα και κολλιτσίδες (μικροί καρποί με αγκάθια)

Κολοκοτρώνης (ο) = σουγιάς με ξύλινη λαβή, κατάλληλος για χαράκι

Κολορίζι, -ια (το) = η παραφυάδα, ο βλαστός που φυτρώνει χαμηλά από τον κορμό του δέντρου

Κόλπος (ο) = το κουκούδι, το εγκεφαλικό
(Τόνε χτύπησε κόλπος)

Κολποβαρεμένος = ο έχων πάθει εγκεφαλικό

Κολυμπηθρόξυλα (τα) = ξύλα που μετέφεραν την κολυμπήθρα
(Ας γίνουν κολυμπηθρόξυλα (μτφ.), δε μου χρειάζονται)

Κόμπια (τα) = οι κόμποι, οι αρθρώσεις
(Με πονιούναι ούλα τα κόμπια μου)

Κομπώνω (<κόμπος) = πνίγομαι τρώγοντας

Κονάκι (το) (<τούρκ konak) = 1. σπίτι, κατοικία, καλύβι
2. νοικοκυριό
(Για να φτιάξεις κονάκι πρέπει να κάνεις υπομονή, …Τ΄ ακούτε Βερβαινιώτισσες και Βερβαινιωτοπούλες, στρώστε κονάκι των κλεφτών και των καπεταναίων, δημ. τραγ.)
3. είδος φιδιού

Κονεύω (<κονάκι) = Φιλοξενώ
(Σας φχαριστώ, που με κονέψατε!)

Κονόμα (η) = το κέρδος
(Καλή κονόμα έκαμες)

Κονομάου (οικονομώ) = εξοικονομώ, Κονόμα (προστ.)= εξοικονόμησε
(Ψώρα ακούς στη γειτονιά, ψωροβότανα κονόμα)

Κονταυγές (θηλ. ως επίρ.) (<κοντά+αυγή) = κοντά στην αυγή, ξημερώματα, χαράματα

Κοντοκρατεί (<κοντά+κρατεί) = τραβάει πολύ το χαλινάρι και το σταματάει.
Η λέξη αναφέρεται στον έλεγχο που ασκεί ο αναβάτης στο άλογό του (λέξη καθαρά ιδιωματική)
(Εκεί στο ακρωτήριο προς το Ακριτοχώρι
που εκεί κοπάδια πρόβατα βοσκάει μια βοσκοπούλα
και τ΄ άλογο κοντοκρατεί και την καλημερνάει, δημ. τραγ.)

Κοντολογάει (<κοντό(ς)+λόγος) = κοντεύει, πλησιάζει
(Κοντολογάει η ώρα του…)

Κοντοποδαρούσα ή κοντούλα = η αχλαδιά που έχει μικρά με ουρίτσα κοκκινοκίτρινα στην ωρίμανση αχλάδια

Κοντόσα (η) (<κοντέσα) = η ψηλομύτα, μα και η κουτσομπόλα

Κοντοστούπης και κοντοπίθαρος (επίθ.) =  ο κοντός

Κοντύλι (το) (<μσν. κονδύλιον<κόνδυλος) = εργαλείο γραφής

Κοντυλένιος, ια (<κόνδυλος+ένιος) = ο πολύ όμορφος και κομψός, ο ζωγραφισμένος με το κοντύλι
(Όμορφη κοπελιά με κοντυλένια χείλη,
Ήπιε η Βασίλω το κρασί, το κρασί με το κανάτι, κοντυλένια και γεμάτη)

Κοπανάου =1. χτυπάω με τον κόπανο τα ρούχα στην κοπανίτσα να πλυθούν
(Κοπανάτε, κορίτσια μου με δύναμη τη κοπανίτσα, να φύγει η λίγδα),
(με προσ. αντων.) = χτυπώ, βαράω κάποιον (Κοπάνα τόνε, να μάθει να κοροϊδεύει το παλιόπαιδο!)
2.  φεύγω (Τη (γ)κοπάνησε κι όπου φύγει-φύγει)

Κοπανιά (επίρ) (<μόνο+κόπαν-ος) = μεμιάς
(Ήπιε το νερό μονοκοπανιά)

Κοπανιέμαι = χτυπιέμαι, όπως ο κόπανος τα ρούχα, επιμένω πολύ, στεναχωριέμαι
(Δε (μ)πα να κοπανιέται η πεθερά μου, εμείς θα φύγουμε )

Κοπανίτσα (η) (<κόπανος) = η πέτρα πάνω στην οποία έβαζαν οι γυναίκες τα ρούχα το ένα πάνω στο άλλο (έκαναν κοπανίτσα) και τα έπλεναν χτυπώντας τα με τον κόπανο
(Έβαλα κοπανίτσα στο ποτάμι δίπλα)

Κόπανος (ο) (<αρχ. κόπανον) = 1. ξύλινο εργαλείο νοικοκυράς για κοπάνισμα
ρούχων, περίπου 15 πόντων με χερούλι και πιο φαρδύ σώμα
(… Η μάνα μια χτυπούσε με τον κόπανο τα ρούχα, μία φώναζε να προσέχουμε…, Β. Μάραντος, «Ζάγκα»)
2. μετφ. ο βλάκας, ο άξεστος
(Ένας κόπανος είναι και κάνει το (γ)καμπόσο)

Κόπια (τα) (<κόπος) = ο ιδρώτας μου, η περιουσία, όλη η προσπάθειά μου

Κόπιασε (<κόπος) = έλα, πρόσκληση ευγενική για φαγητό, Κοπιάστε = ελάτε
(Κόπιασε να φάμε!, Κοπιάστε στο σπιτικό μας!)

Κοπολογάει (<κόπος=ίχνος) = ψάχνει ο κυνηγός για το θήραμα με κυνηγετικά σκυλιά

Κοπρίτης (ο) (<κοπριά) = ο τεμπέλης
(Ένας κοπρίτης είναι, ντιπ αχαϊρευτος!)

Κόρα (η) (αλβ. kore) = το σκληρό μέρος του ψωμιού

Κορακιάζω = διψάω πάρα πολύ (επειδή, όταν διψάμε το στόμα κάνει μια λεπτή κρούστα), τρώω ασταμάτητα
(Πολληώρα στρόφιαξες, ούλη την ώρα θέλεις να κορακιάζεις!)

Κορακοζώητος (επίθ) = αυτός που ζει πολλά χρόνια σαν το κοράκι

Κοράτσα ή κόρτσα (η) (<βεν. corazza= πανοπλία) = η βρώμα που καλύπτει το δέρμα

Κόρδα (η), αντιδάνειο, (μεσν.κόρδα<λατ.chorda<αρχ.ελλ. χορδή) = η πείνα
(Πάμε να φύγουμε, μ΄ έκοψε κόρδα)

Κορδώνομαι = καμαρώνω, περπατώ περήφανα, με έπαρση

Κορκοσούρα (η) (ίσως<κουσκουσούρα<κους-κους(τούρκ.)+σούρα) = η κουτσομπόλα

Κορκοφίγκι (το) = βουτυράτη πιτούλα από το πρώτο γάλα των προβάτων και των γιδιών

Κόρτσαλα (τα) (<κότσαλον<κόψαλον<κόπτω) = τα ξερά κοτσάνια των σταφυλιών, τα οποία ξεκορτσαλίζονται (καθαρίζονται) μετά το λιάσιμο και την αποξήρανση της σταφίδας

Κόρυζα (η) (<αρχ. κόρυς) = ασθένεια ορνίθων,  κατάρα
(Μπα να βγάλεις την κόρυζα!)

Κορύτος (ο) (<σλαβ. koryto) = ταΐστρα ζώων, συνήθως σκαμμένη
σκάφη σε ξύλινο κορμό, σπασμένη τζάρα, αργότερα τσιμεντένια
(Ρίξε το πλύμα στο κορύτο του γουρουνιού)

Κορφάδα (η) = η κορυφή των φυτών
(Οι κολοκυθοκορφάδες είναι πολύ νόστιμες)

Κορφιάς (ο) (<κορυφή) = χοντρό ξύλο, που βάζουν στην κορυφή της σκεπής

Κόρφος (ο) (<μσν. κόλφος<αρχ. ελλ. κόλπος) =το  στήθος
(Να βάλω φίδι στο (γ)κόρφο μου, ούτε ψύλλος στο κόρφο μου, έκρυψα απίδια στο κόρφο μου)

Κορφολογάου = κόβω τις κορφές από τους βλαστούς της σταφίδας και των αμπελιών

Κορώνω (<αρχ. κόρος) = βρωμάω
(Κόρωσε ο τόπος απ΄ τη βρώμα)

Κόσα (η) (<σλαβ. kos<βουλγ kosa) = δρεπάνι τοποθετημένο σε μακρύ ξύλο, με το οποίο έκοβαν τα χόρτα

Κόσκινο (το) (μεσν.κόσκινον<ινδοευρωπαϊκή ρίζα krei=κοσκινίζω, διακρίνω) = μεγάλη και χοντρή κρισάρα για να ξεχωρίζει τους ακατάλληλους σπόρους, κατάλληλο για το καθάρισμα του σιταριού και των οσπρίων (Καινούριο κοσκινάκι μου και που να σε κρεμάσω)

Κοτάω (<αρχ κοτώ<κόττος=το ζάρι)) = τολμάω, ρισκάρω
(Για κότα, άμα μπορείς)

Κοτζάμου (επίρ)(<τουρκ. koca man) = μεγάλος, μεγαλόσωμος
(Κοτζάμου παλικάρι)

Κοτσανάτος (επίθ) (<κότσια) = γερός, ακμαίος, ρωμαλέος

Κότσι, -α (το) = 1. ο αστράγαλος
(Στραμπούληξα το κότσι μου),
2. παιχνίδι
(Έλα να παίξουμε κότσι),
3. (μτφ) δύναμη
(Δε με βαστάνε τα κότσια μου, παιδί μου)

Κοτσιλιά (η) (<κόττα+τσιλιά<τίλος=υγρά κόπρανα) = η ακαθαρσία της κότας, μεταφορικά κάτι μικρό
(Σάρω τις κοτσιλιές απ΄το κοτέτσι, Μια κοτσιλιά τόπος είναι)

Κοτσίρια (τα) (<κοκκίδια) = καρποί που παρασκευάζεται η φάβα (λαθούρι, μπίζια)

Κοτρόνι (το) (<κροτόνι<αρχ.ελλ.κροτέω-ώ) = μεγάλη πέτρα ή βράχος
(…Σ΄ ένα κοτρόνι αγκριθερό κάθομαι κι ονειροπολώ, ποίημα Π. Γλ.)

Κουβαλητής (ο) = αυτός που κουβαλάει τις κόφες με τα τρυγημένα σταφύλια στο αλώνι για να απλωθούν και να λιαστούν

Κουβαλιέμαι (μεσν.<ελλ.κοιν.κοβαλεύω<αρχ.ελλ.κόβαλος) = κουβαλάω (μεταφέρω) τα απαραίτητα οικιακά σκεύη και τα οικόσιτα ζώα στο χτήμα που οι εργασίες του απαιτούν μεγάλο χρονικό διάστημα παραμονής (από 1 έως τρεις μήνες). Αυτή η προσωρινή εγκατάσταση γινόταν τα καλοκαίρια α) από Φανερωμένη μέχρι Σέλιτσα μετά τα σχολεία για θερισμό, αλώνισμα και κοπή ξύλων για το χειμώνα και β) κατά τα τέλη Ιουλίου στα χτήματα με τις σταφίδες για τον τρύγο μέχρι τον Οκτώβρη που άνοιγαν τα σχολεία και είχαν πουλήσει τη σταφίδα τους.
(- Κουβαληθήκατε, κουβαληθήκατε, ρωτούσε καμιά γυναίκα; – Ε, σιγά-σιγά, όπου νάναι αρχίζουμε το τρύγο, απαντούσε η μάνα μου…, Βασ. Μάραντος «Ζάγκα»)

Κουβέλι (το) (<σλαβ.kublu<κυβέλιον<κυψέλιον) = κυψέλη
(Έμαθε η γριά στο μέλι και θα φάει και το κουβέλι, παροιμία)

Κούελο (το) (άγνωστης ετυμ.) = ο αδύναμος, ο  ανήμπορος, συνήθως ο γέρος, αλλά και ο χαζός

Κουκερικά (τα) = τα όσπρια γενικά, τα κουκιά

Κούκλα (η) (<λατ.cucullus) = o καρπός του αραβόσιτου

Κουκλάλευρο (το) (<κούκλα+αλεύρι) = αλεύρι από καλαμπόκι, συνήθως με αυτό έφτιαχναν μπαζίνα και ψωμί μπομπότα

Κουκούδι (το) (<κουκί+ούδι=μικρό σπυρί) = ο κόλπος, το εγκεφαλικό

Κουκουνιάζω (<κούκουνας=μεγάλη μύγα βοδιών) = βρίσκομαι σε οίστρο. Λέγεται για τα ζώα, όταν τα τσιμπάει μύγα και κουκουνιάζουν, παθαίνουν οίστρο (τρέχουνε και κλωτσάνε αφηνιασμένα), (μτφ) αγριεύω για τους ανθρώπους

Κουκουβίζω (ηχομιμητικό) (<κραυγή κούκκου) = κουρνιάζω για πουλιά, κάθομαι οκλαδόν για ανθρώπους

Κουκουλώνουμαι (<λατ.cucullus=καλύπτρα) και  κουλουπώνουμαι = καλύπτω το κεφάλι μου, κοιμάμαι σκεπασμένος πακορφα, από τις πατούσες ως την κορφή
(Αν πεινάς και δε νυστάζεις, όσο θέλεις κουκουλώσου, παροιμ.)

Κούλουπα, επίρ. = με σκεπασμένο το σώμα και το κεφάλι

Κουκούλωσε ο ουρανός (έκφραση) = συννέφιασε, μαύρισε

Κουκουριάζω (<κούκουρας) = στήνω πρόχειρα ένα σπιτάκι για να μείνω

Κούκουρας (<μεσν.λατ.cucurum) = σωρός από πέτρες, Κούκουρας είναι και τοπωνύμιο

Κουκουράκια (τα) = μικροί σωροί από πέτρες. Όταν οι αγρότες ξεπέτριζαν το  χωράφι τους, συγκέντρωναν τις πέτρες σε σωρούς, δημιουργώντας τα κουκουράκια. Συχνά μάλωναν για το πού θα στήσουν τους σωρούς, γιατί τα έκαναν στις άκρες του χωραφιού στα σύνορα με τα γειτονικά. Γι΄ αυτό και η φράση «πάλι κουκουράκια έχουμε», δηλ. γκρίνιες.

Κουκούφας (ο) (<κουφός<αρχ.κωφός<κόπτω) και κουφούλιακας (ο) = ο κουφός

Κουκώνει, κούκωσε (<κούκος) = του καπνίζει, του κάπνισε, επιμένει πολύ

Κουλά (τα) = τα χέρια (Μάζεψε τα κουλά σου)

Κουλαμάρα (η) (<μεσν.κουλός) = αδυναμία στα χέρια, (μτφ) αδεξιότητα
(Με το στόμα μπάρα μπάρα, με τα χέρια κουλαμάρα, παροιμία)

Κουλάστρα (η) (<λατ colostrum<αρωμουν.colastra) = 1. το πρωτόγαλα των ζώων και των γυναικών, το οποίο ήταν κίτρινο, πηχτό με λιπαρές ουσίες, αλλιώς κορκοφίγκι,
2. γάλα, όταν παραβράζει και «κόβει»,
3. μετφ. ό,τι έχει πήξει και κολλήσει
(Μια κουλάστρα έγινε το φαϊ)

Κουλές(ο) (<τούρκ.kule) = παρατηρητήριο στην περιοχή του Μεμί από την εποχή της Ενετοκρατίας
(…Ο Αγιο-Γιώργης ο Κουλές, πούνε κει δα χτισμένος, ποίημα, Π. Γλ.)

Κουλός (επίθ)(< μσν.<αρχ. ελλν.κυλλός,ινδοευρωπαϊκή ρίζα skel) = αυτός που δεν έχει χέρια

Κουλούκι (ουδ. ως επίρ.) = το κουτάβι, ο τυφλός, το σκοτάδι
(Δε γλέπω, είμαι κουλούκι, Κουλούκι είναι όξω) )

Κουλούρα (η) (<αρχ. κολλύρα) = 1. ψωμί σε σχήμα κουλούρας με ωραία «κεντίδια»
2. η βέρα του γάμου
(Μπήκε η κουλούρα = στεφανώθηκε).
Στ΄ αρρεβωνιάσματα τ΄ αρρεβωνιάρικα περνούσαν τα χέρια τους μέσα από την κουλούρα  και την τραβούσαν να κοπεί (έλεγαν πως αυτός που θα την κόψει θα έχει και το πάνω χέρι στο γάμο), η δε νύφη μετά το γάμο στο κατώφλι του σπιτιού του γαμπρού έκοβε τη κουλούρα στα τέσσερα και την πέταγε προς τα πίσω στους καλεσμένους.

Κουλουμπάρι (το) (ίσως από λατ. cumulus=σωρός) = κολλημένες ξερές ρόγες σταφίδας, ο,τιδήποτε αποτελεί ενιαίο και κολλημένο σώμα
(Τα σταφύλια κολλήσανε και οι ρόγες γενήκανε ένα κουλουμπάρι, ούτε για ποιοτικό δε κάνουνε)

Κουμάσι (το) (<μσν. κουμάσι<κουμάσιον<τουρκ. kiumes ή αρχ. ελλ. κοιμέω) = 1. σπιτάκι γουρουνιού ή το κοτέτσι
(Ρίξε κλαριά και δάφνες πάνου στο κουμάσι να μη το πιάνει πολύ η ζέστη)
2. ανήθικος άνθρωπος
(Καλό κουμάσι είναι και του λόγου του)

Κουμούδι (το)(<κωμωδία) = άνθρωπος αστείος, ευχάριστος, κωμικός, διασκεδαστικός

Κουμούτσα (η) (<ίσως από τη λ. κομμάτι) = μεγάλο κομμάτι ψωμιού

Κουμούτσι (το) = μικρό ξερό κομμάτι ψωμιού, κάτι ελάχιστο, κάτι ευτελές
(Του πέταξε ένα κουμούτσι ξεροκόμματο)

Κουμπάρα (η) = η λαδιά, συνεκδοχικά από το λάδι της κουμπάρας
(Γιόμισες κουμπάρες = λαδιές!)

Κουμπάρες (οι) = παιχνίδι κοριτσιών, όπου μιμούνταν τις κουμπάρες-νοικοκυρές
(Πάμε να παίξουμε τις κουμπάρες!)

Κουμπές (ο) (<τουρκ kubbe) = ο τρούλος, ο θόλος

Κουμπί (επίρ) = ο ακαριαίος θάνατος (Έμεινε κουμπί = πέθανε ακαριαία)

Κουμπούρας (ο) (<κουμπούρα<μεσν.κουμπούρι<kubur) = o αστοιχείωτος, o αμόρφωτος

Κουνενέ (επιφώνημα) (<κουνώ) = το τραγουδάνε κουνώντας το μωρό
(Κουνενέ του λέγανε και μου το παντρεύανε…, παιδ. τραγ.)

Κουνίστρω (η) = η γυναίκα που περπατά και κουνιέται

Κουνούκλα (η) =μικρός θάμνος με μωβ λουλούδια, τα φύλλα του οποίου έτριβαν ως καπνό και τα κάπνιζαν

Κουνουπαράς (ο) (<τουρκ kunbara) = ο κουμπαράς

Κούντουρος (επίθ) (<κοντός+ουρά) = κοντός, ελλειμματικός,  επί ζώων κολοβός

Κουντρί (το) (<λατ.contra) = δυσκολία, στεναχώρια

Κούπα (η) (<λατ.cupa<αρχ.ελλ. κύπη) = αγγείο για νερό, από το οποίο έπινε όλη η οικογένεια, ως επίρ. στην έκφραση Κούπα τα μάτια = κλειστά

Κουπάρι (το) (<μεγενθ.<κούπα) = πρόποση στο γάμο με ένα ποτήρι κρασί
(Αυτό το κουπάρι το πίνω στην υγειά του…)

Κουπωτή (η) (<αρχ.κυπόω-ώ=κουπώνω) = υφαντή κουβέρτα με σχέδια, αλλιώς καραμελωτή

Κουρβούλα (η) και το κούρβουλο (<λατ curvulus) = ο κορμός του αμπελιού, το ίδιο το κλήμα

Κούργιος (επίθ.) (<κάργια<karga=είδος γερακιού) = μαύρος, κακομοίρης, δύστυχος
(Ε, τη νέρμη, κούργια τύχη που της έλαχε, Το (γ)κούργιο το (μ)παππούλη σου, τον έίδες παιδάκι μου;)

Κουρεμπάτσι (το) (<κουρά+μπάτσι<ιταλ.bazza) = το πολύ κοντό με την ψιλή μηχανή κούρεμα, με σκοπό τη γελοιοποίηση
Κουρεμπάτσι, φαφατούλι, φάει του γέρου το γκουμούλι!». Έτσι κοροϊδεύαμε τ΄ αγόρια, όταν τα κουρεύανε με την ψιλή)

Κουρκουτιάζω  (<κουρκούτι) = μουσκεύω το ψωμί, αποβλακώνομαι

Κουρκούτσια (επίρ) (<κουρκούτι) = το ξεκούτιασμα, τα έχεις χαμένα, ανακατεμένα στο μυαλό

Κουρκούτσια σου μαύρα, έκφραση = αλίμονό σου

Κούρμπα (η) (<λατ curvus) = η καμπή, το κύρτωμα, η στροφή

Κουρμπέτι (το) (<τουρκ.gurbet) = ταξίδι, σεργιάνι, ξενιτιά , ο αγώνας της ζωής
(Βγήκε στο κουρμπέτι)
εδώ γλωσσικά υποθέματα

Κουρμπάνι (το) (<τουρκ. gurbαn) = αυτός είναι έξω καρδιά. Έχει μεταφορική σημασία και προέρχεται από γιορτή της Θράκης

Κουρναρίζουμαι = κουνιέμαι

Κούρνια (η) (<παλιά σλαβ.kurnjia) = το κοτέτσι, και πιο συγκεκριμένα τα ξύλα πάνω στα οποία κοιμόντουσαν οι κότες (Χάλασε η κούρνια του κοτιώνε και θέλω να φκιάσω άλλη)

Κουρνιάζω (<κούρνια) = μπαίνω στο κοτέτσι και κοιμάμαι νωρίς (γιατί οι κότες κουρνιάζουν με το βασίλεμα του ήλιου, εξ ου και η φράση κοιμάται με τις κότες)
(…Ξυπνάει τ ΄αηδόνια στις φωλιές και τα πουλιά στις κούρνιες…, δημ. τραγ.), μεταφορικά ξεκουράζομαι, ησυχάζω (Κούρνιασε στο παραγώνι κι αποκοιμήθηκε.)

Κουρούνης, -α, -ικο (επίθ.) (<κουρούνα=πουλί, είδος κόρακα)  = κακομοίρης
(Αχ, μωρή κουρούνα, τι σού ΄μελλε να πάθεις!)

Κουρούπα (η) (<μσν.κορύπιον<αρχ κορύπη) = σπασμένο μεγάλο πιθάρι, που έπιναν νερό τα ζώα, η μεγάλη παχιά δυσκίνητη και με προβλήματα γυναίκα

Κουρσούμι (επίρ) (<τούρκ.kursum) = ερείπιο
(Η καρέκλα έγινε κουρσούμι, θέλει πέταμα)

Κουρντίζουμαι (<ιταλ.korda) = ντύνομαι γιορτινά και καμαρώνω
(Κουρντίστηκε και πάει,
 …Και καφενέ σαν άνοιξαν κει κάτου στο παζάρι,
ταμπέλα του κουρντίσανε με γούστο και με χάρη, ποίημα, Π.Γλ.)

Κουσκούμπω (η) (<κουσγούμπω<σγουμπή) = γυναίκα με καμπούρα

Κουσούρι (το) (<τουρκ kusur) = ελάττωμα μειονέκτημα, αναπηρία

Κούτα (το) (<κουτάβι, σλάβ.) = το μικρό σκυλί

Κουταβέλακας (ο) (κουτός+βλάκας) = κουτός, απονήρευτος

Κούτελο (το) (<αρχ.κότυλος) = το μέτωπο
(Να περπατάς με το κούτελο ψηλά!)

Κουτουλάου (<κούτελο) = περπατώ και χτυπώ το κεφάλι μου, νυστάζω πολύ (Κουτουλάς όρθιος)

Κουτουρού (επίρ) (<τούρκ göturu) = τυχαία, με το μάτι
(Δε το ήξερα, στα κουτουρού το βρήκα)

Κούτρα (η) (<λατ skutra) = μέτωπο, κούτελο, κεφάλι
(Ό,τι κατεβάσει η κούτρα σου, Τόχει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες, παροιμία)

Κουτράου = χτυπώ κεφάλι με κεφάλι
(Περπατάει και κουτράει)

Κουτρουβάλα (η) = κατρακύλισμα, πέσιμο με το κεφάλι

Κουτρουβαλιάζουμαι (<κούτρα+βάλλω) = σαραβαλιάζομαι, σωριάζομαι κάτω και χτυπώ με το κεφάλι

Κουτρούλης (επίθ.) (<κούτρα+τρούλος) = ο κουρεμένος, ο διαπομπευθείς (κατά Εμ.Κριαρά), ο κακότυχος.
Λέγεται και ως προσφώνηση
(Τι κάνεις , μωρ΄ κουτρούλα μου), γνωστή και η φράση «του Κουτρούλη ο γάμος» 

Κουτσιουκέλα (η) (<μσν <κουτσουκέλα<βλαχ κουκουτσέλα) = ζημιά, αβανιά, ανάρμοστη πράξη (Έπαθα μια κουτσιουκέλα, το φυσά και δε κρυαίνει)

Κούτσικο (το) (<τουρκ kuzuk) = το μικρό παιδί

Κουτσιούβελο (το) (<τουρκ kuzuk) = το μικρό παιδί

Κουτσιουμπέλι (το) (<κουτσιούβελο) = μικρό ξύλο φωτιάς

Κουτσούνα (η) (<διαλεκτ. κούτσα<κούκλα<ιταλ. cucciolo) = πάνινη κούκλα κοριτσιών εκείνης της εποχής, φτιαγμένη πρόχειρα με ρούχα

Κουτσουνόπανα (τα) (<κουτσούνα+πανιά) = μικρά κομμάτια από ύφασμα για το τύλιγμα της κουτσούνας, ασήμαντα πράγματα
(Μην ασχολείσαι με κουτσουνόπανα)

Κουτσούρα (η) (μεγεθ.) = το μεγάλο κούτσουρο

Κούτσουρο (το) (<μεσν.κούτσουρον<κόψουρον<κόπτω+ουρά) = 1. κομμένο ξύλο
(Φέρε κάνα κούτσουρο για το τζάκι),
2. κάτι πολύ βαρύ
(Κούτσουρο είναι, δε σηκώνεται),
3. αγράμματος άνθρωπος
(Γυναίκα, ο δάσκαλος μου είπε πως ο γιος μας είναι κούτσουρο, δε σκαμπάζει τίποτα)
4. ο χωρίς οικογένεια
(Ένα κούτσουρο απόμεινε, τους έχασε ούλους τους δικούς του)

Κουφάλα (η) (<αρχ.ελλ.κούφος) = ο κορμός της πολυετούς ελιάς που έχει κάνει μεγάλες τρύπες(κουφάλες), το τρύπιο δόντι

Κόφα (η) (μεσν.κοφίνιον<αρχ.ελλ.κόφινος) = μεγάλο καλάθι πλεγμένο με καλάμια και λυγαριές. Με τις κόφες μετέφεραν τα τρυγημένα σταφύλια στο αλώνι για άπλωμα ή το αμπέλι για να το κάνουν μούστο, όπως και κάθε άλλο γεωργικό προϊόν.
(Τρυγάν΄ σταφύλια αδιάκοπα, τις κόφες ξεχειλάνε…, ποίημα, Π. Γλ.).
(Βάλε μια κόφα άχερο στο γαϊδούρι, σήμερα τρυγήσαμε 120 κόφες!)
Το πολύ μεγάλο κοφίνι, που εβαζαν χοντρολιές, το έλεγαν πούργι.

Κόφτρα (η) = 1. το σημείο, στο οποίο έκοβαν το νερό στο ποτάμι κι άλλαζαν σειρά ποτίσματος (Ανοιξε τη κόφτρα στο ποτάμι),
2. μεταφορικά η γλωσσού γυναίκα
(Είναι μια κόφτρα φτούνη!)

Κοψαντερήθρες (οι) (<κόπτω+άντερο) = σκουλήκια που πιάνει το στάσιμο νερό και δημιουργούν λοίμωξη του πεπτικού

Κράση (η) (<κεράννυμι) = η συγχχώνευση των γονιδίων ενός ατόμου, η ιδιοσυγκρασία (Έχει γερή κράση)

Κρασοψυχιά (η) (<κρασί+ψύχα ψωμιού) = η θεία κοινωνία

Κρεατώνω = παχαίνω, βάζω κρέας

Κρεμανταλάς (ο) = 1. ξύλο που κρέμαγαν οι τσοπάνηδες το τυρί για να στραγγίξει,
2. ο πολύ ψηλός άντρας χωρίς ιδιαίτερο μυαλό

Κρεματζουλάου, -ιέμαι = κρεμάω, -ιέμαι

Κρένω (μσν<κρίνω) = μιλώ, απαντώ

Κρίας (το) = το κρέας

Κρισάρα (η) (<κρησάρα<αρχ κρησέρα) =  κόσκινο, σίτα (Άμα ντρέπεσαι, να βάλεις κρισάρα)

Κριτσιανήθρα (η) = ο χόνδρος

Κρουτσιανάου (ηχομιμητικό) = τρώγω κάτι και κάνω θόρυβο

Κρύγιο (το) = το κρύο

Κρυάδες (οι) = τα ρίγη.
(Έχω κρυάδες, θα βάλω πυρετό)

Κυλιστάρι (το) (<κυλώ) = το στεφάνι, το τσέρκι, παιδικό παιχνίδι, που το
έφτιαχναν από τα στεφάνια του κρασοβάρελου και το κύλαγαν με ένα χοντρό σύρμα γυρισμένο στην άκρη
(Τα κυλιστάρια τα καλά ήταν μεσαίου μεγέθους, φτιάχναμε και μια καλή βέργα και τα βγάζαμε στην κυκλοφορία…Όσο πιο πολύ αργούσε να σου πέσει, τόσο το καλύτερο. Καμιά φορά σου ΄φευγε, αν ήταν και λιγο κατηφόρα… και πήγαινε κατευθείαν στις θειάδες, που κάθονταν στο πλατύσκαλο…, Βασ. Μάραντου «Ζάγκα»)

Κυπρί (το) (Κύπρος) = τροκάνι, κουδούνι. Το εφεύραν πρώτοι οι Κύπριοι, εξ ού και το όνομα

Κύρης (ο) (μσν κύριε) = τιμητική προσφώνηση του πατέρα

Κυρούλα (η) = τιμητικός τίτλος σε γιαγιάδες που βοηθούσαν τις γυναίκες στη γέννα, έδιναν διάφορες συμβουλές

Κωλοβούζι το) (<κώλος+βαίνω) = το μικρό παιδί που πηγαίνει πίσω από τη μάνα του, μεταφ. ο φορτικός, ο ενοχλητικός άνθρωπος (Κωλοβούζι του ΄γινε)

Κωλόκουρα (τα) (<κώλος+κουρά) = μαλλιά από τα πόδια, την κοιλιά και τα οπίσθια των προβάτων (δεύτερης ποιότητας)

Κωλοκουτσάου (<κώλος+κουτσάου<κουτσαίνω) = καθυστερώ
(Άϊντε, βιάσου, τι κωλοκουτσάς τόσες ώρες)

Κωλόπανα (τα) = μωρουδιακά ρούχα, υποτιμητικός χαρακτηρισμός για παλιά , λερωμένα ρούχα

Κωλορίζι (το) = βλαστάρι στη ρίζα του δέντρου
(Τα φάγανε τα δέντρα τα κωλορίζια, ούλη την ημέρα καθάριζα)

Κωλοσούσα (η) = πουλί που κουνάει την ουρά του, η σουσουράδα, η πονηρή γυναίκα

Κωλοσφούγγι (το) = 1. το χαρτί υγείας της εποχής! (τότε πετρούλες, σταφυδόφυλλα, ασφάκα…!!!),

2. κάτι άχρηστο (Για κωλοσφούγκι μ΄έχεις!)

Κωλοφωτιά (η) = η πυγολαμπίδα, ο πανέξυπνος άνθρωπος
(Σπίθα είναι, σκέτη κωλοφωτιά!)

Κωλώνω = 1.  εμποδίζω
(Κώλωσε τις γίδες, να μη μπούνε στο περβόλι),
2. δειλιάζω, υποχωρώ, «κάνω πίσω»
(Είναι πολύ ξεροκέφαλος, δε (γ)κωλώνει με τίποτα)

 

 

Αναζήτηση αλφαβητικά

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ

Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω