Νάζι (το) (<τούρκ.naz) = σκέρτσο, τσαχπινιά
Νάκα (η) (<αρχ. ελλ. νάκη=προβιά) = δερμάτινη φορητή κούνια μωρού, την οποία κρεμούσαν στους ώμους τους οι γυναίκες
(…το δόλιο Κατσαντώνη, που τον επιάσαν ζωντανό σαν το παιδί στη νάκα, δημ.τραγ. από Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας»
(Α)Νάκαρα (<αρχ.ελλ. ανακαρώνω<ανά+καρώνω<καρόω<κάρα) = δύναμη ψυχική και σωματική αντοχή
(Πάει, δεν έχει πια τα νάκαρα)
Ναχρεικά (τα) (δες τη λέξη ανάχρεια) = τα απαραίτητα
(Κινήσανε οι μαστόροι μ΄ ούλα τα ναχρεικά τους)
Νεκραΐλα (η) = η έλλειψη ζωής, η απόλυτη ησυχία
(Τώρα στα χωριά μας υπάρχει νεκραϊλα, κάτι γέροι απομείνανε και που και που κάνας μεσόκοπος)
Νεκροκρέβ(β)ατο (το) = πρόχειρη κατασκευή με δυο γερές σανίδες, που τις τοποθετούσαν σε δύο σιδερένια τρίποδα και πάνω έβαζαν το νεκρό για να τον ξενυχτήσουν
Νεραϊδοπαρμένος (επίθ.) = δαιμονισμένος, θεοπάλαβος, αλαφροΐσκιωτος
Νεροδεσιά (η) = φράξιμο νερού με χώμα στο αυλάκι
Νερόπλυμα (το) = το άνοστο φαγητό
Νετάρω (<ιταλ. nettare) = τελειώνω, ξεκαθαρίζω
(Δόξα στο Παντοδύναμο, νετάραμε και φέτο με το καλό τις σταφίδες μας. Δεν είχε βροχές, είχαμε καλό πράμα. Και του χρόνου με το καλό!)
Νέτος (ο) (<ιταλ. netto) = τελειωμένος, καθαρός, άδειος, εξοφλημένος
Νέτα σκέτα (επίρ.) = ξεκάθαρα, την αλήθεια
(Πέσε μου νέτα σκέτα, συμφωνείς ή όχι)
Νηχός (ο) = ο ήχος (ρυθμός) του τραγουδιού
(Ελάτε, γυναίκες, πάμε, όπως ο νηχός…)
Νιά (αριθμ. θηλ. του ένας) = μια
(Νια βολά κι ένα καιρό…)
Νιά (η) = νέα
(Ήμουνα νια και γέρασα)
Νιανιά (άκλ.) = το λιωμένο φαγητό για τα μωρά
Νιάνιαρο (το) (<ίσως βεν. gnagnara ή <νινί) = το μικρό παιδί
Νίβουμαι (<αρχ. ελλ. νίπτω) = πλένομαι
Νικολοβάρβαρα (τα) = οι γιορτές του Αγ. Νικολάου και της Αγ. Βαρβάρας
(Από τα Νικολοβάρβαρα αρχίζει ο χειμώνας, παροιμία)
Νίλα (η) (<μεσν. νίλα<λατ.nila) = καταστροφή, ζημιά, αγωνία
(Μεγάλη νίλα με βρήκε)
Νιονιό (το) (<ιταλ. gnogno) = μυαλό
(Νιονιό κουκούτσι δεν έχεις)
Νιόνυφη (η) (<νέα+νύφη) = μόλις παντρεμένη, φρεσκοπαντρεμένη
(Καλώς τήνε τη (μ)πέρδικα, την όμορφή μας νιόνυφη! ,… Ο Μπέης τόνε φώναξε από το παρεθύρι – Μαμούτη κάτσε φρόνιμα, έλα να προσκυνήσεις – Μπέη, δεν είμαι νιόνυφη να ρθω να προσκυνήσω….Εμπνευσμένο από τη δολοφονία του Βασιλιτσιώτη αγά Μαμούρη στη πλατιά Άμμο, παραλία Μεμί, Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας»)
Νισάφι (το) ως επίρρημα(<τουρκ. insaf) = έλεος, αρκετά πια, σπλαχνίσου με
Νιτερέσιο (το) (<μσν. ιντερέσο<ιταλ.interesse=τόκος) = δοσοληψία, δούναι-λαβείν
(Oύλη τη νώρα σούξου-μούξου μου είσαι με το Παυλή του Νικολού. Τι νιτερέσια έχουτε του λόγου σας;)
Νογάου (<νογώ<αρχ. ελλ. νοώ) = αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
(Δε νογάς πού παν τα τέσσερα)
Νοματαίος (ο) (<μσν. ονομάτοι<ελλ. ονόματοι<όνομα) = άτομα, μέλη μιας οικογένειας
(Μεγάλη φαμπελιά, γιε μου, δεκαπέντε νοματαίοι είμαστούνε)
Νομή (η) (<ελληνιστ. κοινή νομή<αρχ. ελλ. νομή-νέμω) = βοσκή, τροφή για ζώα
(Πήρα τη νομή στ΄ Αραποχώραφο του μπαρμπα-Νιόνιου, δηλ. μπορώ να πάω τα ζώα μου για βοσκή στο χωράφι του…)
Νόμου (δώ μου<δώσε μου, προστ. αορ.) = δώσε μου
Νοτίζω (<νότος) = υγραίνω, Νοτισμένος (μετχ.) = αυτός που έχει υγρασία
(Μουχλιάσαμε από την όστρια, ούλα είναι νοτισμένα)
Νουρά (η) = η ουρά
Νόχτος (ο) = ο όχθος
(Είχε τέτοιονε χειμώνα φέτο, που γκρεμιστήκανε ούλοι οι νόχτοι)
Νταβαντούρι (το) (<τουρκ. tevatur) = η φασαρία, ο θόρυβος
(Μεγάλο νταβαντούρι κάνουτε)
Νταβάς (ο) (<τούρκ. tava) = μικρό χαλκωματένιο ταψί, ένα από τα χαλκώματα της νύφης
Νταβραντισμένος (επίθ.) (<τούρκ. davrandim) = γερός, ακμαίος, «βαρβάτος»
Νταβλαράς (ο) (<τούρκ. dagli) = μεγαλόσωμος, πολύ ψηλός
(Ψήλωσ΄ ο γιος σου μωρ-Μαριώ, κοτζιάμ νταβλαράς έγινε!)
Νταγιαντίζω (<τούρκ. dayandum) = υπομένω, απελπίζομαι
Νταής (ο) (<τούρκ. dayi) = ψευτοπαλικαράς
Ντάιμα (επίρ.) (<τούρκ. daima) = συνέχεια, τακτικά, συχνά
Νταϊφάς (ο) (ταϊφάς<τούρκ. tayfa) = αντροπαρέα
(Στη τάβλα που καθόμαστε πρέπει να τραγουδάμε, για να φουμίζει η τάβλα μας κι ούλος ο νταϊφάς μας… δημ. τραγ. Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας)
Ντάκος(ο) (<ιταλ. tacco) = κομμάτι ξερού ψωμιού, ξύλο για στερέωση
Ντάλα (επίρ.) (<τουρκ. dal) = στη μέση
(Ντάλα μεσημέρι, ντάλα καλοκαίρι)
Νταλαβέρι (το) (<ιταλ. dare vere) = αλισβερίσι, δοσοληψία, δούναι-λαβείν
Νταλασουμάνα (η) = ψηλή, δυναμική, πληθωρική γυναίκα, η νταρντάνα
Νταλοδέρνω (<νταλώνω+δέρνω) = χτυπάει η καρδιά μου δυνατά, βασανίζομαι, βολοδέρνω
Νταμάχι (το) (<τουρκ. tamah) = πολλή προσπάθεια, εργασιομανία, άγχος, απληστία, κατάχρηση
(Τον έφαε το πολύ νταμάχι, Είναι νταμαχιάρης ο άνθρωπος, Το πολύ νταμάχι τρώει το στομάχι, παροιμία)
Νταμιτζιάνα (η) (<ιταλ. damiziana) = γυάλινο μεγάλο μπουκάλι περιτυλιγμένο με ψάθα
Νταμπλάς (ο) (<τουρκ. damla) = κεραμίδα, συγκοπή, σοκ
(Μου ήρθε νταμπλάς!)
Ντάνα (η) (<ιταλ. tana) = στοίβα όμοιων πραγμάτων
(Μία ντάνα σακιά)
Ντανιάζω = στοιβάζω
(Οι τσαντίλες στα λιτρουβιά ήταν ντανιασμένες)
Νταντέλα (η) (γαλλ. dentele) = η δαντέλα
Νταντεμένος (επίθ) (μετχ. του ρ. νταντεύω) = χαϊδεμένος
Ντάρα (η) (<μσν. τάριον) = απόβαρο
(Έμεινα ντάρα, ρέστος)
Ντα(ε)ρλικώνω (<τουρκ. dirlik) = τρώω μέχρι σκασμού, την κάνω ταράτσα
(Τη ντερλίκωσα!)
Νταρντάνα (<κατά Μπαμπινιώτη δαρδανίδες γυναίκες<προβηγκ. tartana) = ψηλή, εύσωμη, ωραία γυναίκα
Ντέ (<τουρκ. de) (μόριο προτρεπτικό) = άιντε ντε, προχώρα ντε
Ντεγνέκι (το) (<τουρκ. degnek=μαγκούρα κατά Γ. Σκαμπαρδώνη) = βρομόξυλο, μπερντάχι
Ντελάλης (ο) (<τουρκ. tellal<αραβ. dallal) = διαλαλητής στα χωριά για μια είδηση, κήρυκας. Στο χωριό μας θυμηθήκαμε ντελάλη τον μπαρμπα-Αγγελή
(Όποιος έχασε το γαϊδούρι του, είναι δεμένο στη Βατούρα, να πάει να το πάρει!)
Ντελικατσόνα (η) (<λατ. delicatus) = η ψηλόλιγνη γυναίκα
(Μια παναίρια, νελικατσόνα γυναίκα μπήκε στην εκκλησιά και γυρίσαμε ούλες να τήνε εϊδούμε)
Ντενεκές ξεγάνωτος = ο άνθρωπος χωρίς αξία, όπως τα αγάνωτα χαλκώματα
Ντεντεκλάου (<γαλλ.decliner κατά Σκαρλ. Βυζάντιο) = σκοντάφτω και πέφτω, παραπατάω
(Πρόσεχε, γιαγιά, να πιάνεσαι από το τοίχο, σιγά-σιγά, μη ντεντεκλίσεις και πέσεις)
Ντερβενάκι (το) (υποκ. του ντερβένι<τουρκ. derveht<περσ. derbent) = στενό πέρασμα, τοπωνύμιο του χωριού
(…κλείσαν οι στράτες του Μοριά, κλείσαν και τα ντερβένια, δημ. τραγ., Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας»
Ντερέκι (το)(<τουρκ. direk) = πολύ ψηλός κι αδύνατος
(Πού να τον φτάσω, είναι κοτζιάμ ντερέκι!)
Ντερμεντέ (επίρ.) (<τούρκ.) = ντε και καλά, επίμονα, με το έτσι θέλω
(Αμάν, χριστιανέ μου, ντερμεντέ να σου περάσει!)
Ντερμπεντέρης (ο)(<τούρκ. derbeder<πέρσ.dar ba dar) = λεβέντης, καλός, συνεπής, γλεντζές
Ντέρτι (το) (<τουρκ.dert) = καημός, στενοχώρια
Ντερώνουμαι (<εν εδραίος-ούμαι) = προβάλλω το στήθος περπατώντας καμαρωτά,
Ντερωτός = καμαρωτός, Ντερωτά (επίρ.) = καμαρωτά
Ντηριέμαι (<εν+τηρούμαι) = δυσκολεύομαι, δειλιάζω, διστάζω
(Ντηριέμαι να πάρ΄ απόφαση)
Ντιβάνι (το) (<μσν. ντιβάνι<διβάνι<τούρκ. divani=αίθουσα συνεδριάσεων τουρκ. κυβέρν.) = κρεβάτι με σύρματα, σουμιές
Ντιπ (επίρ.) (<τούρκ.dip) = καθόλου
Ντοβλέτι (το) (<τούρκ. devlet) = η εξουσία στο Οθωμανικό κράτος
(Είμαι Μαμούρης ξακουστός σε ούλο το ντοβλέτι, δημ. τραγ.)
Ντόμπρος (επίθ.) (<σλαβ.dobro) = ειλικρινής, ευθύς
Ντοπάκος (ο) (<τοπάκος) = μικρός τόπος
Ντορβάς (ο) (<τούρκ. torba) = μικρό σακούλι, στο οποίο έβαζαν την τροφή των ζώων, κριθάρι, βρώμη και το κρεμούσαν στο λαιμό του ζώου για να την φάει
Ντορής (ο) (<τουρκ. doru) = άλογο κοκκινωπό
Ντόρος (ο) (<ίσως από αρχ. ελλ. τορός=με διαπεραστική φωνή) = δυνατός θόρυβος, φασαρία
(Πολύ ντόρο κάνουτε, Κάνοντας ντόρο δυνατό σ΄ όλους τους μαχαλάδες, Π. Γλ.)
Ντορός (ο) = το σημάδι, το ίχνος, άσχημη μυρωδιά
(Βρωμάει ο τορός σου.)
Η ετυμολογία της λέξης δεν είναι σίγουρη. Η λέξη υπάρχει στα σλαβικά torb = ομαλός δρόμος και στα βουλγαρικά = το ίχνος. Στα ελληνικά σημαίνει το ίχνος, την πατημασιά ιδιαίτερα των ζώων, αλλά και ανθρώπων. Κατά Ανδριώτη: ίσως από αρχ. τορός, κατά Μπαμπινιώτη από το αλβ. Torrua.
Ντουβάρι (το) (<τουρκ. duvar) = τοίχος, κουτός άνθρωπος
Ντουβλούκι (το) (τουρκ.)= αργόστροφος, αστοιχείωτος, αμόρφωτος
(Ντιπ ντουβάρι, ντιπ ντουβλούκι είσαι κακομοίρη μου)
Ντουβρώνω (<ντουρώνω<λατ. duro) = δυναμώνω, ανακτώ δυνάμεις
Ντουγρού (επίρ.) (<τουρκ.dogru) = κατευθείαν μπροστά, ίσια
Ντούζα (επίρ.) (τουρκ.) = στάση με εμφανή άσεμνα σημεία του σώματος
(Σκεπάσου, τι κάθεσαι με τα πόδια ντούζα)
Ντουζώνω = περπατώ και προτάσσω το στήθος ή τα οπίσθια
(Περπατάει και ντουζώνει τα οπίσθιά της!)
Ντουζένια (τα) (<τουρκ. düzen) = ζωή, διάθεση για γλέντι, νιάτα
(Είναι μεσ΄ τα ντουζένια του)
Ντουζίνα (η) (<βεν. dozzina) = δωδεκάδα
(Προίκισα τη δυχατέρα μου με μια ντουζίνα σεντόνια, μια ντουζίνα βρακιά, μια ντουζίνα πουκάμισα…)
Ντούκια (επίρ.) (<εν κοιτών) = κοιμάται κάποιος βαθιά
(Τον πήρε, τον ύπνο, ντούκια)
Ντούκου (επίρ. )(ηχομ. από το χτύπημα στον πάγκο) = 1. τοις μετρητοίς (Θα στα πληρώσω ντούκου),
2. απαρατήρητα (Πέρασε ντούκου)
Ντουμάνι (το) (<τουρκ. duman) = σύννεφο από καπνό
(Μπαίνεις στο (γ)καφενέ και είναι ντουμάνι)
Ντουλάπης (ο) (<ντουλάπι<τουρκ. dolap) = εσωτερικό στον τοίχο ντουλάπι για αποθήκευση. Στην κουζίνα για τρόφιμα, στα δωμάτια για ρούχα, στη σάλα για γυαλικά
Ντουνιάς (ο) (<τουρκ. dünya) = κόσμος, ανθρωπότητα
Ντουντούκα (η) (<τουρκ. düdük) = τηλεβόας, αυτός που μιλάει δυνατά
Ντουράκι (το) (υποκορ. τουρλάκι<τουρλί) = πέτρινο παγκάκι
(Μάστορα, χτίσε κι ένα μικρούλι ντουράκι δίπλα στο τζάκι, να ξαποσταίνω μια στάλα τα βράδια)
Ντούρος (ο) (<λατ.duro) = γερός, δυνατός,
Ντούρος και κουμουντούρος = πολύ ακμαίος
Ντουράς (ο) = νήμα πλεξίματος, 5 θηλιές
Ντράβαλα (τα) (<ιταλ. travaglio) = φασαρίες, περιπέτειες
(Καινούρια ντράβαλα με βρήκανε)
Ντραφιάζω (<τραφιάζω<εν+τράφος) = βάζω σε τάφρο, θάβω
(Παιδιά μου, όταν πεθάνω να με ντραφιάσετε στον Αη Βασίλη)
Ντρίτσα (επίρ.) (<ιταλ. drizza) = ανάποδα
(Βάλε τη τάβλα ντρίτσα), Ντρίτσας = ο ανυπάκουος
Ντριτσόνι (το) = χοντρό ψάθινο καπέλο
Ντρέ(γ)ουρος (η) (επίθ.) (<τρελός+άγουρος) = ανήσυχος, ζόρικος
(Ο Γιωργής μου είναι πολύ ντρέγουρος, ούλη την ώρα τόνε μαλώνω, δεν ακούει καθόλου)
Ντρένιος (ο) (<δρυς) = ο δρύινος (Ντρένιο βαρέλι)
Ντρίλι (το) (γαλλ. drille) = φθηνό ύφασμα, ανάλογο του τζιν
Ντρίμερα (τα) = τα κυκλάμινα
Ντρογύρω (επίρ.) (<τρογύρω) = γύρω γύρω
Ντρουμπούκι (το) (<λουμπούκι) = 1. το κοτσάνι του καλαμποκιού (ή λούκι),
2. μικρό κομμάτι από κλάρα ελιάς, το οποίο το έκαναν φυτίστρα και το μεταφύτευαν μετά από 3-4 χρόνια
Ντύμα (το) (<ένδυμα) = θήκη για πάπλωμα, για τετράδιο
(Ξέντυσα το πάπλωμα και θέλω να του ράψω το καινούριο ντύμα)
Ντυμασιά (η) = η ενδυμασία
(Έχω δυο καλές ντυμασιές)
Ντώνω (εν+δίδωμι) = ανοίγω, απλώνω, ξεσφίγγω, ανακουφίζομαι
(Ντώσε με στο πάνου μέρος του χωραφιού και θα στο δώσω στο κάτου, Έντωσε η μέση μου, Ξεντώσου να ανασάνεις)
Νυφαριά (η) (μεγενθυντικό της νύφης) =χαρακτηρισμός για τη νύφη κάποιου είτε επιδοκιμαστικός είτε απαξιωτικός
Νυφή (η) (<νύφη<αρχ.ελλ. νύμφη) = προσφώνηση στη γυναίκα του γιου ή του αδερφού
(Καλημέρα νυφή μου, τι κάνεις;)
Η χρήση της συγγενικής σχέσης ήταν ευρεία και συχνά αντικαθιστούσε το όνομα
Νυφίτσα (η) (<νυμφίτσα<νύμφη) = η βερβερίτσα, μεταφ. ο κρυφός και πονηρός
Νυφοπάζαρο (το) (<νύφη+παζάρι) = τόπος για βόλτα γυναικών και ιδίως κοριτσιών. Στο χωριό μας δεν έβγαιναν οι γυναίκες έξω από τα σπίτια για να κάνουν μια βόλτα. Κάθε Κυριακή όμως και κάθε γιορτή πήγαιναν πάντα στην εκκλησία. Έτσι η εκκλησία και το προαύλιό της λειτουργούσαν ως νυφοπάζαρο, αφού εκεί τις έβλεπαν οι άλλες γυναίκες και οι άντρες και αποφάσιζαν αν τους κάνουν για νύφες και έστελναν προξενιό
Νυφοστόλι (το) = ο στολισμένος με κοφτό ασπρόρουχο καναπές ή δυο καρέκλες, όπου κάθονταν ο γαμπρός και η νύφη μετά την τέλεση του μυστηρίου, για να τους μελώσει η πεθερά, όταν γύριζε το ζευγάρι από την εκκλησία
Νωμίτης (ο) = η μανικοκόλληση, το κόψιμο στον ώμο πλέκοντας για να ενωθεί το μανίκι
Νώμος (ο) = ο ώμος
(..Στο νώμο το ταγάρι του, στο χέρι την αγκλίτσα…, ποίημα, Π. Γλ.)
Αναζήτηση αλφαβητικά
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω