Μαγάρα (η) = ακαθαρσία, λέρα, βρισιά συνήθως σε ζώα
Mαγαρίζω (<αρχ. μεγαρίζω=λατρεύω σε μέγαρα-σπήλαια τη θεά Δήμητρα (π.χ. το μέγαρον της Δήμητρας στο Λύκαιον όρος) = λερώνω, μολύνω. Τη μειωτική σημασία την απέκτησε μετά την εξάπλωση του χριστιανισμού, όπου εθνικοί έτρωγαν, μαγαρίζονταν, στις νηστείες των χριστιανών.
(Με μαγάρισες με το μεζέ που μου ΄δωκες!, Με μαγάρισε η ποκορωμένη με τις βρωμιές της).
Μαγαρισμένος (μτχ.) = ακάθαρτος, διεφθαρμένος άνθρωπος
Μαγέρικο (το) = το εστιατόριο
Μαγεριό (το) (<ελληνστ. μαγειρείον) = η κουζίνα του παλιού σπιτιού με γωνιά, φούρνο μέσα στη γωνιά και σοφρά
Μάγκανα (τα) = οι καυγάδες
Μαγκάνι (το)(<ιταλ.mangano) = 1. χειροκίνητος μηχανισμός άντλησης νερού από πηγάδι,
2. ξύλινο εργαλείο επεξεργασίας λιναριού, μακρόστενο, με δύο σιαγόνες και δόντια
Μαγκανοπήγαδο (το) = το πηγάδι που είχε μαγκάνι, μεταφ. ο αγώνας της ζωής
(Άρχισε πάλι το μαγκανοπήγαδο της ζωής)
Μαγκανίζω (το λινάρι ή το σπάρτο) = περνάω από το μαγκάνι το φυτό για να αποβάλλω τον ξυλώδη φλοιό του
Mαγκάνισμα (το) = η επεξεργασία του λιναριού
Μαγκούφης (επίθ.) (<τουρκ.vakif) = έρημος, μόνος, χωρίς οικογένεια
(Ένας μαγκούφης είναι στη ζωή του, ολομόναχος)
Μαθές (μόριο) (<μαθαίνω) = λοιπόν, φυσικά, δηλαδή, βεβαίως
(Τι κάνεις, μαθές, νυφούλα μου;)
Μαθός (ο) (<μετχ. παθητ. αορ. μαθείς) = αυτός που έμαθε
(Ο παθός μαθός)
Μαζωξιά (η) (<αόρ. μάζωξα) = μια συγκεκριμένη ποσότητα
(Βρήκα μια μαζωξιά λάχανα, λαδάκια και τζιοχούς)
Μάια (τα) = τα μάγια, τα ξόρκια
Μάηδε (διαζευκτ. σύνδ.) = ούτε
(…μάηδε ο ήλιος με μάρανε, μάηδε η απόσκια, Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας»
Μαϊστράλι (το) (<ενετ.maistro) = ΒΔ άνεμος, μικρός μαΐστρος
Μάκαινα (η) ή μάκενα (<ιταλ.macchina<αρχ. μαχανά<μηχανή) = η δριμωνιστική μηχανή, κατάλληλη για το λίχνισμα της σταφίδας
Μακαρούνια (τα) = 1. τα μακαρόνια
(Να φας φκιαχτά μακαρούνια από τη μάνα μου και να γλείφεις και τα δάχτυλά σου!),
2. η λίγδα του σώματος όταν βγαίνει σε λεπτά ινίδια
(Τρίφτηκα με την αλαφρόπετρα κι έβγαλα μακαρούνια τη σκόρτσα)
Μακρυνάρι (το) = μακρύ αντικείμενο, μακρόστενο
(Έχει ΄να σπίτι ΄να μακρυνάρι, από το (μ)πάνου δρόμο φτάνει στον απουκάτου)
Μαλαγάνας (ο) (<ισπ.malagana) = ο καταφερτζής, ο άνθρωπος που με κολακείες και πονηριές προσπαθεί να πετύχει το σκοπό του
Μαλάνθρακας (ο) = ο καλόγερος, το γνωστό σπυρί
Μαλλίνα (η) (<ιταλ.malignare) = ο φόβος
(…Αλλά και πεισματάρικα επέρασε ποτάμια
πούναι μαλίνα να σκεφτή κανείς τα θύματά τους…, ποίημα, Π. Γλ.)
Μαλλινάρισα (<αόρ. του ρ. μαλλινάρω) = φοβήθηκα
(Άι να χαθείς, βλοημένο, με μαλλινάρισες=με έσκιαξες)
Μαλλιοβράσι (το) (<μαλλιοβράση<μάλε-βράσε<βάλε-βράσε κατά λεξ. Ανδριώτη) = μεγάλος καυγάς, φασαρία
(Έγινε το μαλλιοβράσι)
Μαλλιοκέφαλα (τα) = πάρα πολλά. Χρησιμοποιείται στη φράση: χρωστάου τα μαλλιοκέφαλά μου = χρωστάω πάρα πολλά, αμέτρητα, όσα τα μαλλιά της κεφαλής μου
Μαλάτσα (η) (<ιταλ. maluzzo) = η άπνοια με ζέστη και υγρασία
(Έχει μαλάτσα απόψε, είναι βραδιά για καλαμάρια)
Μάμα (η) = πρόλοβος πουλιών κοντά στον οισοφάγο, όπου εκεί η τροφή παραμένει για λίγο και μετά πάει στο στομάχι. Είναι ωραίος μεζές
Μαμούρα (η) (<μαμούρι=μικρός υπηρέτης για αγγαρείες) = η υπηρέτρια, η γυναίκα που δεν έχει «ψήφο», η ανυπόληπτη γυναίκα. Χρησιμοποιείται και ως βρισιά, η παλιομαμούρα
Μάνα (η) του νερού = η πηγή του νερού
Μανά (η) = η μάνα
Μανάρι (το) (<αμνάριον<υστερολατ.man karios, λεξικ. Μπαμπινιώτη) = μικρό αρνάκι, που προορίζεται για σφαγή
Μαναστήρι (το) (<μονή<μένω) = το μοναστήρι, τοπωνύμιο με σημερινή ονομασία «η μονή της Χρυσοκελλαριάς»
Μαναστηριακά (τα) = τα κτήματα που ανήκαν στο μοναστήρι (της Χρυσοκελλαριάς), μεταφορικά τα εγκαταλελειμμένα κτήματα, τα έρημα
Μανέστρα (η) (<βεν.manestra) = 1. είδος σούπας με ζυμαρικό αυγολέμονο (Μού ΄πηξε η μανέστρα),
2. μεταφορικά ως επίρρημα = ανάκατα, σαλατοποιημένα (Γίνανε ούλα μανέστρα),
3. ακύρωση (Του χάλασε τη μανέστρα)
Μάνι-μάνι (<ιταλ.mano) = πολύ γρήγορα, βιάσου
Μανιαμούνιας (ο) = κουτσομπόλης, ανυπόληπτος άνθρωπος
Μανιάρα ή μανιαρίτσα (η) = μεγάλο κλαδευτήρι, κατάλληλο για κλάδεμα ή κοπή δέντρων
Μαντάρα (η) (<τουρκ. madara) = η αναστάτωση, το μπέρδεμα,
ως επίρρημα = άνω κάτω (Τα έκαμες μαντάρα)
Μάνταλος (ο) (<μεσν.μάνδαλον) = σύρτης πόρτας
(Βάλε το μάνταλο στη (μ)πόρτα)
Μανταλώνω = κλειδαμπαρώνω
Μαντάτο (<ιταλ.mantare) = είδηση, φήμη που διαδόθηκε σ’ όλο το χωριό
Μαντράχαλος (ο) (<μάντρα+χαλί=διχαλωτό ξύλο στις μάντρες για να κρεμάνε το τυρί) = ο ψηλός, ο γεροδεμένος αλλά άχαρος
Μανώ (η) = η μάνα|
(Καλησπέρα μανώ μου, τι κάνεις;)
Μάπα (η) (<λατ.mappa,<βυζ. μάππα=μαντίλι που κράταγαν οι ύπατοι για την έναρξη ιπποδρομιών) = 1. λάχανο
(Έκοψα μια μάπα από το κήπο για να φκιάσω ταχιά γιαπράκια),
2. φάτσα, ειρωνικά (Τήρα τη μάπα σου και μη λες για άλλους)
Μαραγκιασμένος ή μαραγκουλιασμένος (μετχ. ελλν. μαραγγιάω) = μαραμένος, ζαρωμένος
(Τα μαρούλια είναι μαραγκουλιασμένα, Μαραγκουλιάσανε τα λουλούδια)
Μαράζι (το) (<τουρκ.maraz) = μεγάλη στενοχώρια
Μαραφέτι (το) (<τουρκ.marifet) = μικρό εργαλείο
Μαραφουλιάζω = ψάχνω
(Μαραφούλιασε ούλα τα πράματα, αλλά τίποτα δε βρήκε)
Μαργελώνω (<μάργελλον<λατ.margella) = ρελιάζω τις μπαντανίες γύρω γύρω, πλέκω με το βελονάκι μικρή δαντέλα γύρω-γύρω από το κέντημα
Μαριόλα (η) (<βενετ.mariolo) = ναζιάρα, παιχνιδιάρα, πονηρή, πανούργα
Μαριολεμένα (<μαριόλα) = μαριόλικα, ναζιάρικα
(… μάτια μου μαριολεμένα, πώς περνάς στη ξενητειά; δημ. τραγ. Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας)
Μαρκαλιέται (για θηλυκά ζώα) = θέλει ζευγάρωμα (Η γίδα μαρκαλιέται, να την πας στο (ν)τράγο)
Μαρκάλισμα (το) (<αλβ.markal) = η ερωτική επιθυμία και το ζευγάρωμα των ζώων
Μαρμάρα (η) ή μαρμάρω = η στείρα. Αναφέρεται σε στέρφα θηλυκά ζώα και σε γυναίκα
Μάρτης (ο) = πλεχτό βραχιολάκι με κόκκινη και άσπρη κλωστή στριμμένη, που το φοράνε τα παιδιά την πρώτη Μαρτίου και το καίνε με τη φλόγα της πασχαλινής λαμπάδας
Μαρτίνια (τα) (<Ομηρ. ομορταίνω=συντροφεύω, ακολουθώ) = τα πρόβατα και γενικότερα τα οικόσιτα αιγοπρόβατα
Μάσα (η) (<μασώ) = το φαγητό
Μασιά (η) (<μεσν.μασιον<τούρκ.masa) = τσιμπίδα φωτιάς
Μασκαρέτες (οι) = γυναικεία παπούτσια με προκαδούρες
Μαστάρι (το) (<ελλην.κοινή μαστάριον<μαστός) = ο μαστός των ζώων, μειωτικά ο άσχημος μαστός των γυναικών
Μαστέλο (το) (<ιταλ.mastello) = ξύλινο δοχείο μέτρησης λαδιού, σιταριού
Μαστραπάς (ο) (<τούρκ.masrapa<ar.mashtaba) = κανάτι γυάλινο ή πήλινο ή χάλκινο για νερό ή κρασί με πλατύ και μυτερό στόμιο
(Το μαστραπά τον έσπασες κρασί τι μου γυρεύεις; παροιμία, Να ΄χα νεράτζι να ΄ριχνα στο πέρα παρεθύρι, να τσάκιζα το μαστραπά, πούχει το μόσχο μέσα.., δημ. τραγ.)
Ματαβρήκα (<μετά+βρίσκω) = άλλαξα άποψη
Ματζακάνια (τα ) (<ιταλ.mazzata) = πράγματα σπιτιού, τα χρειαζούμενα
Μάτζαλα–σάτζαλα (δες και σάτζαλα–μάτζαλα) = πολλά πολλά μικροπράγματα
Ματζαρία (η) (<ιταλ.mantziarino) = φαγητό, μάσα
Ματζούνι (το) (<τουρκ.macun) = πρακτικό γιατρικό
(Τα ματζούνια της θεια-Κωσταντινιάς γιατρέψανε πολύ κόσμο)
Μάτι (το) = μπουμπούκι δέντρων
Ματσιουλάω = μασουλάω, αναχαράζω
Ματσέτο (το) ή μάτσο (<ιταλ.mazzetto) = η ανθοδέσμη, μια αγκαλιά, ένα δεμάτι
(Έκοψα ένα μάτσο βιόλες,
…και φέρτε τα ματζέτα σας, τα μοσκοβολημένα…,ποίημα, Π. Γλ.)
Ματσάκι (το) = η μικρή ανθοδέσμη
(Φέρε μου ένα ματσάκι δυάσμο)
Ματσούκι (το) (μσν. ματσούκι(ον), υποκορ. του ματσούκα<παλ. ιταλ. και βεν. mazzoca) = μεγάλο και χοντρό ραβδί, συνεκδοχικά το ξύλο
(Θα φας ένα ματσούκι, να μάθεις!)
Μαυροτσούκαλος (επίθ.) = πολύ μελαχρινός
Μαχαλάς (ο) (<τούρκ.mahalle) = η συνοικία
Μαχμουρλής (επίθ.) (<τούρκ.mahmurlu) = αγουροξυπνημένος, άκεφος
Μαχόσηκος (επίθ.) (<μάχη+σηκώνω) = αυτός που αγωνίζεται να σταθεί στα πόδια του, ο αρρωστιάρης
Μεγαλούδα (η) = το σκίσιμο στο δέρμα πίσω από τα δάχτυλα του ποδιού από μύκητες
(- Με πονεί η μεγαλούδα μου! – Δεν έχει τίποτα, μεγαλώνει το δάχτυλό σου!)
Μεινέσκω (<αόρ. έμεινα) = μένω
(-Πού μεινέσκεις;, …Μες το παζάρι μας ευθύς τα δίνει, δε μεινέσκει τίποτα μες το κοφίνι, ποίημα Π. Γλ.)
Μελεούνι (το) και μιλιούνι (<λατ.mille=χίλια) = πολλά μαζί
(Στα ντουλάπια είναι μελεούνι οι πορδάλες)
Μελετάω κάποιον = ομιλώ γι’ αυτόν
(Καλώστονε και ότι σε μελετάγαμε!)
Μελεύει = υπάρχει. Ίσως ετυμολογικά να έχει σχέση με το μόλογος, μολογιέται, ομολογείται
(Δε μελεύει ψυχή, δε μολογιέται άνθρωπος)
Μελίγγι (το) (<αρχ. ελλ. μήνιξ) = ο κρόταφος
Μελιγκόνι (το) (<μεσν. μελίτακας<αλβαν.millingonē-a) = το μυρμήγκι
Μεμέτης (ο) (<τούρκ.mehmet) = ο Τούρκος (μειωτικά)
Μεργιάζω = παραμερίζω, διώχνω τα πράγματα
(Μέργιασε να περάσουνε τα ζωντανά, θα σε πάρουνε μπλαστρί, Μέριασε βράχε να διαβώ το κύμα αντρειωμένο…, ποίημα Βαλαωρίτη)
Μερεμέτι (το) και μερεμετάκι(το) (<τούρκ.meremet) = η μικροεπισκευή
Μεριά (η) = η πλευρά
Μερί (το) = ο μηρός, το μπούτι
(Κι ήβρε το μερί ανοιχτό, δαμάκι το λαβώνει, δημ. τραγ.)
Μεριδοχάρτι (το) = το συγχωροχάρτι
Μέρος (το) = το αποχωρητήριο
Μεσημεράς (ο) = φανταστικό πρόσωπο προς εκφοβισμό των παιδιών, προκειμένου να μην βγαίνουν έξω από το σπίτι τα μεσημέρια
Μεσσήνα (η) ή μεσίνα = άσπρο μαντίλι που φορούσαν στο γαμπρό και στους πιο στενούς άντρες συγγενείς του κατά την έκθεση των προικιών της νύφης. Αντίστοιχα ίδιο μαντίλι έδεναν στις καπιστράνες των αλόγων που μετέφεραν τα προικιά. Σήμερα δένουν κορδέλες στις κεραίες των αυτοκινήτων
(…και μεσσηνάκια από μετάξι,
χρωματιστούλια, όπου έχουν φτιάξει
οι καλογριούλες τ΄ Αγιαννιού…, ποίημα, Π. Γλ.)
Μεσοβέζικος (o) (<βεν.mezo-vento=ο ενδιάμεσος άνεμος) = ο ασαφής, ο πρόχειρος, ο ακαταλαβίστικος
(Μεσοβέζικη λύση)
Μέτζα (η) (<ιταλ.mezzano) = ελάττωμα, κουσούρι
(Kαινούργια μέτζα έβγαλε)
Μία και μία = διαλογή πρώτης ποιότητας
(Οι ελιές είναι μία και μία)
Μια κοπανιά, μονοκοπανιά (επίρ.) = Όλο
(Ήπιε το φάρμακο μια κοπανιά)
Μίνια (αριθμ.) = μία
(…Στη μίνιαν άκρη του χωριού, στο μαχαλά στο Μώλο, ποίημα, Π. ΓΛ.)
Μιντέρι (το) (<τουρκ.minder) = στρώμα με μαλλιά δεύτερης ποιότητας
Μιρμιλάει ή μερμελάει = αίσθημα μυϊκού περπατήματος, κάποιο μέλος του σώματός μου με «τρώει», μουδιάζει
Μισερός (επίθ.) (<μισός) = ο ανάπηρος
Μισεύω (<λατ. missa) = ξενιτεύομαι
(Τόλεγες το τραγούδι σου, φίλε, προτού μισέψεις, ποίημα, Π. Γλ., Μισεύω και τα μάτια μου δακρύζουν λυπημένα, σχολ. xορός)
Μισιακά (τα) (επίρ.) (<μισά-μισά) = τρόπος καλλιέργειας ξένου κτήματος με μορφή μισθώματος το μισό εισόδημα
(Γυναίκα, πήρα τα λιόφτα του μπαρμα-Νικολού στο Μπαλιόμυλα μισιακά, Τόχει δοσμένο μισιακό εφέτος το χωράφι…, ποίημα, Π. Γλ.)
Μισοκαδιάρικο (το) = το μπουκάλι μισής οκάς
Μισοφόρι (το) (<μισό+φόρι) = κομπινεζόν
Μισογόμι (το) = το μεσιανό φορτίο στο σαμάρι του γαϊδάρου, συνήθως ανέβαζαν τα μικρά παιδιά
Μιτάρια (τα) (μιτάριον<αρχ.ελλ.μίτος) = εξαρτήματα αργαλειού, παράλληλα ξύλα δεμένα με πολλά σπαγγάκια
Μισαφίρης (ο) (<τούρκ.misafir) = επισκέπτης, φιλοξενούμενος
Μισοσπορίτισσα (η) = τα Εισόδια της Παναγίας, 21 Νοεμβρίου, γιατί δεν είχαν ολοκληρώσει ακόμα το σπαρτό
Μοιράδι (το) = το μερίδιο, η μοιρασιά, το μερτικό
(Σου δίνω το δικό μου μοιράδι στον Αμμούλη και συ το δικό σου στ΄ Ανάσκελο. Έτσι θα έχουμε σε ένα μέρος περισσότερο χωράφι και λιγότερο κόπο)
Μοιραίνω (<μοίρα) = καθυστερώ να κάνω κάτι, αναβάλλω
(Μη μοιραίνεις το φαΐ, τι το τηράς, γλήγορα φάτο)
Μοίρινα (τα) (<μοίρα) = της τύχης μου τα γραμμένα, τα βάσανα
(Κλαίω τα μοίρινά μου)
Μόκο (άκλ.) (<ιταλ.moccio) = μούγκα, σκασμός, σιωπή
(Δε μιλάς, ε, κάνεις το μόκο)
Μολαΐμικος (επίθ) (<μολαϊμίζω) = μαλακός, ήρεμος
(Καλό παιδάκι είναι, μολαϊμικο)
Μολάρω (<ιταλ.mollare) = αμολάω, φεύγω για τα ξένα
Μόλεμα (το) = η μόλυνση, η μαγάρα, η αρρώστια
Μολεύω (<μολύνω) = μολύνω, μιαίνω
(Το μόλεψες και αφόρμισε)
Μόλογος (ο) (<ομολογώ) = η διάδοση μιας είδησης που συγκλονίζει
(Θα γίνουμε μόλογος στο χωριό με τα καμώματά σου = θα σχολιαστούμε αρνητικά)
Μόνε μόνε (φράση) (μσν. μόνε) = σιγά σιγά, ίσα ίσα, τσίμα τσίμα
(Μόνε μόνε, υπομονή μέχρι να μάθεις τα χούια του, Μόνε μόνε χωράει να περάσει από τη πόρτα)
Μονέδα (η) (<μσν.μονέδα<βεν.moneda) = νόμισμα
(Κόβει μονέδα = έχει εξασφαλισμένα κέρδη)
Μονοκόκκαλος (επίθ.) (<μόνος+κόκαλο) = άκαμπτος, αλύγιστος
Μονοκοντυλιά (η) (<μόνος+κοντύλι) = το γράψιμο λέξης, (μτφ) γρήγορα, χωρίς δεύτερη σκέψη
(Με μια μονοκοντυλιά τον έσβησε από συγγενή)
Μονοκοπανιά (η) (<μόνος+κόπανος) = (επίρ) μονομιάς
(Έφαε ΄να καρβέλι ζεστό ψωμί μονοκοπανιά και ξεράθηκε ούλη τη μέρα και τη νύχτα, Ήπιε το φάρμακο μονοκοπανιά)
Μονόπαντα (επίρ) = μονόπλευρα
(Πιάστηκα, ούλη τη νύχτα κοιμήθηκα μονόπαντα)
Μονόχνωτος (επίθ) (<μόνος+χνώτο) = άνθρωπος ακοινώνητος
Μονοχρονίς (επίρ) = μέσα σ΄ ένα χρόνο
(Μονοχρονίς θα το ξεχρεώσω)
Μονομερίς (επίρ.) = μέσα σε μια μέρα
Μορόζω (η) (<ιταλ.amorosa<λατ.amor) = η ερωμένη, η γυναίκα που δεν έχει λόγο (Κάθεται σα μορόζω)
Μόσκος (ο) (<ιταλ moscaio) = μόσχος. Όταν τα μωρά ρέβονταν, τους έλεγαν «μόσκος και κανέλα»
Μούγκα (επίρ.) (<λατ.mutus=ο άλαλος) = χωρίς μηλιά
(…ούτε καλημέρα, ούτε χαίρεται με τα κορίτσια. Μούγκα, τα ήθη πολύ αυστηρά)
Μούκουλα (τα) (<ιταλ mucca<λατ bucula) = ευτραφής λαιμός, προγούλι, διπλοσάγονο, το δέρμα των μηρυκαστικών ζώων που κρέμεται κάτω από τη σιαγόνα
Μούλος (ο) (<λατ mulus=μουλάρι) = νόθος, μπάσταρδος. Κυριολεκτείτο στα νόθα παιδιά, αλλά το έλεγαν και ως βρισιά με πολύ μειωτική σημασία
Μουλαρώνω (<μουλάρι<μεσν.μουλάριον< ελλν.κοιν.μούλα<λατ.μούλα) = συμπεριφέρομαι σαν μουλάρι, δε συνεργάζομαι και εμμένω στα λόγια μου
(Μουλάρωσε και έφυγε μουτρωμένος)
Μουλώνω (<μουλαρώνω) = κρύβομαι να μη με δουν
(Μούλωξε στην άκρη τ’ αρφανό και δεν έβγαλε άχνα)
Μουλωχτός (επίθ.) (<μουλώνω) = ύπουλος, κρυφός, Μουλωχτά (επίρ.) = ύπουλα.
(Του ΄δωκε μια τσιμπιά στα μουλωχτά, που πετάχτηκε κλαίγοντας)
Μουνουχίζω = ευνουχίζω, μουνουχισμένος (μετχ)
(Γιώργη, αύριο να φέρεις το Μάκη να μουνουχίσει το γουρούνι)
Μουντρούχος (επίθ) (<αλβαν.merdih) = βαρετός, ανιαρός, δύσθυμος
Μουράρω (<μούρη) = ορμώ, μπαίνω μέσα
Μούργα (η) (αντιδάνειο) (<λατ amurga<αρχ. ελλ. αμόργη) = 1. το κατακάθι του λαδιού
(Κατάκατσε η μούργα στο λάδι, να του αλλάξεις αγγειό)
Μουργέλα (η) (<ιταλ muriella) = τεμπελιά, βαρεμάρα, έλλειψη διάθεσης.
Μούργος (ο) (επίθ.) = 1. όνομα σκύλου,
2. λερωμένος (Μούργος έγινες, πού βρώμισες έτσι;),
3. βρισιά : μούργος = παλιάνθρωπος, βρώμικος άνθρωπος
Μουρδουλώνω (<λατ mordax-eo<ιταλ mordere) = επισκευάζω κάτι πρόχειρα, τακτοποιώ όπως όπως, κάνω κάτι όχι καλά
(Ήτανε χρέπιο, το μουρδούλωσα δωχάμου), Μουρδούλωμα (το) = πρόχειρη επισκευή
Μουρντάρης (επίθ) (<τουρκ murdar) = ο ασελγής, ο γυναικάς
(Ο άντρας της είναι μουρντάρης)
Μουρτζούλια (επίρ) (<ίσως από λατ murkos=σκοτεινό χρώμα) = με το χάραμα, πριν βγει ο ήλιος
Μουρτζούφλης (επίθ) (<μουρτζότυφλος<μεσν.μούρτζουφλος<μούντζα) = κατηφής, κατσούφης
(Πρωί πρωί ξύπνησε και είναι μουρτζούφλης ακόμα, μη του μιλάς)
Μουρχούτα (η) (<μσν.μουχρούτα<μουχρούτιν<τουρκ.amahrut) = πήλινη βαθιά πιατέλα με φαγητό
(Πρωί πρωί έπεσες στη μουρχούτα)
Μούσκλια (τα) (<μούσκλη<μούσκλος<λατ musculus) = τα βρύα
Μουσκλώνω (<ιταλ mescolare) = ξυνίζω τα μούτρα, αποδοκιμάζω, μουσκλωμένος (μετχ.) = συνοφρυωμένος, σκυθρωπός, κατηφής
Μούσκουρη (η) = η μονόχρωμη γκρίζα γίδα ή αγελάδα
Μουσμούλης, -ω, -ικο (επίθ) = ο χασομέρης, η χασομέρω. Η λέξη συναντάται ως επώνυμο στα Επτάνησα και προέρχεται από τη σύνθεση δύο οικογενειών ιταλικής καταγωγής (Mus (Moyze)+Myli)
Μουσμουλεύω (<μουσμούλα) = ψαχουλεύω, λεπτολογώ
Μουστόγρια (η) (<μούστος+γριά) = πολύ ζαρωμένη γριά
Μούστρισμα (το) (<μυστρί) = πρόχειρο βάψιμο
(Ένα μούστρισμα του ΄καμε με τον ασβέστη, να φύγουνε οι μούχλες. Θέλει καλό χρίσιμο)
Μουστρίζω-ουμαι (<μυστρίζω,μυστρί) = 1. βάφω πρόχειρα (Τόνε μούστρισα το (ν)τοίχο, να φύγουνε οι βρομιές),
2. λερώνω (Μούστρισες το φουστάνι σου),
3. ως παθητικό βάφομαι, λερώνομαι, πασαλείφομαι τρώγοντας
(Μουστρίστηκες, κακοντέλη μου, γιόμισες λαδιές!,
…και τ΄ αντικρίζεις στη στιγμή ούλα τους μουστριμένα
στα παιδικά τους πρόσωπα από το φρέσκο λάδι…, ποίημα Π. Γλ.)
Μούτζα (η) (<μεσν.μούτζα<μούζα=μούντα, ίσως μουντός) = άνοιγμα ανάποδης παλάμης, υβριστική χειρονομία , φάσκελο. Η χρήση της μούτζας ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια. Όταν κάποιος έκανε ένα μικρό παράπτωμα, ο δικαστής έβαζε το χέρι του στη στάχτη και του μουτζούρωνε το πρόσωπο, διαπομπεύοντάς τον.
Κατά μια άλλη εκδοχή ανάγεται στα αρχαία χρόνια σε σχέση με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Και πάλι είχε την έννοια του εξορκισμού του κακού, της αποπομπής.
Μουτζώνω = φασκελώνω (Μούτζωτα και φασκέλωστα)
Μουτσούνα (η) (<μσν.μούτσουνον<βεν.musona=γκριμάτσα) = άσχημο πρόσωπο, μάσκα, Μουτσουνάρα ως μεγενθυντικό = το πρόσωπο, εγώ, ο ίδιος (Η αφεντομουτσουνάρα μου!)
Μουτσουτσούνια (τα) (<μουτσούνα+εκφραστ. διπλασιασμός) = καμώματα, νάζια, πείσματα, σκέρτσα
Μουτσουτσούνιασε (αόρ.) = σκυθρώπιασε, θύμωσε
Μουχαμπέτι (το) (<τουρκ.ummeti) = κουβεντολόι, Αμέτι μουχαμέτι = πολύ επίμονα
Μόφορο (το) (<ιταλ muffola) = τιποτένιος, απαξιωτικά για άτομο
(Σιγά το μόφορο)
(Μ)παγαπόντης (ο) (<ιταλ.vagabondo) = κατεργάρης, απατεώνας.
(Μ)παγαποντιά (η) = κατεργαριά, απατεωνιά
Μπαγάσας (ο) (<Ιταλ.bagascia) = παλιάνθρωπος, κατεργαράκος, πονηρούλης. Χρησιμοποιείται και ως προσφώνηση
(Α, ρε μπαγάσα, πάλι τα κατάφερες!)
Μπαγαντέλα (η) (<ιταλ bagattella) = γερασμένη, δυσκίνητη γυναίκα
(Γιάτρα τη, σούρνει τα πόδια της, σα μπαγαντέλα πάει)
(Μ)παγκάρι (το) (<βεν banchier) = το παγκάρι της εκκλησίας με τα κεριά και τον δίσκο για τον οβολό των χριστιανών
Μπαγλαρώνω (<τουρκ.baglamak) = φυλακίζω, συλλαμβάνω, δένω πισθάγκωνα
Μπαζίνα (η) (<μάζα-ινος) = χυλός με καλαμποκάλευρο. Μαζί με το χυλό από σταρένιο αλεύρι αποτελούσαν ένα λιτό και γρήγορο φαγητό ιδίως τους χειμερικούς μήνες, για μικρούς και μεγάλους, πρωϊνό ή και βραδινό.
Μπαζουνιάζω (<μπάζω) = τρώω του σκασμού
Μπαϊλντίζω (<τουρκ bayilidin) = λιποθυμώ, αποκάνω, αγανακτώ
Μπαϊράκι (το) (<τουρκ bayrak) = σημαία, παντιέρα
(Σήκωσε μπαϊράκι = επαναστάτησε)
(Μ)παΐρι (το) (<τουρκ.bayir) = σθένος, δύναμη
(Με το μπαΐρι μου το κέρδισα)
Μπαινάκης και βγαινάκης (<μπαίνω+βγαίνω) = φράση που λέγεται, όταν κάτι δεν το λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη, το ακούμε και το ξεχνάμε αμέσως
Μπάκα (η) = (<λατ bacca)) = κοιλιά
(Έχεις κάνει μπάκα)
Μπακαλιάρος (ο) (<ιταλ baccalaro) = βακαλάος, (μτφ) πολύ αδύνατος
Μπακανιάρικος (επίθ) (<μπάκα) = ασθενικός, καχεκτικός, άτομο με κίτρινο χρώμα και πρησμένη κοιλιά
Μπακίρια (τα) (<τουρκ bakir) = τα χαλκώματα, χάλκινα οικιακά σκεύη, τα οποία δίνονταν πάντα ως προικιό της νύφης
(Ψήσε καφέ σε μπακιρένιο μπρίκι, να νιώσεις νοστιμιά)
Μπαλαμούρα (η) (<παλαμούρα<μεγεθ. παλάμη) = χλευαστικά η παλάμη, το σκαμπίλι
(Να, πάρε μια μπαλαμούρα)
Μπαλαούρο (το) (<ιταλ.ballauro) = χώρος φυλακής, κλειστός χώρος
Μπαλαφουμάς (ο) = αυτοσχέδιος εκκρηκτικός μηχανισμός, που ετοίμαζαν τα παιδιά για το Πάσχα, τα σημερινά βεγγαλικά
Μπάλια (η) (<μπαλιός<φαλιός κατά Προκόπιο) = άσπρη και με χρωματιστά μπαλώματα γίδα ή προβατίνα.
(Μανά μου, έκοψε η μπάλια μας και δε τη βρίσκω)
Σε κάποια λεξικά η λέξη θεωρείται αλβανική<baliosi), όμως η λέξη συναντάται στην Ιλιάδα του Ομήρου «Βάλιον εκάλει έναν των ίππων αυτού ο Αχιλλεύς (Αραβαντινός). Πράγματι Μπάλιο έλεγαν και το άλογο με άσπρα στίγματα στο πρόσωπο.
Μπαλντούμι (το) (<σλαβ.baldim) = δερμάτινη ζώνη γαϊδουριού ή αλόγου, μεταφορικά το μεγάλο και άκομψο
(Η ζακέτα που φορείς, σου είναι μπαλντούμι, ερμούλα, σε κουλουπώνει ούλη)
Μπαλτάς (ο) (<τουρκ balta) = μεγάλη και χοντρή μαχαίρα
Μπάμπαλα (τα) (<πάμπαλα<παμπάλαια) = ρούχα φτωχικά
(Μάζεψε τα μπαμπαλάκια σου και δρόμο)
Μπαλώνω = ράβω κάτι τρύπιο, μπαλωμένος (μετχ.)
(Παπούτσι από το (ν)τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο, παροιμ.)
Το μπάλωμα εκείνα τα χρόνια ήταν καθημερινή σχεδόν υποχρέωση. Οι άνθρωποι τίποτα δεν πέταγαν, παρά μόνο αφού είχε καλυφθεί το ρούχο με μπαλώματα και φθείρονταν και αυτά.
Μπαμπέσης (επίθ.) (<αλβαν babesë) = ύπουλος, δόλιος,
Μπαμπεσιά (η) (<αλβαν.pabesë) = δολιότητα
(…με μπαμπεσιά τονε φάγανε το Γιάννη το λεβέντη…, δημ. τραγ.)
Μπαμπούλα (η) (<λατ.babula<μσν. μπουμπούλα)ή(≤βλαχ barbuli) = κεφαλομάντηλο ντρίλινο, που κάλυπταν οι γυναίκες το κεφάλι τους και μέρος του προσώπου. Η μπαμπούλα ήταν μαύρη για τις χήρες και λευκή για τις άλλες γυναίκες
(Μπαμπουλώσου, κάνει φαρμάκι-κρύο)
Μπανίζω (<μπάνιο) = εντοπίζω, διακρίνω κάτι ενδιαφέρον
(Οι άντρες μπάνιζαν (κοίταζαν) τις γυναίκες από μακριά που κολυμπούσαν)
Μπαντανία (η) (<τουρκ battaniye) = μάλλινη υφαντή κουβέρτα στον αργαλειό
Μπαντανίζω (<τούρκ badanalmak) = ασβεστώνω, ασπρίζω
Μπαξίσι (το) (<τούρκ.bahsis) = φιλοδώρημα
Μπαράκα (η) (<ιταλ.baracca) = παράπηγμα ξύλινο
(Από μια βδομάδα πριν στήνουνε τις μπαράκες τους οι εμπόροι στο πανηϊρι στα Καντιάνικα,
και ο ντόπιος ποιητής «κι όλες αντάμα ξεκινάν γραμμή για τις μπαράκες, χίλιω λογώνε πράματα, μαθές, για να ψωνίσουν»Π.Γλ.)
Μπαρέμ (επίρ) (<τουρκ.bari+im) = τότε, λοιπόν, γιατί
Mπαρκαριό (το) (<λατ.barca<αρχ.ελλ. βάρις) = μικρός όρμος στο ακτωτήριο Ακρίτας
Mπαρκέρνω (<ιταλ imparcare) = μπαρκάρω, ταξιδεύω με πλοίο
Μπάρμπας (ο) (<βεν barba) = ο θείος, αλλά και προσφώνηση για κάθε ενήλικα άντρα. Σε παλιότερες εποχές τον άντρα τον προσφωνούσαν μπάρμπα και τη γυναίκα θειά
(Καλημέρα μπαρμπα-Τάση, καλημέρα θεια-Τάσιαινα!)
Μπαρμπέρης (ο) (<γαλλ.barbe=γένι) = ο κουρέας
(Είναι πολλοί μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια)
Μπαρμπέρικο (το) = το κουρείο
Μπαρμπούτα (η) (<λατ barbuta) = μάσκα, αποκριάτικη μουτσούνα
Μπαρουτιάζω (<μπαρούτι<τούρκ. barut) =.εξοργίζω
Μπάρτζα (η) (<σλαβ bardz) = γίδα με καφέ και κόκκινα μπαλώματα στη μούρη
Μπας και (<από μεσν. μην+πας+και ή <αλβ mpase κατά Δημ. Λιθοξόου) = μήπως
Μπασία (η) (< μσν.<ελλ.(ε)μπασία<έμβασις<αρχ. ελλ. εμβαίνω) = η είσοδος
Μπασιά (η) (<αρχ. ελλ. εμβαίνω) = πλημμύρα από νερό βροχής
(Η βροχή έφερε γερή μπασιά και πλημμύρισε το κατώι)
Μπάστακας (ο) (<τουρκ. basta) = ενοχλητικός, ανεπιθύμητος
(Τι καμαρώνεις σα μπάστακας, κάτσε χάμου)
Μπάσταρδος (ο) (<μεσν)μπάσταρδος<βενετ.bastarda) = νόθος, παιδί από μη νόμιμο γάμο. Χρησιμοποιείται και με μειωτική σημασία ως βρισιά
(Μ)πατάκα (η) (<ισπαν. πατάτα) = πατάτα.
(Μ)παταλιακός (επίθ) (<τούρκ battal) = δυσκίνητος
(Τα έρμα τα μπαταλιακά μου, τα πόδια, τα σούρνω).
Μπαταριά (η) (<τουρκ batarya<βενετ bataria) = ντουφεκιά, ομοβροντία
(Ρίξε μια μπαταριά στο γάμο της δυχατέρας μου)
Μπατάρω (<ιταλ. baterre<τούρκ batar) = 1. παίρνω επικίνδυνη κλίση
(Μπάταρε το γαϊδούρι με το φόρτωμα μονόπαντα),
2. γέρνω να κοιμηθώ
(Μπάταρε στην άκρη στο πεζούλι, κι έκλεισε τα μάτια του λιγούλι),
3. αθετώ το λόγο μου
(Θα τα ειπείς στο δικαστήριο ή θα τα μπατάρεις;)
Μπατζανάκης (ο) (<τουρκ. bazanak) = ο σύγγαμπρος
Μπατίρης (ο) (<τούρκ. batrimak) = άφραγκος, χρεοκοπημένος
Μπατιρίζω (<τούρκ. batir) = χρεοκοπώ
(Τα έρμα τα χαρτιά τόνε μπατιρίσανε, δεν είχε μυαλό)
Μπάτσα (η) (<αλβ. bacë-α) = χαστούκι, σκαμπίλι, φούσκος
Μπαφιάζω (<ιταλ. bafa) = 1. γεμίζω καπνό (Μας μπάφιασες, μωρέ, με το τσιγάρο σου!),
2. κουράζομαι (Μας μπάφιασε στη δουλειά σήμερα ο χριστιανός!),
3. χορταίνω, φουσκώνω (Μπάφιασα στο φαϊ, Μπάφιασα από τα ψέματά σου)
Μπαχλέμι (το) (<τούρκ.) = καημός, στεναχώρια που με λιώνει
Μπεζαχτάς (ο) (<τούρκ.bestahta<περσικά pehs takha) = συρτάρι μαγαζιού για τα χρήματα, μτφ το χρήμα
Μπεζεράου (<τουρκ bezmek) = παιδεύομαι, εξαντλούμαι
(Δε μπορώ άλλο παιδάκι μου, μπεζέρησα πια απ΄ τις πολλές δουλειές)
Μπέϊκα (επίρ) (<μπέης<τούρκ. bey) = ζω πολύ πλούσια σαν μπέης
Μπεκιάρης (ο) (<τουρκ. bekàr) = ανύπαντρος, εργένης
Μπεκροκανάτας (ο) (<μπεκρής+κανάτα) = γερός πότης, μπεκρούλιακας, μέθυσος
Μπεκρουλιάζω (<τούρκ. bekrilik, μπεκρούλης<μπεκρής+ιάζω)) = μεθοκοπάω, «τα τσούζω», «τα κοπανάω»
Μπελαλής (ο) (<τουρκ belali) = αυτός που δημιουργεί μπελάδες, φασαρίες, δυσκολίες, ο δύστροπος, ο καβγατζής, μπελαλίδικο φαγητό=δύσκολο
(Μας βγήκε μπελαλίδικο το στερνοπαίδι μας, ούλο σε μπελάδες μας βάνει),
Μπελάς (ο) (<τουρκ. belà) = ενόχληση, σκοτούρα
(Βρήκα το μπελά μου χωρίς να φταίω)
Μπελερίνα (η) (<ιταλ. pellgrina) =. η διπλή πλεχτή τριγωνική εσάρπα από μαλλί προβάτου συνήθως, με τις δύο μπροστινές άκρες μακριές και λεπτές, για να σταυρώνουν μπροστά και να δένονται πίσω στη μέση. Την φορούσαν πάνω από τα ρούχα για να ζεσταίνονται οι ώμοι και οι πλάτες. Οι νέες φορούσαν λευκές, ενώ οι ηλικιωμένες μαύρες.
Μπενετάδες (οι) (<ιταλ. benedetto) = αποχαιρετισμοί
(Αφήνω τις μπενετάδες μου απ’ αυτό το (ν)τόπο)
Μπερέζα (η) (<βεν.imbogio) = εσωτερικό ψιλό σκούρο κεφαλομάντηλο
(…Τη βλέπω να χαμογελά, μέσ΄ από τη μπερέζα, αλέστα για χοντροδουλειά, πάντ΄ ανασκουμπωμένη, ποίημα Π. Γλυφός)
Μπερέσι (επίρ.) = ορθάνοιχτα
(Γιατί άφηκες τη μπόρτα μπερέσι;)
Μπερνάκια (τα) (ηχομιμητικό μπεεε) = μικρά αρνιά
Μπερντάχι (το) (<τούρκ. perdah) = ξυλοδαρμός, ξυλοφόρτωμα
(Θα σου ρίξω ένα μπερντάχι, που θα είναι ούλο δικό σου)
Μπερσίμι (το) (<τούρκ. ibrisim) = μεταξωτή κλωστή
Μπέσα (η) (<αλβαν. ) = η αξιοπιστία
(… τι ΄θελες Βλάμη που θαρρεύτηκες κι έλαβες τη μπέσα, δημ. τραγ. Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας)
Μπεσαλής (ο) (<μπέσα<αλβαν. besë) = αξιόπιστος
(Μπεσαλής άντρας, ο λόγος του έχει μπέσα)
Μπεσίκι (το) (<τούρκ.besik) = ξύλινη κούνια μωρού
Μπίζια (τα) (<ιταλ. pisselo) = τα μπιζέλια
Μπιμπίλα (η) (<τουρκ. birbiri = δαντέλα λεπτή με βελονάκι
Μπινάς (ο) (<τούρκ. bina=οικοδομή, κτίσμα) = κάτι πολύ σκληρό, όπως τοίχος, χώμα
(Είναι μπινάς το χωράφι, δε σκάβεται)
Μπιντόνα (η) (<ιταλ. bidone) = ντενεκές λαδιού. Τη χρησιμοποιημένη την έκοβαν από πάνω, τη λείαιναν, της έβαζαν και χερούλι και τη χρησιμοποιούσαν για μεταφορά υλικών, όπως νερό, οικοδομική λάσπη, πλύματα για το γουρούνι κ.α.
(Άιντε μια πιλαλίτσα στη βρύση και γιόμισε τη μπιντόνα νερό)
Μπιρμπάντης (ο) (<ιταλ. birbante) = ο γυναικάς
Μπιρμπαντιά (η) (<μπιρμπάντης) = παλιανθρωπιά, γυναικοδουλειά
Μπιρμπίλι (επίρ.) (<τούρκ bülbül=το αηδόνι) = φλύαρα
(Το στόμα του πάει μπιρμπίλι)
Μπιρμπιλομάτα (η) (<μπιρμπίλι+μάτι) = γυναίκα που έχει παιχνιδιάρικα μάτια
Μπιρμπίλω (η) (<τουρκ.birbili) = παιχνιδιάρα
Μπιρμπιλωτό (το) (<μπιρμπίλι+-ωτό) = πολύχρωμο, το σημερινό εμπριμέ (Το φουστάνι το πήρα μπιρμπιλωτό)
Μπιρ-μπαρά (επίρρηματική έκφραση)<τουρκ bir bara=ένα παρά, κατά Σαραντάκο) =.για ένα παρά, για τίποτα, κοψοχρονιά, τζάμπα
Μπιστεμένος (μετχ. μπιστεύομαι<εμπιστεύομαι) = έμπιστος
(…Ο μπιστεμένος σκύλος του ανιχνευτής μπροστά τους…, ποίημα Π.Γλυφός,
Μπιστικός (ρημ. επίθ.) = έμπιστος
(…τους αθώους κείνους μπιστικούς…, ποίημα Π. Γλυφός)
Μπίτ(ι) ή μπίτου (επίρ) (<τούρκ.bit) = καθόλου, ολότελα
(Μπίτου δε καταλαβαίνει, Από το μπήτι καλή κι η Αφροδίτη, παροιμία)
Μπιχλιμπίδια (τα) (<βυζαντ. λεμπλεμπίδια<τούρκ. leblebi) = στολίδια μικρά και ευτελούς αξίας
Μπλαβίζω (<ιταλ. blavo) = παίρνω το χρώμα του μπλέ
(Μπλάβισε από το κακό του)
Μπλάστρι (το) (<ρ. εμπλάσσω) = το έμπλαστρο, πρακτικό κατάπλασμα από σινάπι ή φραγκοσυκιά ή κρεμμύδια για επίδεση σε πονεμένη περιοχή
Μπλαστρί (επίρ.) = άτσαλα, απρόσεχτα, μαζί με το παίρνω = παρασύρω κάποιον στη βιασύνη μου
(Σιγά, θα με πάρεις μπλαστρί!)
Μπλαστρώνω (<μπλάστρι) = πασαλείβω (Μπλαστρώθηκες),
λερώνω (Μπλάστρωσες τη μποϊά κι έχρισες το τόπο)
(Μ)πλατσιουράου (<ηχομιμ.) ή μπλαμουτσάου = είμαι μέσα στα νερά και παίζω πετώντας νερά
Μπλεζενιά (η) = η καρπουζιά, Μπλεζένια (τα) = τα καρπούζια. Η λέξη συναντάται σε ελληνικά λεξικά από το 1910, αλλά είναι άγνωστης ετυμολογίας
Μπλουγούρι (το) (τούρκ.<bulgur) = κομμένο σιτάρι για γέμισμα της οματιάς (το παχύ έντερο του γουρουνού γεμισμένο με μπλουγούρι και καυκαλίδες)
Μπλουστούρα (η) (<μπλε+θολούρα) = σκούρα θολούρα
(Το νερό είναι μπλουστούρα)
Μπλούτρα (τα) (<πούντρα<γαλλ. pudre) = η πούδρα
Μπογαλάκια (τα) (<τούρκ. bog) = μικροί μπόγοι απαραίτητων πραγμάτων
(Πάρε τα μπογαλάκια σου και φύγε)
Μποδάου ή αμποδάου (<εν+πεδάω) = εμποδίζω
(Μποδάου τα ξένα μαρτίνια να βοσκήσουν στο χωράφι μου, Μη με μποδάς, βιάζουμαι)
Μπόζα (η) (αντιδάνειο<ιταλ.posa=σταμάτημα<λατ.pausa<αρχ ελλ. παύσις) = πόζα, στάση, συμπεριφορά απόστασης
Μποκλαντίζω (<τουρκ boklamak) = χορταίνω, αγανακτώ, βαριέμαι
Μπολαμάς (ο) (<βενετ.bonoman) = μποναμάς, πρωτοχρονιάτικο δώρο παιδιών
Μπόλια (η) (<βεν.imboglia) = 1. η μπαμπούλα, κεφαλομάντηλο, λευκό ή μαύρο,
2. το λεπτό λίπος που περιβάλλει το συκώτι του ζώου
Μπόλκα (η) (<μπόλτσα) = σακάκι, ζακέτα γυναικεία
Μπολοθούρα (η) ( <μπλάθρα<έμπλαστρον) = βρώμικη νοικοκυρά, ακάθαρτη
Μπόμα (η) ή μπομπάκι (το) = μικρό, πήλινο αποθηκευτικό πιθάρι με μεγάλο στόμιο
Μπομπότα (η) (<βενετ.bobotta) = ψωμί από καλαμποκάλευρο
Μπονάτσα (η) ( <ενετ.bonazza) = ήρεμη θάλασσα, γαλήνια
Μπονόρα (επίρ) (<ιταλ.buonora) = πολύ πρωί, νωρίς, Μπονορούλια (υποκορ.)
(- Διαβάτες που διαβαίνετε…
Μην είδατε τον καπετάν Γιαννιά, το Γιώργη το λεβέντη
– Εψέ προχτές τον είδαμε…
Με εννιά λεβέντες χόρευε, με εννέα Ντερβιναίους
Κι από μπονόρα έβριζε, αγάδες φοβερίζει, δημ. τραγ.)
(Ο Λιας το τσοπανόπουλο, μπονόρα ροβολάει…, ποίημα Π.Γλυφός)
Μποξιάς (ο) (<τουρκ.bohca) = μπελερίνα, σάλι με μαλλιά προβάτου
Μπόσικα (τα) (<τουρκ bos) = 1. τα μαλακά μέρη της κοιλιάς,
2. ελαφριά, χαλαρά, αδύναμα
(Είναι μπόσικα τα χώματα, θέλει βαθύ θεμέλιο),
3. Κρατάω τα μπόσικα (έκφραση) = είμαι ανεκτικός
Μπόσικος (επίθ) (<τουρκ.bos) = μαλακός άνθρωπος, άνθρωπος που συμβιβάζεται
Μποστάνι (το) (< τούρκ.bostan<περσ.būstān) = περιβόλι με καρπούζια, πεπόνια
Μπότσα (η) (<ιταλ.boccia<βεν.bozza) = μέτρο χωρητικότητας δύο οκάδων
(Το πίνει ο Γιάννης το κρασί… τη στάλα δεν αφήνει, κι όντας του λένε πλέρωνε, η μπότσα δυό παράδες…δημ. τραγ. Αντ. Γαϊτάνης)
Μποτσίκι (το) (<ο μπότσικας)(<σλαβ bocika) = αγριοκρέμμυδο. Το κρέμαγαν και σα γούρι στις πόρτες των σπιτιών την Πρωτοχρονιά.
Μπο(υ)γάζι (το) (<τούρκ.bogaz) = ρεύμα ψυχρού αέρα. Είναι και τοπωνύμιο
(Κάτσε παραπέρα, φέρνει μπουγάζι φτουχάμου, είναι σούδα και θα
πουντιάσεις)
Μπούγιο (το) (<ιταλ.buio) = επιδεικτική εμφάνιση, μεγάλος όγκος ανθρώπων, πραγμάτων
(Πολύ μπούγιο έχει το φόρτωμα και δε θα χωράει να περάσει το γαϊδούρι
Μπουγιουρντί (το) (<τουρκ.buyurdi<ρ.buyur=διατάζω) = έγγραφο με δυσάρεστη ενημέρωση
Μπουέλος (ο) (<ιταλ buglioro<bollire<λατ bullio<bulla) = ο κουβάς (μπουελώνω, μπουέλωμα παράγ λέξεις)
Μπούζι (επίρ) (<τούρκ.buz) = πολύ κρύο, παγωνιά
(Δεν είναι να βγεις όξω, κάνει μπούζι, Μπούζι είναι τα χέρια σου)
Μπουζιάνα (η) = ψίχα ψωμιού ανακατεμένη με τυρί τριμμένο, τυλιγμένο σε τουβαλιθι, ώστε να γίνει μπάλα.
(Φάει τη κόρα εσύ και δώσ΄ μου μένα τη ψίχα να φκιάσω μια μπουζιάνα, παιδάκι μου)
Μπουζού (η) (αντιδάνειο) (<γενοβ borsu<ιταλ borsa=πουγκί<λατ bursa-byrsa = δέρμα<αρχ. ελλ. βύρσα=μεγάλη τσέπη, πουγκί) = κρυψώνας, φυλακή.
(Τόνε χώσανε στη μπουζού)
Μπουζουριάζω (<μπουζού) = συλλαμβάνω και φυλακίζω, κρύβω, εξαφανίζω
(Τά ΄μαθες, τόνε πιάσανε το Νικολό και τόνε μπουζουριάσανε, λέει, γιατί έβρισε ένα χωροφύλακα)
Μπούκα (η) (<μσν. ελλ. μπούκα <λατ.bucca) = στόχαστρο, στόμιο, έφοδος
(Τον έχω στη μπούκα, …ως να χριστούν κατόπι, μ΄ ασπροπηλιά στη μπούκα τους για να ψηθή ο μούστος, ποίημα, Π. Γλ.)
Μπουκάρω (<ιταλ. inboccare) = μπαίνω μέσα ορμητικά
(Μπουκάρανε καμιά δεκαριά μαντραχαλάδες στο μαζαγί και τα σπάσανε ούλα)
Μπουκιές (οι) = χειροποίητο ζυμαρικό, το οποίο το ζύμωναν σαν τα χοντρά μακαρόνια, το έκοβαν στο μέγεθος μισού δακτύλου και το ζούπαγαν (πίεζαν) με το δάχτυλό τους να κάνει γουβίτσα. Τις έβραζαν σαν τα μακαρόνια, έριχναν μπόλικη μυτζήθρα και τις έκαιγαν περιχύνοντάς τες με καφτό λάδι. Πεντανόστιμο παραδοσιακό φαγητό, που είχε την τιμητική του την Τυρινή Κυριακή της Αποκριάς
Μπουκούνια (τα) (<βενετ. boccone=κομμάτια, ξεροκόμματα ψωμιού, μπουκιά) Χρησιμοποιείται ως επίρρημα στη φράση : άϊ(ντε) στα μπουκούνια = άντε χάσου
Μπούλμπερη (η) (<μσν. πούλβερς<λατ. pulvis=σκόνη) = στάχτη, καταστροφή
(Στάχτη και μπούλμπερη να γένεις, κατάρα)
Μπούμπα (επίρ.) (<αλβ. bubë-α) = ορθάνοιχτα
(Η πόρτα είναι μπούμπα)
Μπουμπουέρια (τα) και μπουμπουέροι (<μσν μπάμπουλα<αρχ. βομβυλιός, ηχομιμητικό) = ζωύφια πολύ μικρά στο σιτάρι και γενικά στα όσπρια
Μπουμπουνοκέφαλος (επίθ) (<μπουμπούνας<λατ.bubona+κεφαλή) = ισχυρογνώμων, χοντροκέφαλος, αγύριστο κεφάλι
Μπούνια (τα) (<ιταλ. bugna=τρύπες στο κατάστρωμα πλοίου) = πάρα πολύ. Χρησιμοποιείται ως έκφραση: μέχρι τα μπούνια
(Βρεγμένος μέχρι τα μπούνια, Έφαγα μέχρι τα μπούνια)
Μπουνταλάς (ο) (<τούρκ. budala<αραβ. budalā) = ο βλάκας, ο χαζός
Μπουντρούμι (το) (<τούρκ.bodrum=υπόγεια φυλακή) = φυλακή, σκοτεινό-ανήλιαγο
Μπούργος (ο) (<λατ. burgum) = περιοχή έξω από το κάστρο, συνοικία της Κορώνης
(-Από του Τούρκου τον καιρό στο Μπούργο θρονιασμένος
γιατί Ανεμόμυλε τρανέ μου΄σαι τόσο θλιμμμένος;…, ποίημα, Π. Γλ.)
Μπουργάκι (το) = τοπωνύμιο στη Σέλιτσα
Μπούρ(δ)α (επίρ.) = βίαιο χύσιμο
(Τρέχει μπούρα το νερό)
Μπουρδάρω και –ίζω (<ιταλ abbordare) = ρίχνω σε μεγάλη ποσότητα και άτσαλα κάτι υγρό (νερό, λάδι), ξεχειλίζω
(Κάνε μια στάλα οικονομία, όσο λάδι βρήκες, το μπουρδάρισες, Μπουρδάριστα στη σούδα τα σαπουνόνερα)
Μπουρδουκλώνω – ουμαι (<μσν. μποδουκλώνομαι<μπεδικλώνομαι <πεδικλώνομαι) ή μπερδεύω+(πεδ)ουκλώνω) = 1. φτιάχνω κάτι πρόχειρα και άτσαλα (Τα μισομπουρδούκλωσα κι έφυγα),
2. μεταφ. τα μπερδεύω για να υπεκφύγω (Άσε με, με μπουρδούκλωσες πάλι με τις πονηριές σου)
3. ως παθητικό μπερδεύομαι και πέφτω (Μπουρδουκλώθηκα με τις λούρες και σωριάστηκα κατάχαμα),
Μπουρί (το) (<τουρκ.boru) =1. μεταλλικός καπνοσωλήνας (Το μπουρί της ξυλόσομπας),
2. θυμός (Δε μου μιλάει, έχει μεγάλο μπουρί απέναντί μου)
Μπουρίζουμαι (<τουρκ. μπουρίνι)) = ασχολούμαι με κάτι κοπιαστικό πολύ επίμονα
(Τι μπουρίζεσαι ούλη τη νώρα με τα χώματα;)
Μπουρίνι (το) (<βεν borin) = ξαφνική ραγδαία βροχή, συνοδευόμενη από δυνατό αέρα
Μπουρλιάζω (<βούρλο, φυτό) = 1. περνώ την κλωστή στο βελόνι
(Μπούρλιασ΄μου το βελόνι),
2. περνώ σε κλωστή χοντρή τα τσιαπελόσυκα, τις λιαστές ντομάτες
(Στις τράβες του κατωϊού μας κρεμόντανε οι μπουλιάστρες με τα σύκα, τις λιαστές ντομάτες, τις πιπεριές, τις ροδιές και τα κυδώνια),
3. φοράω τα ρούχα όπως- όπως
(Ό,τι σκουτί βρήκα μπροστά μου, το μπούρλιασα και ήρθα)
Μπουρμπουλιάζω (<ιταλ. boorbogliare= χουχλάζω) = μαγειρεύω κάτι πρόχειρο, κάτι νερόβραστο
(Μπουρμπούλιαξα κάτι χυλοπιτίτσες να βγάλω το βράδυ),
Μπουρμπουλήθρες (οι) = οι φουσκάλες στο νερό
(Κάνει μπουμπουλήθρες το νερό, βράζει)
Μπούρμπουνας (ο) (<αρχ. ελλ. βομβύλιος) = χρυσόμυγα, έντομο που ζουζουνίζει
Μπουρνέλα (η) (<λατ. prunus) = το κορόμηλο
Μπουρού (η) (<τουρκ. boru) = μεγάλο όστρακο, μέσον επικοινωνίας (ναυτ. όρος)
(Ο μπαρμπα-Λιας ο Ξέππαπας, ο φούρναρης του Μώλου,
τη βουερή κοχύλα του, οπού μπουρού τη λένε…πρωί πρωί σφυρίζει…, ποίημα, Π. Γλ.)
Μπούρσα (η) (<λατ. bursa-byrsa=δέρμα<αρχ. ελλ. βύρσα, αντιδάνειο) = 1. σακούλι για το μάζεμα των βρώσιμων ελιών,
2. σακούλα, που τη φορούσαν στα μαστάρια των γεννημένων γιδιών, για να μη βυζαίνουν τα μικρά τους
(Βάλε τις μπούρσες στις γίδες και πάρε και τα κατσίκια κοντά),
3. πολύ ευρύχωρο ρούχο, δυσανάλογο με το σώμα
(Το σκουτί που φορείς, σου είναι μπούρσα)
Μπούρτζι (το) (<τουρκ. burc=κάστρο) = περιοχή στα σύνορα Βασιλιτσίου-Κορώνης, όπου υπάρχει ένα παλιό ενετικό παρατηρητήριο
Αρτζι, μπούρτζι και λουλάς (φράση) = ασυνεννοησία. Η φράση προέρχεται από το Βυζάντιο (άρτζι μπούρτζι=νηστεία Αρμενίων) και την εποχή του Καποδίστρια (απειλή οπλαρχηγών για αποκλεισμό του Ναυπλίου με τ΄ αρκεβούζια (πυροβόλα όπλα) και τους λουλάδες)
Μπούφλα (η) (ηχομιμ. μπαφ ή τούρκ. pufla) = ελαφρύ σκαμπίλι, ανάποδη
(Θα φας μια μπούφλα βλαμμένο)
Μπουχαρί (το) (<αλβ. buhar) = ξεθυμάστρα, καμινάδα
Μπουχίζω (<σλαβ. muhu) = καταβρέχω κάποιον με νερό, που έχω στο στόμα Τη Δεύτερη μέρα μετά το γάμο πήγαινε το ζευγάρι στη βρύση του χωριού με συνοδεία του συμπεθεριού και μπουχίζονταν
Μπουχός (ο) (<σλαβ.puh-oς) = 1. σύννεφο σκόνης (Γιόμισ’ ο τόπος μπουχό),
2. άφαντος (Έγινε μπουχός)
Μπουχτίζω (<τουρκ. biktim) = χορταίνω υπερβολικά, αηδιάζω, αγανακτώ, έχω φτάσει στα όριά μου, μπαφιάζω
Μπόχα (η) (<απόχα<αποχύνω) = άσχημη μυρωδιά, βρώμα
Μπραζέρης (ο) (αλβ.) = ο πιο κοντινός φίλος του γαμπρού, που φορούσε τα παπούτσια της νύφης και τα ασήμωνε, ο παρακούμπαρος
(…Να με ρωτούν οι φίλοι μου και οι μπραζέρηδές μου
Τι ήθελες βλάμη που θαρεύτηκες και έλαβες τη μπέσα, δημ. τραγ.)
Μπράσκα (η) (<βλαχ. broasca) = μεγάλος βάτραχος με πεταχτά μάτια και εξογκώματα στο δέρμα του
Μπραστ ή μπραφ (επίρ.) = γρήγορα (Έκανε μπράστ και ξαφανίστηκε)
(Αλά) Μπρατσέτα (επίρ.) (<ιταλ. al bracceto) = αγκαζέ, μπράτσο με μπράτσο
Μπρατσολές (ο) (<ιταλ. braccialetto) = βραχιόλι
Μπρίσκαλο (το) (<πρίσκαλο<πρίσκος<πρησμένος<μσν. πρήσκω<αρχ. πρήθω = φουσκώνω. Πρηστήρες = οι φλέβες του λαιμού που πρήζονται από θυμό κατά τον Ευάγγελο Μαντουλίδη) = το άγουρο, το αγίνωτο φρούτο ή λαχανικό ή καρπός
(Τα σταφύλια είναι μπρίσκαλα ακόμα, θα αργήσει ο τρύγος)
Μπροστάντζα (<μπροστά+βεν. κατάλ.-αντζα) = προκαταβολή χρημάτων.
(Πατέρα, αγόρασα τρία στρέμματα σταφίδα στη Γερακάδα. Δώκαμε τα χέρια με το μπαρμπα-Βασίλη. Μέχρι να κάμουμε τα συβόλαια του ΄δωκα μπροστάντζα τρία χιλιάρικα)
Μπρου (επίρ.) = προτού
(Μπρου να βγουνε τ΄ αμάξια, πηαίναμε τροΰρω με τα γαϊδούρια)
Μυ(γ)ιάζουμαι (<μύγα<αρχ. ελλ. μυία) = θίγομαι, παρεξηγούμαι με το παραμικρό (Όποιος έχει μύγα, μυϊάζεται)
Μυλαύλακο (το) = το αυλάκι που οδηγεί στο μύλο, μεταφ. πολύ νερό
(Τρέχει μυλαύκακο το νερό, βούλιαξ’ ο τόπος)
Μυ(η)λοπονάου (<μέλος<μηλίζω<μώλωψ+πονέω) = ο πόνος που προκαλείται από το άγγιγμα της πληγής, τοπικό άλγος
Μυάγγιαχτος (επίθ) (μύγα+αγγιχτός) = μυγιάγγιχτος, εύθικτος, μη μου άπτου
Μυριστικά (τα) (<μυρίζω) = τα λουλούδια του σπιτιού και της αυλής, συνήθως αρωματικά
(Έχει να το λέει ούλο το χωριό για τα μυριστικά μου)
Μυτιάζω (<μύτη) = τρώγω
(Φέτο ούτε που μύτιασα τ΄ απίδια, πέσανε ούλα χάμου από το σκουλήκι)
Μωλώνω (<μώλος) = βουλώνω, κλείνω με χώμα το αυλάκι με το νερό
(Μώλωσ’ τ’ αυλάκι, να πέσει το νερό στο ποτάμι, τελέψαμε το πότισμα)
Μωρέ, μωρή (<αρχ. ελλ. μωρός) = προσφώνηση σε άντρα ή γυναίκα, άλλοτε προσβλητική και άλλοτε από συνήθεια
Μωρώνω = σταματώ το κλάμα του μωρού
(Δόξα σοι ο θεός, μώρωξε το έρμο και αποκοιμήθηκε
Αναζήτηση αλφαβητικά
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω