Ζαβά (επίρ.) (<ζαβός) = στραβά, ανάποδα
(Ζαβά το πας)
Ζάβαλης (επίθ.) (<τούρκ. zavalli) = ο ιδιότροπος, ο σκληρός
Ζαβολιάρης (επίθ.) (<ζαβολιά<διαβολιά) = αυτός που κάνει ζαβολιές
Ζαβός (< μσν.ζαβός=στρεβλός, άμυαλος<αραβ. ή από το μεταγενέστερο σάβος ή σαβός=τρελός) = δύστροπος, ανάποδος
Οι Ζαβαίοι, ως παρατσούκλι, στο Βασιλίτσι είναι ένα σόϊ μικρότερο, μέσα στο μεγάλο σόι, το Μαρανταΐικο. Λέγονταν έτσι λόγω του δύστροπου χαρακτήρα τους
(Ζαβός, ζαβή παντρεύτηκε, ζαβά παιδιά θα κάμουν, παροιμ.)
Ζαβλάκωμα (το) και η ζαβλακωμάρα = η χαζομάρα, η κουταμάρα, η έλλειψη σωματικής και νοητικής ικανότητας
Ζαβλακώνω (<ζαβός+βλάκας) και ζαβλακώνουμαι = χαζεύω κάποιον, αποβλακώνω και το παθητ. αποβλακώνομαι, μετχ. Ζαβλακωμένος
Ζαγά-ζαγά (επίρ.) = σιγά σιγά και κρυφά
(Ζύγωσε ζαγά ζαγά από πίσω και τον έπιασε από το λαιμό)
Ζαγάρι (το) (< τούρκ.zagar) = 1. το κυνηγόσκυλο
(Παίρνω τα ζαγαράκια μου και πα να κυνηγήσω…, δημ.τρ. Α.Γ.),
2. ο τιποτένιος, ο ελεεινός
(Το παλιοζαγάρι, ο πονηρός, που ήθελε και πανωπροίκι)
Ζάγκινα (τα) = τα μούσκλια, το κατακάθι
Ζαερές (ο) (<τούρκ.zahire) = οι προμήθειες τροφίμων για γάμο
(Στα παλαιϊκά τα χρόνια στους γάμους πααίνανε με τους ζαερέδες τους)
Ζακόνι (το) (<σλάβ.zakonu) = η συνήθεια, το ελάττωμα
(Κάθε τόπος και ζακόνι, παροιμία)
Ζαλιά (η) (<ίσως σλάβ.) = φορτίο για την πλάτη
(…Ξυλιασμένα από την παγωνιά τα σκελετωμένα παιδικά κορμάκια στην ανεμοδαρμένη Χαμοκέλα. Για να ζεσταθούν χρειάζονταν ζαλιές ξύλα και να ρίχνονται αγάντα-αγάντα στην ξεθωριασμένη γωνιά…, «Η ζαλιά», Ευ. Τεμπελόπουλος)
Ζαλούκα (<ζαλιά) (επίρ.) = στην πλάτη
(Η θεια-Κωσταντινιά φόρτωσε στο γαϊδούρι τα λιόπανα, τ΄ άδεια σακιά, τις δέμπλες και τα κοντοράβδια, κρέμασε το σακούλι μ΄ ό,τι απόμεινε από το μεσημεριανό προσμπούκι (λίγο ψωμί, τυρί και λάδι), φορτώθηκε και η ίδια ζαλούκα δυο αφάνες για προσάναμμα και κίνησε για το χωριό…, Κ.Μ.)
Ζαλώνουμαι (<ζαλώνω<ζαλιά) τα πράματα = τα φορτώνομαι στην πλάτη
Ζαμάνια (<τούρκ.) (χρόνια και ζαμάνια) = πολλά χρόνια. Πιθανόν όμως από το αρχ. σημειόω-ώ = σημαίνω, σημειώνω. Σημείον, δωρικά σαμάον = σήμα, σημάδι παντός είδους, χρονικό σημείο εν προκειμένω (σαμά προβάτων = αναγνωριστικό σημάδι προβάτων – τουρκ.zaman) Από το ερμην. και ετυμ. λεξικό της Δ. Κρήτης του Κ. Ντουντουλάκη
Ζαμπούνιασα (αόρ.του ρ. ζαμπουνιάζω<τούρκ.zambun) = μαζεύτηκα, αδιαθέτησα
Ζαμπουνιασμένος (μετχ.) = αδιάθετος
Ζάπι (το) (<τούρκ. zapti) και το ζάφτι (ως επίρ.) = το κράτημα
(Τον έκανε ζάπι = τον πειθάρχησε, Κάνε το σκυλί σου ζάπι και τον άντρα σου χασάπη…, δημ. τραγ.)
Ζαπίζω = υποτάσσω
Ζαπώνω (<τούρκ.zapt) και ζαπακώνω = 1. αρπάζω, κάνω κάτι δικό μου με τη βία
(Τώρα θα ιδείς, σε ζάπωσα παλιόπαιδο!),
2. καθοδηγώ, υποτάσσω
(Τόνε ζάπωσε = τον έβαλε σε σειρά)
Ζάρα (η) (<ζαρώνω<οζαρώνω<οζάριον) = η πτυχή, η σούρα, η ρυτίδα
(Η μούρη της γιόμισε ζάρες)
Ζαργάνα (η) (<αρχ.ελλ.σαργάνη) = είδος ψαριού αλλά και η λυγερόκορμη γυναίκα
(Όμορφή μου, ζαργάνα μου)
Ζαρούκλα (η) = η ζάρα
Ζαρουκλιάζει = ζαρώνει, σουφρώνει
Ζάφτω (<ζάφτι) = κάνω καλά, δύναμαι, χτυπώ
Ζβάρνα (<σλάβ.(s)barna) = απρόσεκτα
(Tα πήρε ζβάρνα)
Zβαρνάου και ζβαρνίζω = σέρνω μέχρι το έδαφος
(Mη ζβαρνάς τα πόδια σου!)
Zβερκιά (η) = το χτύπημα στο σβέρκο
Ζβέρκος (ο) (<αλβαν.zverk) = ο σβέρκος
(Έκφραση: μου ‘κατσε στο σβέρκο = με εξουσίασε)
Ζβερκώνουμαι = πιάνομαι στο σβέρκο, παίρνω θέση εξουσίας
(Ζβερκώθηκα = κρύωσα και με πονάει ο ζβέρκος μου, Μου ζβερκώθηκε = μου ‘κατσε εξουσιαστικά)
Ζγαρλάου ή ζγαρλίζω (<ιταλ.scarnare) = ανακατώνω επιφανειακά
(Τα ζγαρλίσανε οι κότες)
Ζγκουριά (η) (<σκουριά<αρχ.ελλ.σκωρία<σκῶρ) = η σκουριά
Ζγκουροχαράζει το μαχαίρι = δεν κόβει καλά
Ζγούμπα (η) (<ιταλ.gobba) = η καμπούρα
Ζγουμπός (επίθ.) = ο καμπούρης
Ζγουμπιάζω = καμπουριάζω
Ζγούφτω = σκύβω. Οι λέξεις που αρχίζουν από ζβ και ζγ αναγράφονται και στο γράμμα Σ (σβ και σγ)
Ζεβζέκης (ο) (<τούρκ.zevzek = χαζούλης, κατεργάρης, παιχνιδιάρης, ο ιδιότροπος
Ζεματάου (μεσν.ζεματίζω<ελλν. κοιν. ζέμα<αρχ.ελλ. ζέω) = καίω με καυτό νερό, κάνω έγκαυμα, μεταφορικά στεναχωριέμαι (Ζεματάει το νερό = καίει πολύ, ζεματίστηκα = κάηκα)
Ζεμπερέκι (το) (<τουρκ. zemberek) = ο σύρτης
Ζερβοκουτάλα (η) = ο αριστερόχειρας
Ζερβός (επίθ.) = αριστερός, ζερβά (επίρρ.) = αριστερά
(…δεξιά η Χρυσοκελλαριά, ζερβά το Βασιλίτσι…, ποίημα Π.Γλ.)
Ζέστη (η) = ο πυρετός
(Το παιδί δεν είναι καλά, έχει ζέστη)
Ζευγάς ή ζευγολάτης (ο) = αυτός που κάνει το ζευγάρι, δηλ. το όργωμα με 2 ζώα
Ζευγάρι (το) = το όργωμα με το αλέτρι
(Έκανα ζευγάρι τα λιόφτα = όργωμα με 2 ζώα, μονάλετρο = το όργωμα με 1 ζώο)
Ζεύλα (η) (<αρχ.ελλ.ζεύγλη<ζεύγνυμι) = εξάρτημα που έβαζαν στο λαιμό του ζώου και το συνέδεαν με το ζυγό
Ζέχνω = φοράω το ζυγό στο ζώο
Ζεύω (<οζένω<όζω) = μυρίζω άσχημα, βρωμάω
(Το κοτέτσι ζεύει, θέλει σάρωμα)
Ζεμπίλι (το) (<τούρκ.zembil ) = σάκος από καουτσούκ που έβαζαν τα εργαλεία τους οι μαστόροι
Ζηλομάτης, -α, -ι = αυτός που έχει ζηλόφθονο μάτι, αυτός που ματιάζει εύκολα.
(Να φυλάεσαι από τις ζηλομάτες, μου ΄λεγε η γιαγιά μου, να ΄χεις μαζί σου ένα φυλαχτάρι.)
Ζηλομάτι έλεγαν και το χωριάτικο σαπούνι, γιατί πολλές φορές δεν πετύχαινε η πήξη του και το απέδιδαν στο κακό το μάτι κάποιας απρόσμενης επισκέπτριας (Αντ. Γαϊτάνης)
Ζιαμουράου (<ζυμώνω) = ανακατώνω ελαφρά, ζυμώνω ελαφρά, καθυστερώ
Ζιαμούρης (ο), ζιαμούρω (η) = ο αγαλιανός, η αγαλιανή
Ζιγκιά (η)) = η πονηριά. Ίσως από ζικ-ζακ (αραβ.) = πέρα-δώθε
(Αυτός κάνει ούλο ζιγκιές, δε τόνε θέλουμε στο παιχνίδι)
Ζιλές (ο) (γαλλ.) = το πουλόβερ
Ζίμι (το) = το παιχνίδι η αμπάριζα
Ζιόμπολα (τα) =μικροπετραδάκια
(Οι χτίστες χρησιμοποιούσαν ζιόμπολα μαζί με τη λάσπη για να κλείσουν μικρές τρύπες στο χτίσιμο)
Ζιπουνάκι (το) (<βεν. zipon) = μωρουδιακό ζακετάκι
Ζιώ (<ζήω-ώ) = ζω
Ζόρη (η) = η δύναμη
(Έβαλε πολλή ζόρη για να το σηκώσει)
Ζόρι (το) ) (<τούρκ.zor.<περσ.) = το στανιό
(Με το ζόρι παντρειά = παντρειά χωρίς τη θέληση κάποιου,
…στο ζόρι θεριεμένα…Π. Γλ.))
Ζουγκουνάου (ηχοπλαστική λέξη) = κάνω θόρυβο σφυρίζοντας σαν τη μύγα, πάω πέρα δώθε
(Ζουγκουνάει μια παλιόμυγα)
(Αίνιγμα: Ζουγκουνάει η μέλισσα και σειώνται τα μελίσσια. Τι είναι;)
Ζούδι (το) = μικρό άγριο ζώο
Ζουζούνι (το) (ηχοπλ.) και το ζούζουλο = το ζωϋφιο, αλλά και ο ζωηρός
Ζουζουρίζουμαι = ζορίζομαι, βιάζομαι πολύ
Ζούλα (η) (<ζουλώ=συμπιέζω) = η πονηριά, η έλλειψη διαφάνειας
(Του ΄δωκε μια τσιμπιά στη ζούλα = στα πονηρά και στα κρυφά)
Ζουλάπι (το) (αρωμουνική ziape, αλβαν.zullap, ρουμ.zulape] ) = άγριο ζώο, ο κρυφοπονηρός άνθρωπος
Ζουλάου (μεσν.ζουλίζω<αρχ. ελλ.διυλίζω) = πιέζω
Ζουμπάς (ο) (<τούρκ.zimba<περσ.) = 1. μικρό σιδερένιο εργαλείο των οικοδόμων που το τοποθετούσαν πάνω στην πρόκα και το χτυπούσαν δυνατά για να καρφωθούν καλά οι σανίδες στο πάτωμα,
2. ο κοντός άνθρωπος
Ζούμπερο (το) (<σλαβ.zonbru) = ζούδι, ζωΰφιο, ύπουλος άνθρωπος
Ζουνάρι (το) = το ζωνάρι (Το ζουνάρι της Καλογριάς = το ουράνιο τόξο)
Ζουπακιάζω = πιέζω πολύ, πλακώνω
(Ζουπάκιασε καλά τα στρωσίδια στο γιούκο, Το ζουπάκιασε το κακόμοιρο!)
Ζουπάου (<αρχ.διοπίζω) = πιέζω κάτι και το λιώνω (Ζούπα το = λιώσ’ το)
Ζούρλια (η) (<ιταλ.zurlare) = η τρέλα
Ζουρλαίνουμαι = τρελαίνομαι
(Πάει, ζουρλάθηκε αυτός)
Ζουρλοκαμπέρης (ο) και η ζουρλοκαμπέρω για γυναίκα = ο τρελάρας, ο επιπόλαιος
Ζουρλοκομείο (το) = το τρελοκομείο
Ζουφιάζω (<ζούφιος<μεσν.ελλ.ζοφός<αρχ.ελλ.σομφός) = μαραίνομαι, γίνομαι ζούφιος, κούφιος
Ζουφλιάζω = χαλάω τη λεία επιφάνεια σε κάτι τενεκεδένιο, ζαρώνω
(Ζούφλιασε η μπιντόνα, πέτα τη)
Ζυγάρι (το) = ξύλο που έβαζαν στον ώμο οι τυροκόμοι και μετέφεραν στις δυο του άκρες τυροτσαντίλες γεμάτες τυρί
Ζύγι (το) = μέτρο βάρους, τα ζύγια = τα ζύγια στην ουρά του χαρταετού
Ζυγιάζω = ζυγίζω και ισορροπώ
(Ζύγιασε το φόρτωμα στο γαϊδούρι να μη γείρει)
Ζυ(γ)ιές (οι) = ζευγάρι, συγκρότημα με 2 όργανα (λαούτο και βιολί). Στο μαναστήρι της Παναγίας έπαιζαν 3-4 ζυγιές και χόρευε ο κόσμος
(Για σύρτε φέρτε όργανα, διπλές ζυγιές κλαρίνα, δημ. τραγ.)
Ζυμογαλιά (η) (<ζύμη+αγάλια) = αυτή που αργεί να ζυμώσει, γενικά ο αργός άνθρωπος
Ζυγός (ο) = το μέρος του αλετριού που ένωνε τα ζώα
Ζυγώνω (ζιγώνω κατά Στυλ. Καψωμένο) και αποζυγώνω = διώχνω, καταδιώκω, πλησιάζω. Ετυμολ. κατά τον Γ. Χατζηδάκη από μεσαιων. ζυγώνω=πλησιάζω, μεταγενέστ. ζυγόω ζυγώ-ζυγός. Κατά τον Στυλ. Καψωμένο εκ του αρχ. διώκω/διώχνω/ζιώχνω/ζιγώχνω/ζιγώνω(αόρ. εζίγωξα, κατά το εδίωξα)
Ζω (το), ζα (τα) = το ζώο, τα ζώα
Ζωντίμι (το) = το ζώο, το ζωντανό
Ζωντόβολο (το) = το ζώο, ο κουτός
Ζώστρα (η) (<αρχ. ελλ.ζώννυμι) = η ζωστήρα
Αναζήτηση αλφαβητικά
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω