Ντοπιολαλιά

Η παραλία Αμμούδι               Φωτογραφία: Ν. Μπίζος

 

 Ν. Βρεττάκου: «Ο αγρός των λέξεων»

Όπως η μέλισσα γύρω από ένα άγριο
λουλούδι, όμοια κ᾿ εγώ. Τριγυρίζω
διαρκώς γύρω απ᾿ τη λέξη.
Ευχαριστώ τις μακριὲς σειρὲς
των προγόνων, που δούλεψαν τη φωνή,
την τεμαχίσαν σε κρίκους, την κάμαν
νοήματα, τη σφυρηλάτησαν όπως
το χρυσάφι οι μεταλλουργοί κ᾿ έγινε
Όμηροι, Αισχύλοι, Ευαγγέλια
κι άλλα κοσμήματα.
Με το νήμα
των λέξεων, αυτὸν το χρυσὸ
του χρυσού, που βγαίνει απ᾿ τα βάθη
της καρδιάς μου, συνδέομαι· συμμετέχω
στον κόσμο…    

Η γλώσσα των προγόνων μας

Το ταξίδι στη γλώσσα των παιδικών μας χρόνων ξεκίνησε σαν ένα παιχνίδι επικοινωνίας μέσα από τα σύγχρονα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μεταξύ  συγχωριανών και φίλων και αναζήτησης λέξεων που μας θύμιζαν το παρελθόν της κοινής μας καταγωγής. Στη συνέχεια, όμως, μας συνεπήρε η μαγεία της σημασίας και της προέλευσης των λέξεων και μας οδήγησε στα βαθιά μονοπάτια μιας διαχρονικής γλωσσικής συνέχειας, η οποία αποκάλυπτε τη μακραίωνη ιστορική πορεία του λαού μας μέσα από την ανάδειξη του καθημερινού του βίου, τη ζωή της οικογένειας, τις γεωργικές και κτηνοτροφικές ασχολίες, τις γιορτές και τα πανηγύρια, τα τραγούδια και τους χορούς, τα ήθη και τα έθιμά του.

Τι είναι, λοιπόν, η Βασιλιτσιώτικη ντοπιολαλιά; Είναι η προφορική κυρίως ομιλία των ανθρώπων του χωριού μας (λέξεις και φράσεις), η οποία μεταφερόταν από γενιά σε γενιά και από στόμα σε στόμα, αφού ελάχιστοι ήξεραν γράμματα. Είναι ένα κοινό γλωσσικό απόκτημα, αφού συνδημιουργείται από όλους, όσοι μετέχουν στον κοινό τρόπο ζωής και εκφράζει τη σκέψη και τον ψυχισμό του καθενός στην ανάγκη επικοινωνίας με τους άλλους. Ο γλωσσικός της πλούτος εξαρτάται από τις καθημερινές ανάγκες αυτής της ομάδας και οριοθετείται από τους συνανθρώπους, τα ζώα, τα πράγματα, τη φύση, τις ασχολίες, τις βιολογικές ανάγκες, το συναίσθημα που αναπτύσσεται. Έχει τους δικούς της γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, που είναι άγραφοι και αποτέλεσμα της ιστορικής του συνέχειας.

Βέβαια αυτός ο γλωσσικός ιδιωματισμός ήταν σχεδόν ίδιος με τα γειτονικά χωριά, φωνητικά και μορφολογικά, αλλά και με πολλά άλλα μέρη της Μεσσηνίας, ακόμα και της Πελοποννήσου, όπως της Αρκαδίας, αφού είναι γνωστό πως πολλές οικογένειες του χωριού μας έχουν αρκαδική καταγωγή (βλέπε Β. Δ. Μάραντος – Β. Ρούβαλης «Η ιστορία της Κορώνης », Βασίλειος Γούλας «ΒΑΣΙΛΙΤΣΙ, η ιστορία ενός Ακρίτα», Παναγιώτα Κατσίβα «Από το δήμο Φαλάνθου Αρκαδίας στην κοινότητα Φαλάνθης Μεσσηνίας», Νικόλαος Πασαγιώτης «Ανεβοκατεβάτες», Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας» ). Διέφερε, όμως, όπως ελέχθη, από τη γειτονική Κορώνη με τους πολλούς αστούς, διότι εδώ υπήρχαν περισσότερες επιρροές  από τη βενετική κατοχή, από την επικοινωνία της Κορώνης με τη νησιωτική Ελλάδα και ιδίως τα Επτάνησα και από την επίσημη γλώσσα (καθαρεύουσα) του κράτους. Οι Κορωναίοι μιλούσαν περισσότερο κυματιστά, δηλ. η ομιλία τους είχε μια μουσικότητα και το λεξιλόγιό τους είχε περισσότερες ιταλικές, ναυτικές, όπως και λόγιες λέξεις. Αντίθετα η δική μας είχε περισσότερες λέξεις της γεωργίας και της κτηνοτροφίας με μια βαριά και παχιά προφορά.

Αυτή ακριβώς η προφορά, η οποία αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της γλώσσας των προγόνων μας, φαίνεται να δημιουργείται από μια φυσική ανάγκη να αναπτύσσει ο λόγος τους περισσότερα φωνήεντα είτε με την έκταση κάποιων ή την ανάπτυξη άλλων είτε και με την αποβολή του συμφώνου ανάμεσα σε φωνήεντα, ώστε να δημιουργούνται χασμωδίες. Έτσι οι λέξεις φαίνεται να «μακραίνουν και να χοντραίνουν και ο λόγος να γίνεται πιο παχύς» π.χ. τρούπα, στουφάδο, ούρμος, συφλοϊάστηκα, απουπάνου, χάμου, μπούιο, έϊδα, φτουχάμου κ.α.).

Σε επόμενη σελίδα καταγράφονται τα κυριότερα χαρακτηριστικά της