Γαβάθα (η) (μεσν.<λατ.gavata) = η πήλινη σαλατιέρα
Γαϊδουρόδενε, γαϊδουρογύρευε = δένε το γαϊδούρι, γύρευε το γαϊδούρι
(Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε, παροιμία)
Η φράση βγήκε κυριολεκτικά, γιατί πολύ συχνά λύνονταν τα γαϊδούρια και πήγαιναν σε ξένα χτήματα και έκαναν ζημιές. Ετσι καλύτερα κάποιος να δένει καλά το γαϊδούρι του, παρά να το ψάχνει σε ξένα χωράφια. Μεταφορικά πλέον η φράση δηλώνει την εξασφάλιση μιας κατάστασης και όχι την αβεβαιότητά της
Γαϊδουρολάτης (ο) (<γαϊδούρι+ελαύνω) = ο οδηγός του γαϊδουριού, ο αγωγιάτης
Γαϊτάνι (το) (αντιδ.) (μεσν. γαϊτάνι(ν)< λατ. gaitanum< Caieta / Gaeta<Καιήτη(ελλ. πόλη) = κορδόνι που στολίζει τις άκρες ρούχου, μανίκια, λαιμόκοψη, ποδόγυρο
(Μια κόρη με σγουρά μαλλιά, ψηλό βουνό ανέβαινε πλέκοντας το γαϊτάνι, δημ. τραγ.,
Άντρα μου θέλω φουστάνι, γύρω γύρω με γαϊτάνι, δημ. τραγ)
Γαϊτανώνω = κάνω γαϊτάνι γύρω-γύρω στο ρούχο
(Θέλω να γαϊτανώσω τις μωρουδιακές πάνες)
Γαλάρι (το) = το μαντρί για τα γεννημένα ζώα, γενικότερα το μαντρί11
Γαλάρια (η) (<γάλα) = αυτή που κατεβάζει γάλα, γυναίκα ή ζώο
Γαλαζομηχανή (η) = ψεκαστική μηχανή του ώμου για ρεντίσματα με γαλαζόπετρα
Γαλαζόπετρα (η) = ο θειϊκός χαλκός
Γαλατσιάζει (ο ορίζοντας) = ασπρίζει (γίνεται σαν το γάλα), φωτάει
(Την ώρα που η αυγή γαλατσιάζει τις κορφές του Ταϋγέτου…, «Ανεβοκατεβάτες», Ν. Πασαγιώτης)
Γαλαχτίζω = αραιώνω με λίγο χλιαρό νερό το ζυμάρι, λίγο πριν το τοποθετήσω στην πινακωτή για να φουσκώσει. Το νερό ερχόμενο σε επαφή με το ζυμάρι ασπρίζει και μοιάζει με γάλα
(…όπου εζυμώθη όμορφα και διπλογαλαχτίσθη…, ποίημα, Π. Γλ.)
Γαλατσίδα (η) = χόρτο, που όταν το κόψεις, βγάζει γάλα
Γαλατσίτα (η) = είδος μανιταριού
Γαλιά (τα) (<ιτ.gallo) = οι γαλοπούλες
Γαλιάντρα (η) (αντιδάνειο) (μσν. καλιάντρα<ιταλ.calandra<καλάνδρα) = ωδικό πουλί (κορυδαλλός), φλύαρη γυναίκα
(Θα σου φύγω βρε γαλιάντρα και θα μείνεις δίχως άντρα… λαϊκό τραγ.)
Γαλιουρίζω ή λιαγκουρίζω (δες και λιαγκουρίζω) = αλληθωρίζω, δεν βλέπω καλά
Γαλιφιά (η) = η κολακεία προκειμένου να πετύχει κάτι, η μαλαγανιά
Γαλίφης, -ω (επίθ.) (<ιταλ.gaglioffo) = ο κόλακας, Γαλίφω = πλανεύτρα
Γαλόπιτα (η) = η γαλατόπιτα. Πίτα με γάλα, ζάχαρη, αυγά και αλεύρι. «Το γαλακτομπούρικο» της Ανάστασης, της Λαμπρής. Μοσχομύριζαν όλες οι γειτονιές από τα ψητά στο φούρνο και τις γαλόπιτες
Γαλομέτρα (η) = σκεύος που μετρούσαν το γάλα οι σμίχτρες
Γαμπρούλιακας (ο) = ο γαμπρός (απαξιωτικά)
Γάνα (η) (<αρχ ελλ.γανόω) = μαυρίλα, σκουριά, ντροπή
Γανιάζω = δεν πλένω τα ρούχα καθαρά
(Γιάτρα την απλώστρα της γειτόνισσάς σου, ούλα της τα άσπρα είναι γανιασμένα)
Γανίλα (η) = το σκοτωμένο λευκό χρώμα στ΄ ασπρόρουχα
Γάνωμα (το) = η επάλειψη των χάλκινων με καλάϊ
Γανωματής (ο) = ο τεχνίτης που γάνωσε (κασσιτέρωνε) τα χάλκινα οικιακά σκεύη. Στο χωριό μας ήταν ο μπαρμπα-Γιάννης ο Γιαννέλος, ο οποίος περνούσε σε τακτά χρονικά διαστήματα από τις γειτονιές φωνάζοντας: «ούλα τα παλιά γανώνω, ο γανωματηηής!!!»
Γανώνω = κάνω επάλειψη με κασσίτερο στα χάλκινα, λερώνω, καταστρέφω, ντροπιάζω
(Μου γάνωσε το μυαλό = με σκότωσε, με γάνωσες = με ντρόπιασες)
Γαργαρίζω = πλένω τα ρούχα καθαρά
Γαρδούμπα (η) (<μεσν.ελλ. γαρδούμιον<λατ. caldumen) = πλεγμένα έντερα, τα μπερδεμένα
(Η κλωνά μια γαρδούμπα γένηκε)
Γαρμπής (ο) (<ιταλ.garbin) = ΝΔ άνεμος
Γατιλάω (ηχομ.) = γαργαλάω
(Βρε μη το γατιλάς, ξεράθηκε από τα γέλια)
Γάτουλας (ο) (<βεν.giazzo) = αυλάκι ανάμεσα στα σπίτια, όπου κατέληγαν τα όμβρια νερά
Γατσιάζω (<ιταλ.gatta) (μετχ. γατσιασμένος) = μαζεύομαι, συρρικνώνομαι
(Γάτσιασα από το κρύο)
Γατσιόμαλλα (τα) = κατσόμαλλα, τραγόμαλλα, κοντά κι αδύνατα μαλλιά, τα μαλλιά του σβέρκου
Γατσομαλλιάζω = τρέμω από το κρύο, μου σηκώνεται η τρίχα
Γδάρτης (ο) = ο πολύ κακός
(Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης, παροιμία)
Γδέρνω (<μεσν. εκδέρνω<αρχ.ελλ. εκδέρω) = βγάζω το δέρμα, εκμεταλλεύομαι κάποιον
Γδικιέμαι = εκδικούμαι
Γδικιωμός (ο) = η εκδίκηση
Γδύμνια (η) = η γύμνια του σώματος και της ψυχής
Γδυμνός (επίθ.) = ο γυμνός
Γδύνω-ουμαι = ξεγυμνώνω-ομαι
Γδυτολαίμης (επίθ) = αυτός που έχει γυμνό λαιμό
(Γδυτολαίμης κόκκορας, γδυτολαίμα γυναίκα)
Γειάνω (<υγειαίνω) = γίνομαι καλά
(Παναΐα μου, γειάνε το παιδάκι μου!)
Γειτόνεμα (το), η γειτονιά = 1. το να είναι κοντά σπίτια, κτήματα,
2. το σμίξιμο ανθρώπων, ιδίως γυναικών, για να περάσουν όμορφα κάποιες ώρες.
Στα χωριά η γειτονιά δεν ήταν απλά η γειτνίαση των σπιτιών ή των χωραφιών. Υπάρχει μια παροιμία που λέει «ο θεός κι ο γείτονας», τονίζοντας τη μεγάλη σημασία που είχε για τους ανθρώπους η καλή σχέση των γειτόνων. Εκτός από την αλληλοβοήθεια που παρείχε, οι άνθρωποι και ιδίως οι γυναίκες μαζευόντουσαν τα βράδια και έκαναν «γειτονιά», δηλ έσμιγαν και κουβέντιαζαν τα προσωπικά τους, τα του σπιτιού τους, τα νέα του χωριού. Ήταν ένα μικρό «καφενείο». Σε περίπτωση κακών γειτόνων, δυστυχώς, έφταναν μέχρι και βίαιων καταστάσεων. «Κάλιο ο κακός ο χρόνος, πάρα ο κακός ο γείτονας» έλεγαν
(«Γλυκές, αγνές κι αξέχαστες, χαρούμενες βραδιές
στου Τσώνη, στα Μπιζαίικα, στην Εκκλησιά, στ’ Αλώνια
που πέρναγαν σα βράδιαζε οι γύρω γειτονιές
σε σας η σκέψη στρέφεται καθώς περνούν τα χρόνια.» Β. Γούλας)
Γελέκι (το) (<γιλέκο<τουρκ.gelek) = η αμάνικη ζακέτα
Γελοκοπάου = γελάω, είμαι χαρούμενη
Γεννήματα (τα) (<γίγνομαι<γεν-) = τα δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη
(Φέτο είχαμε καλά γεννήματα)
Γεννητάτος (ρημ. επίθ.) = αυτός που είχε γεννηθεί
(Ήσουνα γεννητάτος τότε;)
Από τα γεννητάτα (του) και Από γεννησιμιού (του) = από την ώρα που γεννήθηκε
Γεννιάστηκε = γέννησε πρώτη φορά
(Γεννιάστηκε η κότα)
Γεννοβολάει = γεννάει συνέχεια. Λεγόταν για την πολύτεκνη γυναίκα και για τα θηλυκά ζώα που γεννούν πολλές φορές και πολλά (κουνέλα, γουρούνα κλπ)
Γεννοφάσκια (τα) = οι φασκιές μωρών, τα σπάργανα, από τα βρεφικά χρόνια
(Σε ξέρω από τα γεννοφάσκια σου)
Γερανίλες (οι) (<γεράνιον) = Το έντονο βαθύ γαλάζιο χρώμα της θάλασσας που βρίσκεται γύρω από έναν έξαλο (υπερυψωμένο βράχο) ή και υφάλους, όχι πολύ μακριά από την ακτή. Εκεί συχνά τα αγόρια έκαναν βουτιές, όπως στην περιοχή του Αι-Νικόλα και στα Κανάλια στον Κάλαμο
Γέρεψα (γερός<υγηρός) = ξεγέρεψα, δυνάμωσα, συνήλθα
Γεροκομάου (<γήρας+κομέω) = φροντίζω γέρους, ηλικιωμένους, συνήθως γονείς
Γεροκόμια (τα) = η φροντίδα των ηλικιωμένων
(Το σπίτι και τα λιόφτα θα τα κρατήσω για τα γεροκόμια μου)
Γερομπαμπαλής (ο) (<γέρος+παμπάλαιος) = ο πολύ γέρος
Για έκα = περίμενε, για εκάτε ρε, γυναίκες = για σταθείτε
Γιάλλος, η, ο = ο άλλος (Άστο γιάλλη φορά)
Γιαπράκια (τα) (<τούρκ.yaprak) = οι ντολμάδες
(…Το απόγευμα ήρθε κάποιος στο χωριό με το γάιδαρό του φορτωμένο με δυο πούρια (μεγάλες κόφες) γεμάτα μάπες (λάχανο) για να τις πουλήσει. Τότε κάποια γριά σοφίστηκε να φτιάξουν γιαπράκια με τις μάπες και να βάλουν μέσα, εκτός από το πλιγούρι και κομματάκια χοιρινό. Άρεσε η ιδέα στις άλλες και έτσι όλες οι γυναίκες ετοίμασαν γιαπράκια…, Βασ. Γούλας από το βιβλίο του Θ. Λυμπέρη)
Γιαργούτη (η) (<τούρκ.yogurt) = το γιαούρτι
(Τη Τυρινή Κυριακή το βράδυ αποκρεύαμε με φκιαχτά μακαρούνια, μπουκιές και πλακοτηγανίτες με μουτζήθρα και γιαργούτη από τις γίδες μας)
Γιάτρα (προστ.) (<για τήρα<άγε+τηρεω) = κοίτα
(Γιάτρα μούρη!)
Γήλιος (ο) = ο ήλιος
(…η δύση χρωματίζεται με τις μορφές του γήλιου…, ποίημα, Π. Γλ.)
Γήτεμα (το) = το μάγεμα, το γιατροσόφι
(Ο Γιώργης πάει να σηκώσει μια μεγάλη πέτρα και ωχ, ωχ, βάνει μια φωνή. Ένας σκορπιός τον κάρφωσε. Τρέχει η θεια Γιώργαινα, βουτάει ΄να σουϊά κι άρχισε το γήτεμα. Τον τρίβει πάνου κάτου στο κεντρί και το στόμα της λέει τις γητειές της…Περδίκι ο Γιώργης! Κ.Μ)
Γητεύω (<αρχ. ελλ. γοητεύω) = μαγεύω, κάνω κάποιον καλά με γιατροσόφια
Γινάτι (το) (<τούρκ.inat) = το πείσμα
(Το γινάτι βγάνει μάτι)
Γιογάνης (ο) (<τούρκ.yavan) = ο αγαλιανός, ο χαϊλωμένος, ο κουτός
(Ντιπ γιογάνης είσαι!)
Γιόμα (το) (<γέμισμα του ήλιου) = το μεσημέρι
(Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα, δημ. «του γεφυριού της Άρτας», Βάστα καημένη Αρετή, ώσπου να ρθει το γιόμα, δημ. τραγ.)
Γιοματίζω = γευματίζω
(Ο οκνός κι ο γλήγορος αντάμα γιοματίζουν, παροιμία)
Γιοματάρι (το) = το γεμάτο βαρέλι με φρέσκο κρασί
(Κι ο Δήμος τ΄ Αγιο-Δημητριού ν΄ανοίξει γιοματάρι…, δημ. τραγ.) Μ’ ένα ποτήρι γιοματάρι οι στενοί συγγενείς, μα και οι καλεσμένοι εύχονταν εις υγείαν των μελλόνυμφων ή νεόνυμφων και των γονέων τους
Γιομίδια (τα) = τα γεμιστά
Γιομίζω = γεμίζω, Γιομάτος = ο γεμάτος
Γιόμιση (η) = 1. η γέμιση
(Τι παιτούμια έβαλες στη γιόμιση;),
2. το γέμισμα του φεγγαριού
(Στη γιόμιση του φεγγαριού θα ρθω να σε βρω)
Γιόμορφος, η, ο = ο όμορφος
(Η Χαρικλείτσα η γιόμορφη κοντομελαχροινούλα, ποίημα, Π.Γλ.)
Γιόμος (ο) = η υπερπαραγωγή
(Φέτο είχαμε γιόμο στις ελιές, Το φεγγάρι έχει γιόμο)
Γιοργάδα (η) (<γοργάδα<γοργός) = τρέξιμο αλόγου, ο καλπασμός με συγκεκριμένο βηματισμό, ταχύτατα (ως επίρρημα
(Γιοργάδα το πάει)
Γιόρτια (τα) (<εορτές) = οι ονομαστικές εορτές των ανδρών
(…Με το σχόλασμα της εκκλησιάς στις μέρες των μεγάλων εορτών σχηματίζονταν παρέες-παρέες και επισκέπτονταν όλα τα σπίτια που είχαν ενήλικα άντρα με το όνομα του εορταζόμενου αγίου για να του ευχηθούν «χρόνια πολλά». Για τις γυναίκες δεν ίσχυε το έθιμο αυτό και έτσι ούτε γιόρ-ταζαν ούτε πήγαινα ομαδικά επισκέψεις, όπως οι άντρες…, Β. Γούλας)
Γιότσα (η) (<ιταλ.chiozzo) = σταλαγματιά αίμα
(Μπά να πέσει η γιότσα σου, να πάθεις κάτι κακό!)
Γιούδας (ο) (<Ιούδας) = ο Σατανάς, ο δύστροπος, ο αναποδιασμένος
Γιούκος (ο) (<τουρκ.yuk) = στοίβα από χοντρά ρούχα πάνω σε μπαούλο
Γιούργια (επίρ.) = εμπρός, λοιπόν, ορμάτε (εκφράζει επίθεση ή παρότρυνση)
(Γιούργια στο φαΐ, εμπρός). H αρχική χρήση της λέξης ήταν ως πολεμική ιαχή και η ετυμολογία της χρήζει ενδιαφέροντος. Πολλά λεξικά ετυμολογούν το γιούργια από το τουρκικό γιουρούσι(yuruyus) ή το επίσης τουρκ..güru+ya =εμπρός λοιπόν ορμάτε. Ωστόσο κατά το pampalaia.blogspot.gr μπορεί να προέρχεται από το μεσν. ρήμα ουριάζω, γουριάζω,γουριώ = οδύρομαι, ορμώ με φωνές, ουρλιάζω ή από το όνομα Γιούργιας = Γιώργος και απευθύνεται ως πολεμική ιαχή στον Αη-Γιώργη, προστάτη των στρατιωτών από τα Βυζαντινά χρόνια
(Που είστε Πετρακέϊσες και Τελεμονυφάδες,
σπαθιά τα χέρια κάνετε και τις πλεξούδες ξίφη
και γιούργια κάτου κάνετε μες τον Κουλέ να βγείτε…, δημ. τρ.)
Γιούρμηξα = όρμηξα
Γιουρντανές(ο) και γιουρντάνι (το) (<τούρκ.gerdan=περιδέραιο) = μεταλλικός κρίκος σε σχήμα 8 για την ένωση με αλυσίδα ή τριχιά για το δέσιμο των ζώων
Γιουρντί (το) = χοντρό αμάνικο πανωφόρι, συνήθως από τραγόμαλλο, μεταφορικά το χοντρό και ακαλαίσθητο ρούχο
(Τι γιουρντί είναι φτούνο που φορείς;)
Γιουρούκι (το) (<τούρκ.yoruk) = ο αστοιχείωτος, ο απολίτιστος
Γκαβάδι (το) (<γκαβός+άδι) = ο τυφλός
Γκάβαλα (τα) (<λατ.caballinus) = τα περιττώματα του γαϊδάρου, του αλόγου, του μουλαριού
Γκαβίζω = δε βλέπω καλά
(Καλή η νύφη μας, μόνο που λιανογκαβίζει, παροιμία)
Γκαβομάρα (η) = η στραβομάρα
Γκαβός (ο) (<αρωμουνικά (βλάχ.) gavu) = o στραβός
(Το γκαβό στο στραβοχώρι, πρωτομάστορα τόνε κάνουν, παροιμία)
Γκάγκαρο (το) (<τουρκ.gaga, λατ.ganghero) = αμπάρα, ξύλο χοντρό που το έβαζαν πίσω από τις εξώπορτες για ασφάλεια
Γκαμήλα (η) (<καμήλα) = η πολύ ψηλή και άχαρη γυναίκα, η αγενής
Γκανιάζω (βλάχ.) και γκαργκανιάζω (<ομηρ.κάγκανος = κατάξερος) = διψάω πάρα πολύ
(Γκάνιαξα απ΄ τη δίψα, Φέρε γυναίκα τη βίκα με το νερό, γκανιάξαμε μέσα στο λιοπύρι)
Γκάργκανο (το) = το πολύ ξερό (άνυδρο χώμα, παραψημένο ψωμί κλπ)
Γκαρίζω (ηχομ. γκαρ-γκαρ) = βγάζω αγριοφωνάρα
(Τι γκαρίζεις έτσι, σ΄ ακώ!)
Γκάρος (επίθ.) = ολομόναχος
Γκασμάς (ο) (<τούρκ.kazma) = γεωργικό εργαλείο σκαψίματος
Γκαστριά (η) = η εγκυμοσύνη
Γκαστρώνω (<μεσν.<εν+γαστήρ) = καθιστώ έγκυο, φουσκώνω, υπερφορτώνω
(Γκαστρολοήματα έχει η Αλέξαινα, ούλο πασμαγούδια της φέρνει κάθε βράδυ ο άντρα της!)
Γκεβγκίρι (το) και το γκιεβγκιράκι (<τούρκ.gergef) = η τρυπητή κουτάλα
Γκεζεράου (<τουρκ. genzınmek, gezmek=περπατώ, περιφέρομαι) = γυρίζω γύρω γύρω, πάω πέρα-δώθε
Γκέκας (ο) (αλβ.) = όνομα σκύλου
Γκεσέμι (το) (<τουρκ.könem) = το κριάρι, κεσέμι
Γκεστάου (<τούρκ.gesinmeek) = κουράζομαι, αγανακτώ
(Γκέστησα σήμερα, ούλη την ημέρα αραδίζω, κοπήκανε τα πόδια μου πια)
Γκιόσα (η) (<αλβ.giosa<αρωμουνικά ghes,) = η γριά γίδα, η παλιόγρια, η μαύρη γίδα με καφέ ρίγες
Γκιοτεύω (<κιοτεύω) = κουράζομαι, αποθαρρύνομαι
(…Μα γκιότεψες στον πόνο και το άγος…, ποίημα, Π. Γλ.)
Γκιουλέκας (ο) (<αλβ.Cioleka<Cjon-Ιωάννης+Leka-Αλέξανδρος) = ο νταής, ο ψευτοπαλληκαράς
Γκιούλι (το) = σπάγγος
Γκισγκίνι (το) (ηχομιμητικό) = μικρό γουρουνάκι, το τρέξιμο
(Θα κόψω ένα γκισγκίνι τώρα, πιλαλητά μέχρι τα Μέα)
Γκιόσος (ο)(αλβ.) = ο Δαίμονας
(Έχεις το γκιόσο μέσα σου)
Γκλίτσα (η) (<σλαβική ή από <αγκλίτσα<αγκυλίτσα<αρχ. ελλ. αγκύλος) = το ραβδί του τσοπάνη, που στο πάνω μέρος φέρει άγκιστρο, για να πιάνει τα γιδοπρόβατα από το πόδι
Γκλάβα (η) (<σλαβ.glava) = το κεφάλι, υποτιμητικά
(Ό,τι σου κατεβάσει η γκλάβα σου)
Γκουμούλα (η) (<λατ.cumulus) = σωρός ακαθαρσιών, τεμπέλα και ανοικοκύρευτη γυναίκα
Γκουμούτσα (η) (<σλάβ.κουμούτσα) = μεγάλο κομμάτι ξερού ψωμιού
Γκουργκούνι (το) (<βλάχ. gorgyllu=στρογγυλή πέτρα) = ο αστράγαλος
Γκουρλώνω (<γουρλώνω<γρυλώνω) = ανοίγω ορθάνοιχτα τα μάτια από έκπληξη
Γκουρλομάτης (επίθ.) = αυτός που έχει γκουρλωτά μάτια = ορθάνοιχτα μάτια
Γκούρωμα (το) = το πείσμωμα
(Έχει ΄να γκούρωμα μέχρι τη γη)
Γκοφιάζω = ακουμπώ κάπου (συνήθως σε τοίχο) για να στηριχτώ και να ξεκουραστώ
Γκοφός (ο) (<αρχ. ελλ. γόμφος) = ο γοφός
Γκράβα (η) (<γράνα<σλαβ.grana) = μεγάλο όρυγμα γης μεγάλης έκτασης κατά μήκος. Ψηλά στο Μαυροβούνι, πάνω από το Καλαμάκι στα Στεφάνια, υπάρχει μια μεγάλη γκράβα, όπου συχνά πέφτανε μέσα οι γίδες και βγαίνανε εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα. Κατά τους κρύους μήνες, όταν φύσαγε νοτιάς και η θάλασσα είχε φουρτούνα, από το όρυγμα αυτό έβγαινε ατμός και πήγαιναν τα τσοπανόπουλα εκεί για να ζεσταθούν. Σε δύσκολους καιρούς χρησίμευαν ως κρυψώνα από τον εχθρό
Γκράς (ο) )(γαλλ. όνομα κατασκευαστή) = 1. όπλο,
2. συνεπής, σταθερός, ο λόγος του συμβόλαιο
Γκρεμίλα (η) και ο γκρεμός(<αρχ. ελλ. κρημνός) = κατηφορικό επικίνδυνο βραχώδες μέρος
(Ο πατέρας μου ούλο κάτι γκρεμίλες μου ΄δωκε)
Γκρινιάς (ο) = ποικιλία σταριού πολύ καλής ποιότητας
Γκριντζίλα (η) (<σλαβ.gryzo) = κάτι πολύ μπερδεμένο
(Τα μαλλιά σου μια γκριτζίλα γίνανε, Η κλωνά μού ΄γινε γκριτζίλα)
Γλάρα (η) (<γλαρός<αρχ.ελλην.ιλαρός) = η νύστα
Γλαρά μάτια = ζωηρά, έξυπνα μάτια
Γλαριάζω = νυστάζω (Κοντά στη φωτιά πυρώθηκα και γλάρωσα)
Γλατζινιά (η) = φυτό με γαλακτώδη οπό
(Η Σέλιτσα είναι γεμάτη γλατζινιές)
Γλέπω = βλέπω
Γλίνα (η) (ελλν.κοινή γλίνη) = το αργιλώδες χώμα, το λασπερό χωράφι
Γλίτσα (η) (<ελλν.κοινή γλία, γλιττόν, γλοιόν) = στρώμα λίπους ή ακαθαρσίας
Γλιτσιάζω = κακοπλένω τα ρούχα
(Άιντε, μόνο που τα (ανα)γλίτσιασες, γλίτσιασε ο δρόμος με το ψιλοβρόχι)
Γλόμπος (ο) (<ιτ.globo<λατ.globus) = ο λαμπτήρας, ο φαλακρός, το ξυρισμένο κεφάλι
Γλυκάδι (το) = το ξύδι (κατ’ ευφημισμό)
Γλυκάδια (τα) = αδένες, επινεφρίδια. Εξαιρετικός μεζές!
Γλυκοσαλιάζω = μου τρέχουν τα σάλια από βουλιμία
Γλυφοτσουκάλω (η) ή γλυφοτσουκαλού = η λιχούδα
(Εάν την ημέρα του γάμου έβρεχε, έλεγαν πως η νύφη είναι γλυφοτσουκάλω)
Γλωσσοκοπάνα (η) = η γλωσσού γυναίκα
Γλωσσοτρώου = γρουσουζεύω
Γνέθω (μεσν ελλ.<νέω+νήθω) = μετατρέπω το μαλλί σε γνέμα, κλώθω
Γνέμα (το) = το νήμα
Γνέσιμο (το) = η μετατροπή του μαλλιού σε γνέμα με τη ρόκα
Γνώρα (η) (<αρχ.γιγνώσκω) = η γνωριμία
(Δώκαμε γνώρα = γνωριστήκαμε)
Γομάρι (το) (<γόμος) = φορτίο, γαϊδούρι, χοντροκαμωμένος άνθρωπος
(Μεγαλώνει το γομάρι και μικαραίνει το σαμάρι, παροιμία)
Γόνα (το) = 1. το γόνατο,
2. ως επίρρημα = πάρα πολύ. Χρησιμοποιείται σε εκφράσεις για να δείξει κάτι το διαρκώς επαναλαμβανόμενο, καθαρά ιδιωματικά: πάει το σκούξιμο γόνα
Γονέοι και γονικά (τα) (<γον-<γίγνομαι) = οι γονείς
Γουβί (το) (<γούβα<αρωμουνική guva<λατ. cova) = μικρός λάκκος για φύτεμα δέντρου
(Θέλω ν΄ανοίξω δυο γουβιά, να βάλω δυο γροθάρια)
Γουβίτης (ο) (<γούβα) = μυστικοπαθής άνθρωπος, δεν του παίρνεις μυστικό
Γούβρα (το) (ηχομιμ.) = το ζευγάρωμα των γουρουνιών, ο οίστρος των ζώων
Γουβράει = έχει ερωτική επιθυμία
Γούβρωσε (<αόρ. του ρ. γουβράου) = πάχυνε, δυνάμωσε πολύ
(Εγούβρωσε κι εθέριεψε ο Νιόνιος, ο λεβέντης)
Γουγουλάει (ηχοπλ.) = βγάζει ακαθόριστους ήχους στην προσπάθειά του να μιλήσει το βρέφος
Γουδόχερο (το) = το ξύλο που χτυπάμε μέσα στο γουδί τη σκορδαλιά, τα μύγδαλα, τα καρύδια κ.α.
Γουϊστέρα (η) (σλαβ.) = η σαύρα
Γούλια (τα) = τα ούλα
Γουλί (το) (μεσν.γουλίν<αρχ.αγλίον<υποκ.άγλις=σκελίδα σκόρδου ή μεσν.γωλίον<colis<caulis=μίσχος (κατά Κριαρά)) = το ράπανο, το κουρεμένο κεφάλι
(Τόνε ξυρίσανε γουλί)
Γουλίζω (αρχ.γλοιόω) = χτυπώ το χταπόδι να καθαρίσει από την άμμο και να μαλακώσει, γλυστράω, γεμίζω λάσπες
(Γούλισε το νερό στο δρόμο)
Γουλόζος (επίθ.) (<ιταλ.goloso) = ο φαγάς, λαίμαργος
Γουλισιά (η) = η λάσπη που δημιουργείται μετά από δυνατή βροχή
(Βούλωσε το αυλάκι στην άκρη και μπήκε μια μεγάλη γουλισιά στο χωράφι)
Γούπατο (το) (<γούβα+πάτος) = βαθούλωμα
(Το σπίτι είναι σ’ ένα γούπατο, δε γλέπεις τίποτα)
Γουργουλιάνα (η) = είδος μανιταριού
Γουργουράει (ηχοπλ.) = κάνουν γουρ-γουρ τα έντερα από την πείνα
Γουρλίτικος (επίθ.) (<τουρκ.ugurlu) = αυτός που φέρνει γούρι
Γούρνα (η) (<μεσν.γούρνα<ελλν.κοιν. γώρνη=κοιλότητα) = μικρός λάκκος, όπου έπιναν τα ζώα νερό
(Νά εδώ σ’ αυτήν τη γούρνα ηύραν τη Μυρμήγκαινα πεθαμένη με τ’ άφρια στο στόμα…, Αλέξ. Παπαδιαμάντης)
Γουρνοκατσίλα (η) = τα περιττώματα των γουρουνιών
Γουρνοτσάρουχα (τα) = τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού
(Μεγάλωσα με γουρνοτσάρουχα, πέρασα φτώχεια)
Γούρμος (<ούρμος<ώριμος) = ώριμος, στην ώρα του
(Είναι γούρμα τα σταφύλια)
Γουρνοτσάρουχα (τα) = τα τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού
Γουρουνίτσα (η) = παιδικό παιχνίδι με ντενεκεδάκι και ένα ξύλο
Γραβαλίζω = καθαρίζω με το γράβαλο
Γράβαλο (το) (<αρχ.γράβδιον) = γεωργικό εργαλείο με μακριά ξύλινη λαβή και σιδερένια απόληξη με δόντια για το γραβάλισμα του φούρνου, των χορταριών, των ελιών, της σταφίδας
Γράδο (το) (<ιταλ.grado)) = όργανο μέτρησης της πυκνότητας ενός υγρού
Γραμματιζούμενος (μετχ. του ρ. γραμματίζουμαι) = ο σπουδασμένος
Γραμματικός (ο) = ο γραμματέας
Γράνα (η) (<μεσν γράνα<σλαβ.grana)) = χαντάκι, τάφρος
Γραπώνω (<ιταλ.grappare) = αρπάζω απότομα με τα χέρια
(Έλα δω, σε γράπωσα, πού πας;)
Γρασκελιά (η) (<δρασκελιά<δια+σκέλος) = το μεγαλύτερο άνοιγμα των ποδιών, μέτρο μέτρησης απόστασης
(Μια γρασκελιά τόπος έναι)
Γρασκελάου = περνάω κάτι με γρασκελιά
(Πρόσεχε παιδάκι μου, μη γρασκελάς τα κοτρόνια και γλιστρήσεις!)
Γραφτό (το) = τα γραμμένα, το τυχερό
(Ήτανε γραφτό του)
Γρέκι (το) (<τουρκ.egrek) = καλύβα βοσκού, μαντρί
Γρέλι (το) (<βεν.griglia) = σκουπιδάκι, πριονίδι
Γρι (άκλιτο, ηχομ.) = δεν καταλαβαίνω τίποτα
Γρι-γρι (το) = ψαρόβαρκα με μικρότερα βαρκάκια πίσω της. Κατά την προφορική παράδοση των ψαράδων το όνομα οφείλεται στην υπερβολική γκρίνια που δημιουργείται πάνω στο σκάφος, επειδή το πλήρωμα είναι πολυπληθές και ο χώρος μικρός. Παλιότερα το γρι-γρι αποτελούσε τρόπο ψαρέματος και περιμέναμε με χαρά να το δούμε να πλέει στη θάλασσα, μετρώντας κάθε φορά τα βαρκάκια που το ακολουθούσαν. Σήμερα αποτελεί παρελθόν για την περιοχή.
Γροθάρι (το) (<γόγρος=όζος, όγκος φυτοϋ) = χοντρή, αλλά τρυφερή κλάρα ελιάς, κατάλληλη για πολλαπλασιασμό της κορωνέικης ελιάς
Γροικάου (<μσν.γροικώ<άγρα(=κυνήγι)+ακούω) = αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι, νιώθω
(Γροικάου ΄να πονίδι στη πλάτη μου,
Έκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι
ούτε γροικώ αναστεναγμό…δημ. τραγ.)
Γρουμπούλι (το) (<γρόμπος<λατ.grumus) = το εξόγκωμα, ο σβώλος
Γρουτσιουνάει (ηχοπλαστικο) = τρώει κάποιος παξιμάδι ή ξερή κόρα ψωμιού και κάνει γρουτς γρουτς
Γυαλένια (η) = η γυάλινη μπαλίτσα που έπαιζαν τ΄ αγόρια
Γυαλικά (τα) = ποτήρια, κανάτες, δίσκοι από γυαλί
Γυναικωτός (επίθ.) = θηλυπρεπής
Γύρεμα (το) = η ζήτηση από γνωστό πρόσωπο κάποιου πράγματος δανεικού ή όχι
(Θειά, σου ήφερα το γύρεμα. Η μάνα μου σε φχαριστεί)
Γυρεύω =ζητώ, αναζητώ, ψάχνω
(Μ΄ έστειλε η μάνα μου να σου γυρέψω να μου δώκεις λιγούλι διάσμο, για να γιομίσει κάτι κολοκύθια)
Γυριά (η) (<γυρισιά) = ο στρογγυλός βαθουλός χώρος μέσα στο λιτρουβιό, όπου έπεφταν οι ελιές και κόβονταν με τα λιθάρια σε χαμούρι
Γύρισε ή γυρίσανε = η υγροποίηση ενός προϊόντος λόγω ατμοσφαιρικής υγρασίας
(Γυρίσανε τα σταφύλια στο αλώνι, γιατί έχει πολλή υγρασία, Γυρίσανε τα γεννήματα και δεν αλωνίζουνται, γιατι ο καιρός είναι προβέντζα)
Γυροβολιά (η) = 1. η στροφή στο χορό, η φιγούρα
(Ρίξε μια γυροβολιά),
2. η μεταστροφή θέσης
(Θα τόνε φέρω γυροβολιά, θα τόνε μεταπείσω, θα τον καταφέρω)
Γυρολόγος (ο) = ο πραματευτής
(…και να ο γυρολόγος μας, με τα ωραία παπούτσια.
Τον ξέραμε όλοι στο χωριό, γιατί έθιμο το είχε,
κάθε χρονιά για να περνάει ετούτες τις ημέρες…, ποίημα, Π. Γλ.,
Μανταλάκια, κουβαρίστρες, …ο πραμματευτήήής!!!)
Γύρος (ο) (<ελλν.κοιν. γύρος<αρχ.ελλ. γυρός=στρογγυλός) = κοφτό ή κεντητό ασπρόρουχο (προικιό), επίμηκες, στο ύψος και το μέγεθος του κρεβατιού, με το οποίο κάλυπταν γύρω-γύρω το κρεβάτι για ομορφιά
Γυφταριό (το) (<γύφτος+αριό<μεσαίων.γύφτος<αρχ Έλλην.Αιγύπτιος) = η ακαταστασία, σύνολο γύφτων(μειωτικά)
Γωνιά (η) = το παραγώνι, εστία, σπίτι
(Άναψε τη γωνιά κι έλα κοντά να πυρωθείς, Δυχατέρα, θέλω να είμαι στη γωνιά μου)
Αναζήτηση αλφαβητικά
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω