Βαγγέλιο (το) = το Ευαγγέλιο
(Τ΄ άκουσες, νυφούλα μου, τι λέει το άγιο το Βαγγέλιο; Να τιμάς τη πεθερά, να σε λέει κυράτσα νύφη…, δημ. τρ. Α. Γ.)
Βαθουλός (επίθ.) = βαθύς
(Θα μου βάνεις το φαϊ σε βαθουλό πιάτο)
Βαΐζω (<βάιον) = αγκομαχώ από πόνους, λυγίζω, όπως τα κλαδιά της βάγιας (του) Βαϊώνε = των Βαϊων
(Εβάϊσα λεβέντη μου, ωσάν τα λιανοκλάδια)
Βακέττες (οι) (<Ιταλ.vachetta<λατ.vacca=αγελάδα) = παπούτσια από δέρμα αγελάδας
Βακούφια (τα) (<τούρκ.νakif) = κτήματα που έχουν δοθεί σε μοναστήρι από ιδιώτη, μοναστηριακή περιουσία
(Το Μαναστήρι της Χρυσοκελλαριάς είχε τέτοια χτήματα στη Τρούπια Πέτρα, στα Στεφάνια, στη Θοδωρίνα, τα λέγανε και μαναστηριακά)
Βαλαντώνω (μεσν.βαλαντώ<βαλάντιον) = κουράζομαι (κυρίως ψυχικά), στενοχωριέμαι πολύ
(Βαλάντωσε στο κλάμα, έλιωσε)
Βαλμάς (ο) (< αρχ.ελλ. βάλλω) = ο εργάτης που έβαζε τις ελιές στη γυριά για να γίνουν χαμούρι και ταυτόχρονα χτυπούσε το άλογο για να γυρίζουν τα λιθάρια στο λιτρουβιό
Βάνω = βάζω
Βαρβατίλα (η) = η μυρωδιά του εργένη τράγου
Βαρβατσέλι (το) (<λατ.barbatus) = ο μικρός χοίρος πριν ευνουχισθεί, γενικότερα το νέο άτομο ή ζώο που έχει ορμές
Βαρ(γ)ιέμαι = τεμπελιάζω
Βαργιέστησα (<τούρκ.vazgestim) = κουράστηκα
(Βαριέστησα απ΄ τα πολλά τα βάσανα παιδάκι μου)
Βαργιεστημάρα (η) = η τεμπελιά
Βάρδα (<βεν varda) = προσέχετε
(Βάρδα φουρνέλο, στη μπάντα Γιαννέλος, βάρδα και δε προκάμω = εκτός, βάρδα και τον φάγαμε, βάρδα και μη μας καταλάβει)
Βάρδα μπίλιας = ο φλύαρος, ο επιπόλαιος
Βάρδουλο (το) (<βεν.vardolo) = δερμάτινη λωρίδα που ράβεται με τη σόλα του παπουτσιού
Βαρέλι (το) (το νεροβάρελο) = μικρό ξύλινο ή και σιδερένιο στρογγυλό αγγείο, με το οποίο κουβαλούσαν οι άνθρωποι νερό από τις βρύσες. Το ξύλινο οι γυναίκες το φορτώνονταν με τη βοήθεια άλλης στον ώμο, ενώ τα σιδερένια τα φόρτωναν στα γαϊδούρια ή στα άλογα. Βέβαια υπήρχε και το γνωστό ξύλινο κρασοβάρελο
(…- Τώρα, ξιφορτώνω τα τελευταία αγγειά και δέστε το γαϊδούρι από τη συκιά. – Τι λες, χριστιανέ μου, να τους φορτώσεις τα βαρέλια να πάνε για νερό…, Β. Μάραντος, «Ζάγκα»)
Βαριά (η) = μεγάλη σφύρα, Βαριοπούλα (η) = μικρότερη σφύρα
Βαρκό (το) (<βαρικό<βαρύ) = το χωράφι που κρατάει νερό, το βαλτώδες
Τα Βαρκά = τοπωνύμιο σε περιοχή με βαριά χώματα
(…Ακολουθούν το τσοπάνικο μονοπάτι, αποφεύγοντας τα βαρκά, τους βαλτότοπους και το μάτι της εξουσίας…, «Ανεβοκατεβάτες», Ν. Πασαγιώτης)
Βάρτα χάλαστα = κατασπατάλησέ τα
Βαρυγκόμια (η) (<βαρυγνώμια<βαρύς+γνώμη) = μεγάλο παράπονο, δυσφορία, στενοχώρια
Βαρυγκομάου = στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ
(Βαρυγκόμησε η νύφη με τα πεθερικά και το ΄βαλε βουλή να φύγουνε από το χωριό)
Βασανιάρης (επίθ.) (<αρχ. ελλ. βάσανος) = ο ταλαιπωρημένος από βάσανα άνθρωπος, ο ασθενικός,ο δυστυχής
Βασκαντούρης (επίθ.) (<αρχ.βασκαντούρα=θαλάσσιο κοχύλι) = πολύ όμορφος, καλοθρεμμένος. Η λέξη εκφράζει θαυμασμό ή ευχή για την αποφυγή ματιάσματος
(Φτου σου, φτου σου, βασκαντούρικο, να μην αβασκαθείς και μάτι μη σε πάρει!!!)
Βαστάκι (το) (υποκ.βαστάκιον<βαστώ) = το θηλύκι του παντελονιού για να περνά η ζωστήρα
Βασταό (το) ή βασταερό (<βαστάζω=σηκώνω φορτίο) = το γαϊδούρι
(Βάστα καημένο βασταό να ανέβει το ποτόκι…)
Βάτεμα (το) (<βατεύω<βαρβατεύω) = το ζευγάρωμα των ζώων
Βασιλιάς (ο), η βασιλίνα = η χρυσόμυγα. Η χρυσόμυγα ήταν αγαπημένο παιχνίδι των παιδιών. Την έδεναν με κλωστή και την στριφογύριζαν, ενώ εκείνη βούιζε
Βατοκόφτης (ο) = τσεκούρι για βάτα
Βατοκρυμμένος = ο κρυμμένος μέσα στα βάτα, ο ντροπαλός, ο ακοινώνητος
(Μια βατοκρυμμένη είναι, σιγά τη νύφη!)
Βατόμουρα (τα) = νόστιμο και πολύ θερπτικό φρούτο από τα βάτα
Βατσίνα (η) (<Ιταλ.vaccina) = το αποτύπωμα εμβολίου στο δέρμα
Βγάνω (<αρχ.εκβαίνω) = τα καταφέρνω
(Τη βγάνει δε τη βγάνει, είναι του πεθαμού).
Βγήκε λάδι (έκφραση) = είναι αθώος, μου έβγαλε το λάδι = με κούρασε πολύ, βγάλανε λάδι οι ελιές = πήγε καλά η περιεκτικότητα του καρπού της ελιάς σε λάδι. Η λέξη έχει πολλές χρήσεις και σημασίες, δες ιδιωματισμοί
Βγενικός, -ιά, -ό = ο ευγενικός, Βγενικά (επίρ.) = ευγενικά
(…μας την προσφέρνουν βγενικά, να φάμε στην υγειά τους…, ποίημα, Π. Γλ.)
Βγένω = Ευγενία, Βγενυσία = Διονυσία, Βγενύσιος = Διονύσιος
Βεδούρα (η) (<σλάβ.vedro) = ξύλινο κυλινδρικό δοχείο για μεταφορά ή πήξη γάλατος
Βελάνι (το) = το βελανίδι
Βελανίδα (η) (<αρχ.βάλανος) = η βουβωνική χώρα
Βελέντζα (η) (<τούρκ.velence<αρωμουνικά velentza) = μάλλινο χοντρό κλινοσκέπασμα
Βεντούζα (η) (<Ιταλ.ventosa) = αφαίμαξη κρυολογήματος με καφτές γυαλόκουπες στην πλάτη του ασθενούς. Τύλιγαν μπαμπάκι σ΄ένα πιρούνι, το πότιζαν με οινόπνευμα και του έβαζαν φωτιά. Στη φλόγα του ζέσταιναν μια γυαλόκουπα, την οποία την τοποθετούσαν με δύναμη στην πλάτη του ασθενή. Σ΄ αυτό το σημείο το δέρμα πυρωνόταν και φούσκωνε. Όταν κρύωνε την έβγαζαν και την έβαζαν σε άλλο σημείο. Ήταν ένας πρακτικός τρόπος για να φύγει το κρύωμα
(Του ΄ριξα βεντούζες και ξεγέρεψε)
Βερβερίτσα (η) (<σλάβ.ververica) = ο σκίουρος
Βεργάδι (το) (< μεσν.βέργα<λατ.virga=κλαδί χωρίς φύλλα) = το γίδι 2-3 χρόνων
Βεργατσούλα (η) (<μεσν.βέργα+τσούλα<τουρκ.celik=κλαδί) = κρεβάτι πάνω σε δέντρα, ελιές, μουριές ή ξυλοκερατιές. Αλλιώς κρεβατωσιά
(Βεργαρτσούλα έστησα, στην ελιά τη (γ)κάρφωσα)
Βεργολάζα (η) (<βέργα+λάζα) = αλέγκρα, γυναίκα ψηλόλιγνη με χάρη
Βεργολυγάου (<βέργα+λυγάω) = λυγίζω ως λεπτή βέργα
(Βρίσκω μια μηλιά στη μέση που βεργολυγά να πέσει…, δημ. τρ. Α.Γ.)
Βεργολυγερή (η) (<βέργα+λυγερή) = ψηλή, αδύνατη κοπέλα
Βερζεβούλης (ο) (<ιταλ.βεελζεβούλ) = ο Σατανάς
Βερέμης (ο) = ασθενικό άτομο, o χτικιάρης
(Παντρεύεται η Γιαννούλα μας και παίρνει βερεμιάρη, δημ.τραγ.)
Βερέμι (το) (<τούρκ.verem) = το χτικιό, η φυματίωση
Βερεσιέ (επίρρ.) (<τούρκ.veresiye) = αγοραπωλησία με πίστωση
Βερεσιέδια (τα) = xρέη με πίστωση
(Μας γονατίσανε τα βερεσιέδια, δε προκάνουμε να σηκώσουμε κεφάλι)
Βετούλα (η) ή βετούλι (το) (αρωμουνικά vituli<λατ.vitulus,Ινδοευρ. vet χρόνος, έτος) = τo xρονιάρικο κατσίκι
(Κουβεντούλα κουβεντούλα, τρώει ο λύκος τη βετούλα, παροιμία)
Βετσώνω (<λατ.vetare) = θυμώνω (Μου βέτσωσε = μου θύμωσε)
Βίκα (η) (<αρχ.ελλ. βίκος) = πήλινη στάμνα νερού
(Το νερό για πιόσιμο το βάζαμε στις βίκες, που το κρατούσαν δροσερό)
Βικί (το) = σταμνάκι κρασιού
Βίκος (ο) = σπαρτό χόρτο (ψυχανθές) για τροφή των ζώων, κατάλληλο για σανό
Βιλάρι (το) = άκοπο υφαντό του αργαλειού σε ρολό ή άκοπο ύφασμα
(Έχω ακόμα προίκα ένα άκοπο βιλάρι κουρελούδες)
Βιά (η) (<αρχ. βία) και βιάση = η βιασύνη, μεγάλη ανάγκη, δύσκολη κατάσταση
(Το βιός μου στη βιά μου = η περιουσία μου στην ανάγκη μου)
Βιός (το) (<αρχ.βίος) = η περιουσία, οι οικονομίες
(Το βιός μου ούλο είναι η φαμπελιά μου)
Βιράνι (το) (<τούρκ.viran) = μεγάλο και ελεύθερο, ανοικτό
(Έχει μια σπιταρόνα βιράνι!)
Βί(η)σσαλο (το) (ελλν.βήσσαλον<λατ. besales) = κεραμιδάκι, μικρή πέτρα. Βάσσες<αρχ. Βήσσαι, ο τόπος που έχει κτιστεί ο Επικούρειος Απόλλωνας, τόπος γεμάτος πέτρες
(…Κάποτε θα ‘χαν κατοικήσει κι εδώ άνθρωποι – διακρίνεις ακόμα έναν γκρεμισμένο τοίχο, βήσσαλα από σπασμένα λαγήνια…,Ο Χριστός ξανασταυρώνεται Ν. Καζαντζάκη).
Βίτσα (η) (<λατ.vicia, σλ.veja-βέργα) = 1. μαστίγιο, ξύλο
(…άλλος πίσω από το άλογο να το βαρεί με βίτσα…, ποίημα Π. Γλ., Μια βίτσα σου χρειάζεται, παλιόπαιδο!),
2. ξέχειλο, γεμάτο
(Τα λιόφτα μας φέτο είναι βίτσα, μακάρι να κάμει καλό καιρό το Μάη και να δέσουνε)
Βιτσιά (η) = το χτύπημα με βίτσα
(Βιτσιά βαρεί το άλογο και για το Σούλι τρέχει, δημ. τραγ. Α. Γ.)
Βίτσιο (το) (μεσν.βίτσιον<ιταλ.vizio) = τo κουσούρι, τo ελάττωμα, η ιδιοτροπία
Βλάμισσα (η) (<βλάμης<αλβ.vellam) = όμορφη γυναίκα, αγαπητικιά
(Σιγά καλέ μου, σιγά, σιγά την άμαξα, γιατί είναι μέσα η βλάμισσα, δημ.τραγ.)
Βλαβικός, -ιά, ό (επίθ.) = ο ευλαβικός
(Γλυκά καμπανοκρούσματα χτυπάει ο Αγιο-Δημήτρης και διαλαλεί τη μνήμη του στους βλαβικούς κατοίκους…, ποίημα Π.Γλ.)
Βλάχος (ο) (<μεσν.<πρωτοσλαβ.volx<πρωτογερμ.) = ο χωριάτης. Έτσι έλεγαν οι Κορωναίοι όλους τους κατοίκους των γειτονικών χωριών με υποτιμητικό τρόπο
Βλόγα (προστ. Ενεστ. του ρ. βλογάου) = να ευλογάς
(…βλόγα Χριστέ τις πάλες μας, βλόγα και τα σπαθιά μας, δημ. τραγ., Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας»)
Βλο(γ)ιοκομμένος = ο σημαδεμένος στο πρόσωπο με ουλές από δερματικά εξανθήματα (<ευλογιά)
(Πέρασε ολομόναχος, βλογιοκομμένος, σιγανοπερπάτητος ο Δ/ντής του Δημοτικού σχολείου…, Ν. Καζαντζάκης)
Βλοημένος (μετχ. του ρήμ. βλογάου<ευλογώ) = ευλογημένος. Συνήθης προσφώνηση σε μικρούς και μεγάλους
(Έλα δωχάμου, βλοημένο μου, να σε εϊδώ!)
Βλοΐσια (τα) = οι ευχές στους γάμους
Βοϊδάλετρο (το) = αλέτρι (άροτρο) που το έσερναν βόδια
Βοϊδογλειψιά (η) = φυσική «κορφή» δεξιά ή αριστερά του μετώπου, στη ρίζα των μαλλιών
Βοϊδομάτης (επίθ.) = αυτός που έχει μάτια σαν βοδιού
Βολά (η) (<φορά) = η φορά
(Μίνια βολά ακόμα να μου το κάμεις, …Ευλογημένε θεριστή π΄ ευφραίνεις την καρδιά μας, δεν ήτανε ν΄αρχόσουνα για δυο βολές το χρόνο; ποίημα Π. Γλ.)
Βολεί (γ΄ ενικ.του ρ. βολεύω<ευβολεύω<εύβολος) = χωράει, βολεύει
(Είναι μεγάλο το σπίτι, μας βολεί, Είναι στριμώκωλα δω μέσα, δε με βολεί καθόλου)
Βολή και Βόλεψη (η) = η ευκολία, η άνεση
(Άσε με στη βολή μου, στη βόλεψή μου, μη με ξεσηκώνεις!)
Βολοδέρνω = ταλαιπωρούμαι
Βολύμι (το) = το μολύβι, το πολύ βαρύ
(Βολύμι τα χέρια του έναι)
Βόρισε, θα βορίσει, έχει βορίσει (<βοριάς) = κρύωσε το ζυμάρι, έκανε ξερή κρούστα και δε φούσκωσε
(Σκέπαστο με το τουβαλίθι, να μη βορίσει)
Βοτανίζω = καθαρίζω το σπαρμένο χωράφι από τα ζιζάνια
Βότανος (ο) (<μεσν. βότανον<αρχ. βοτάνη) ή το βοτάνισμα = γεωργική εργασία, κατά την οποία καθάριζαν το περβόλι με τα φυτρωμένα κηπευτικά ή το χωράφι με τα δημητριακά από τα βλαβερά ζιζάνια
(…κι ο βότανος να γίνεται διπλός και μ΄ επιμέλεια, ποίημα, Π. Γλ.)
Βουή (η) (<αρχ. ελλην. βοή) = 1. φασαρία μεγάλη (Μεγάλη βουή ακούεται),
2. κακό μαντάτο (Βουή που με βρήκε!)
Βουίζει, βούιξε = ακούστηκε κάτι ντροπιαστικό ή πολύ κακό σ΄ όλο το χωριό
(Βούιξ΄ ο τόπος από τις πομπές της!)
Βούκινο (το) (<λατ. buccina=αρχ. ρωμ. χάλκινο μουσικό πνευστό όργανο) = η δημοσιοποίηση ενός μυστικού
(Βούκινο το΄καμες!)
Βουλή (η) (<αρχ. ελλ. βουλή) = απόφαση, σκέψη
(Σήμερα βάλανε βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὁβραῖοι…,Το μοιρολόϊ της Παναγιάς, Τι βουλή πήρες άντρα μου;)
Βούλησα, βουλήσανε = αποφάσισα, αποφάσισαν
(Κι οι τέσσερις βουλήσανε το Κώστα να σκοτώσουν, δημ. τραγ., Α. Γ.)
Βουνί (το) = το βουνό Μαυροβούνι
(Το όνομά του προέρχεται από τη σύνθεση δύο λέξεων, της λέξης «μαύρο» και της λέξης «βουνί». Η λέξη «μαύρο» έχει να κάνει με το έντονο σκουροπράσινο χρώμα της βλάστησής του, κυρίως χαμηλή. Από την άλλη, η λέξη «βουνί» παράγεται από την αρχαία ελληνική λέξη «βουνός» (ο), που σήμαινε ό,τι σημαίνει σήμερα η λέξη «βουνό». Εξέλιξη της αρχαίας λέξης «βουνός» είναι η λέξη «βουνόν» (το) και, επί το λαϊκότερον, «βουνί» (βλ. «Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης» των Linnell-Skott)
Έχει υψόμετρο 407 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας (αλλού αναφέρεται 518 μ.) και ανήκει στη γεωτεκτονική ζώνη Πίνδου-Ολωνού, δημιούργημα της οποίας φαίνεται ότι υπήρξε. Τα πετρώματά του είναι, κυρίως, κροκαλοπαγή, αποτελούνται, δηλαδή, από κροκάλες (στρογγυλά λεία χαλίκια), που έχουν συνδεθεί μεταξύ τους με ορυκτή συνδετική ύλη και είναι πολύ σκληρά.
Το Μαυροβούνι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή των κατοίκων του Βασιλιτσίου και της Χρυσοκελλαριάς, ιδιαίτερα σε περασμένες εποχές, όπου οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες. Χρησιμοποιήθηκε πολύ από τους κατοίκους για κτηνοτροφία, αλλά και για σιτοκαλλιέργεια. Επίσης, πρόσφερε ξυλεία για το μαγείρεμα και τη θέρμανση των κατοίκων. Ξύλα από το βουνό πουλούσαν παλαιότερα οι κάτοικοι του χωριού σε κατοίκους της Κορώνης. Στο έδαφός του φύτρωναν (φυτρώνουν ακόμη σε περιορισμένη ποσότητα) γευστικότατα μανιτάρια που αποτελούσαν εκλεκτή τροφή στην εποχή της πείνας, ενώ τα κούμαρα ήταν ένα ωραίο φρούτο, τότε που σπάνιζαν τα άλλα.
Εξακολουθεί, όμως, και σήμερα να προσφέρει το βουνό μας. Όχι τόσο για τη διατροφή μας πια, όσο για ένα καλύτερο φυσικό περιβάλλον. Χρέος όλων μας να το φροντίζουμε και να το προστατεύουμε από πυρκαγιές, που τόσο έχει υποφέρει. Οι κάτοικοι του Βασιλιτσίου και της Χρυσοκελλαριάς του οφείλουμε πολλά. Βασ. Γούλας)
Βουρλίδι (το) = χορτάρινος σπάγγος, Βουρλίδι = τοπωνύμιο έξω από το χωριό
Βουρλίζουμαι (<βούρλο) = είμαι ανήσυχος πολύ, πηγαίνω πάνω κάτω, νευριάζω πολύ, τρελαίνομαι
(Κάτσε χάμου ήσυχα, μη με βουρλίζεις πια)
Βούτα (η) (<βουτώ) = αποθηκευτικό ξύλινο δοχείο τυριού, κοντό και φαρδύ βαρέλι
(Στα παλιά τα χρόνια στο Βασιλίτσι χρησιμοποιούσαν πολύ τη «βούτα», πήλινο ή ξύλινο δοχείο, μέσα στο οποίο έβαζαν τυρί, παστό ή κρασί.. Ίσως και σήμερα μπορεί να υπάρχει σε κάποιο σπίτι. Β. Γούλας)
Βουτσάς (ο) = ο βαρελάς
Βουτσέλα (η) = μικρό ξύλινο βαρέλι
Βουτσί (το) (<ελλν. κοινή βούτις<υστερολατ. buttis) = 1. ξύλινο βαρέλι,
2. χοντρός άνθρωπος
(Πολύ χόντρυνες, παιδάκι μου, σα βουτσί είσαι!)
Βραϊά (η) (μεσν.βραγιά<λατιν.bradia) = η πρασιά
(Μια βραϊά σπανάκι)
Βρακοζώνι (το) =μακρύ ανδρικό εσώρουχο μέχρι κάτω από τα γόνατα
Βραχνοκόκκορας (ο) = ο βραχνιασμένος
Βρουίδια (τα) (ηχοπλ. από τον ήχο βρ.. του σκισίματος) = σχισμένα κομμάτια ρούχου
(Θύμωσε τόσο πολύ, που πήρε το φουστάνι της και το ΄καμε βρουϊδια)
Βραστογαλιά (η) = βρασμένο γάλα με ψωμί μέσα, τροφή που έθρεψε γενιές
(δες «οι συνταγές της Κατίνας»)
Βρετικά (τα) (<μσν. βρετικά<ευρετίκια<ευρετής) = τα εύρετρα. Το αντάλλαγμα που παίρνει κάποιος, όταν βρίσκει χαμένα πράγματα και τα επιστρέφει στον ιδιοκτήτη
Βροντάρι (το) (<ιταλ. frontale=δοκός) = το δοκάρι που κρατάει το γείσο της στέγης
Βρόντος (ο), του βρόντου = ο θόρυβος, μάταια (με επιρρηματική σημασία)
(Στο βρόντο πήγαν οι κόποι μου)
Βροντολόι (το) = παρατεταμένες βροντές
Βρουκόλακας (ο) (<βουλγ. virkolak) = ο βρυκόλακας, Βρουκολάκιασε έλεγαν για τα μωρά που πέθαιναν αβάπτιστα
Βροχάρης (ο) = ο βροχερός καιρός
Βρουχιέται (<βρυχάται<αρχ. ελλ. ρίζα –ρα<β-ρυχηθμός των ζώων, όταν κατασπαράζουν τη λεία τους) = βρυχάται, μουγκρίζει, κλαίει γοερά, ουρλιάζει από πόνο
Βρωμίστρα (η) = η θημωνιά με δεμάτια βρώμης
Βυζάχτρα (η) = 1. ζωϋφιο που ρουφάει το αίμα στα πουλιά,
2. το θήλαστρο
Αναζήτηση αλφαβητικά
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω