
Πώς θα ΄θελα να ήγλεπα τα ωραία του χωριού μου,
την όμορφή του εκκλησιά, τον Άγιο μας Βασίλη
με τη τρανή καμπάνα του, τ΄ ακοίμητο ρολόι!΄
Πώς θά ΄θελα να ήγλεπα ψηλά στον Αγι-Αντώνη
τ΄ αγαπημένο το σκολειό, της νιότης μας τιμόνι,
κι ύστερις να ροβόλαγα τις χωματένιες στράτες
και ισιακάτου νά ΄φτανα στις δροσερές τις βρύσες
που δυο ματάκια όμορφα γιομίζανε τις βίκες!
Πώς θα ΄θελα να ήγλεπα τις όμορφες τις ρούγες,
τις παστρικές του τις αυλές, τις ροδομυρωδάτες!
Στις γειτονιές να ήγλεπα τις φρεσκοασπρισμένες,
γυναίκες γέρους και παιδιά απ΄ ούλα μας τα σόϊα֗
ΓαΪταναίοι, Μαρανταίοι, Λυμπεραίοι και Μπιζαίοι
Χριστοπλαίοι, Τομαραίοι, Κατσουλαίοι και Μπουτσαίοι
Τριαντοπλαίοι, Γεωργαρακαίοι και Γεωργοπουλαίοι
Και κει στο έμπα-έβγα του χωριού Γουλαίοι και Κραναίοι!
Κι ακόμα είναι λιγοστοί Σιψαίοι και Σουμαίοι
και προς τη κάτου γειτονιά Φραγκαίοι, Κουβελαίοι.
Ακόμα είναι οι Λαμπρόπουλοι και οι Αγγελοπουλαίοι.
Να αγνάντευα και το Βουνί, τα δέντρα, τα χωράφια,
τις θάλασσες και τις στεριές, ματιώνε αναγάλλια!
Σε ποια να πρωτοπάαινα; η μια καλύτερη απ΄ την άλλη,
στο Κρυονέρι, στο Μεμί ή στ΄ Αμμούδι τ΄ ακρογιάλι,
Κι όταν το Πόρο θα διαβώ, πανώρια θέα θε να ιδώ,
Βενέτικο και Αη-Λια, μια θάλασσα, μια αγκαλιά!
Κι ακόμα πέρα μακριά Αγιάννη, Ακρίτα και Γκαβογκαλιά!
Αγαπημένη Σέλιτσα γλυκιά, μαγεύτρα φύση του Νοτιά!!!
Αγαπημένο μου χωριό, γλυκόπικρό μου Βασιλίτσι,
όμορφα μας μεγάλωσες, με ήθος και αξίες,
με περηφάνια και χαρά για την καταγωγή μας.
Όμως τα χρόνια πέρασαν και οι καιροί αλλάξαν,
τα όμορφα κοπέλια σου σε άλλες πόλεις πήγαν,
οι γειτονιές σου άδειασαν, οι γέροι μόνο μείναν.
Και τώρα στέκεις φτωχικό με σπίτια ερημωμένα
ποθώντας να τα ξαναδείς τα λίγα καλοκαίρια. Μα η μαγιά που έσπειρες ξανά θα σε πληθύνει`
και ξακουστό θε να γενείς, πάλι θα σε λαμπρύνει.
Καλλιόπη Αν. Μαράντου