Ξε = εκ. Το ξε επιτείνει τη σημασία του β΄συνθετικού με τις παρακάτω επιρρηματικές έννοιες: πάρα πολύ, έξω, αντίθεση, εντελώς (ξεθερμίζω = καίω πάρα πολύ, ξεμυτίζω = βγάζω τη μύτη έξω, ξελέω = ακυρώνω ό,τι είπα, ξαλαργεύω = απομακρύνθηκα εντελώς)
Ξαγγλίζω = χτενίζω μπερδεμένα μαλιά
(Ξάγγλισ΄ τα κατσόμαλλά σου)
Ξαγκουσεύω (<ξε+αγκουσεύω) = ξαλαφρώνω, ξεματιάζω
Ξαίνω (<αρχ. ελλ. ξαίνω) = κατεργάζομαι το μαλλί για να γίνει νήμα
Ξακρίδι (το) (<ξε+ακρίζω<άκρη) = το υπόλοιπο από τις άκρες ενός πράγματος (από ξύλο, από χωράφι, από ρούχο)
Ξακρίζω = βγαίνω έξω έξω, στα όρια, καθαρίζω τις άκρες του χωραφιού
(Ξάκρισε να μη σε χτυπήσω, Σήμερα ξάκρισα ούλο το χωράφι)
Ξαλαργεύω (ξε+αλαργεύω) = απομακρύνομαι πολύ
(Ξαλάργεψε πολύ η συγγένεια μας)
Ξαμολάου–ξαμολιέμαι (<εκ+αμολάου) = αφήνω, τρέχω
(Ξαμοληθήκαμε στη πιλάλα, …σχολάζει τώρα η εκκλησιά κι ο κόσμος ξαμολιέται, ποίημα, Π. Γλ.)
Ξαμώνω (< μεσν. εξαμώνω<λατ.examen=μετρώ) = 1. αγγίζω, μαλώνω
(Ίσια που το ξάμωσα, μια στάλα, το παιδί είναι μυιάγγιχτο),
2. αποτρέπω (Ξάμωσε τις γίδες να μη πάνε στο περβόλι)
Ξαπλωταριά (επίρ.) = ξάπλα
(…ξαπλωταριά ν΄ αρμένιζα…ποίημα, Π. Γλ.)
Ξαπόστα (επίρρ.) (<ξε+λατ.apposta) = επίτηδες
Ξαποσταίνω (ξε+αποσταίνω) = ξεκουράζομαι
(…να ρίξεις λίγο δροσερό νερό στη μούρη σου, να πλύνεις κάνα φρούτο, να ξαποστάσεις, να πάρεις δύναμη να συνεχίσεις…, Β. Μάραντος, «Ζάγκα»)
Ξεβραχιονίστηκε (αόρ. ρ. ξεβραχιονίζουμαι) = ξεμπρατσώθηκε
Ξεγκοφιάζουμαι (<ξε+γοφός) = βγάζω το γοφό, το ισχίο μου
Ξεϊγκλωτος (επίθ.) (<ξε+ίγκλα) = 1. αυτός που δεν φοράει ίγκλα
(Το γαϊδούρι είναι ξεϊγκλωτο),
2. ο χωρίς ζώνη, ο ασουλούπωτος
(Ντιπ ξεϊγκλωτος είσαι, κακομοίρη μου, συγυρίσου λιγούλι)
Ξεκαπλατίζω (ξε+καπλατ(-ίζω) = βγάζω το καπλάτι (χειροποίητη παπλωματοθήκη) από το πάπλωμα
Ξεκατινιάζουμαι (ξε+ιταλ.catena=ραχοκοκαλιά) = 1. κουράζομαι πολύ
(Πάει, ξεκατινιάστηκα, ούλα με πονιούνε),
2. μεταφ. τσακώνομαι
(Η Δημήτρω με τη Μαριώ ξεκατινιαστήκανε σήμερα, μαλλιά με μαλλιά πιαστήκανε)
Ξεκλαρίζω (ξε+κλαρ-ίζω) = καθαρίζω το δέντρο από περιττά κλαδιά, καθαρίζω το χωράφι από τις κλάρες μετά το ράβδισμα του καρπού από τα δέντρα. Κυριολεκτείται μετά το μάζεμα της ελιάς.
Ξεκομποδιάζω (<ξε+κόμπος+δέμα) = λύνω τον κόμπο
Ξέκοπα (επίρρ.) (<ξε+κόπος) = η αποκοπή, η ανάθεση μιας εργασίας με συνολικό τίμημα, χωρίς υπολογισμό μεροκάματου
(Τη πήρε τη δουλειά ξέκοπα ή αποκοπή)
Ξεκορφίζω = 1. βγάζω την κορφή (αφρό) από το ζουμί που βράζει
(Ξεκόρφιασε το κρέας),
2. εμφανίζομαι στην κορυφή
(Ξεκορφίσανε στο Δεντρούλι τα γίδια)
Ξεκουμπίσου (προστ. αορ. του ξεκουμπίζομαι<εκκομίζω=μεταφέρω έξω, με επίδραση του ακουμπώ) = φύγε, εξαφανίσου από μπροστά μου
Ξεκουρβουλώνω (<ξε+κούρβουλο=κλήμα+ώνω) = ξεριζώνω
Ξεκουτιάστηκα (αόρ. του ξεκουτιάζουμαι<ξε+κουτί ή κουτός+ομαι) = αποβλακώθηκα, έχασα τα λογικά μου
Ξεκούτης (ο) (<ξε+κούτης) = ο χωρίς μυαλό, ο γεροξεκούτης
Ξεκούτρουλος (επίθ.) (<ξε+κούτρουλος<κούτρα=κεφαλή) =χωρίς σκουφί ή τσεμπέρι στο κεφάλι
(Πού πας, μωρή, ξεκούτρουλη, δε ντρέπεσαι;)
Ξεκουφαίνω (<ξε+κουφαίνω) = φωνάζω πολύ δυνατά και ενοχλώ το συνομιλητή μου στ΄ αυτιά του
(…τρέχαμε με πηδήματα στο σπίτι της γριούλας, όπου την ξεκουφαίναμε με τις ψιλές φωνές μας, ποίημα, Π. Γλ.)
Ξεκωλώνω (<ξε+κωλώνω) = ξεπατώνω
Ξελάγγουρα (το) (<ξυλάγγουρο<ξύλο+αγγούρι=το ξερό αγγούρι) = τα τελευταία μικρά πεπόνια
Ξελακκώνω (<ξε+λακκώνω<λάκκος) = σκάβω μικρό λάκκο γύρω από τα κλήματα στο αμπέλι. Η εργασία λέγεται Ξελάκκωμα
Ξελαμπικάρισε (<ξε+λαμπικάρισε<λάμπω+κάρα) = καθάρισε το μυαλό μου
Ξέλαμπρα (επίρρ.) (<ξε+Λαμπρή) = εκτός Λαμπρής, μετά το Πάσχα
Ξέλαση (η) (<ξε+ελαύνω) = η εθελοντική εργασία. Η ξέλαση ήταν κοινωνική εργασία για τα δημόσια έργα ή για κάποιον συγχωριανό που είχε ανάγκη, εξαιρετική πράξη αλληλεγγύης
Ξελάστρα (η) (<ξε+ιταλ.lastra) = χωράφι χωρίς δέντρα
Ξελεργάρω (<ξε+αλεγράρω<ιταλ.allegro) = ξεθολώνω το μυαλό μου, ξεσκάζω
Ξελημεριάζω = περνώ την ημέρα μου, καθυστερώ
Ξελιγώνω (ξε+λιγώνω<ολιγόω) = εξαντλώ κάποιον από την πείνα ή την κούραση
(Ξελιγώθηκα από τη πείνα, Με ξελίγωσε στη δουλειά)
Ξελογιάζω = ξεμυαλίζω
(Ξελογιάστηκε από την ομορφάδα της)
Ξελογγώνω (ξε+λογγώνω<λόγγος<ιταλ.luoggo) = καθαρίζω το χωράφι από τους θάμνους.
(Το χωράφι λόγγωσε. Πρέπει να το ξελογγώσω ή θέλει ξελόγγωμα)
Ξελότζα (η) (<ξε+σλάβ. λόντζα) = η καλύβα για τα ζώα, η αποθήκη σανού ή άχυρου
Ξελουπινιάστηκα (αόρ. του ρ. ξελουπινιάζουμαι) = συνήλθα, έγινα καλά. Η υπερβολική χρήση των λούπινων δημιουργούσε πεπτικά προβλήματα και μια γενική αδιαθεσία
Ξελουρίζω (<ξε+λουρ(-ίζω) = βγάζω τις λούρες (βέργες) από τη σταφίδα μετά το κλάδεμα
Ξεμασκαλίζω (<ξε+μασχάλ(-ίζω) = κόβω μια μεγάλη κλάρα από ένα σταύρωμα του δέντρου
Ξεμοναχιάζω = συναντώ κάποιον μόνο του, απομονώνω
Ξεμονιάζω (<ξε+μονιάζω<μονός) = ξετυλίγω το νήμα
Ξεμπαμπουλώνουμαι(<ξε+μπαμπουλώνομαι<μπαμπούλα) = βγάζω την μπαμπούλα, μεγάλο ντρίλινο μαντήλι, που προστάτευε τις γυναίκες από το κρύο. Όμως οι γυναίκες έπρεπε να φοράνε πάντα τσεμπέρι ή μπαμπούλα, επίδραση από τον ισλαμισμό.
Ξεμπέρλωτος (επίθ.) (ξε+μπέρτα;(γαλλ.) = ο ατημέλητος, ο άζωστος, με το πουκάμισο μισό μέσα, μισό έξω, η ξεκούτρουλη γυναίκα, η γυναίκα που δεν ντύνεται σύμφωνα με τις κοινωνικές συνήθειες
Ξεμπινιάζω, -ουμαι (<ξε+τούρκ. μπινές) = κουράζω κάποιον πάρα πολύ, – κουράζομαι πολύ, ξεθεώνω, -ομαι στη κούραση
Ξεμπουκάρω (<ξε+μπουκάρω<ιταλ.impoccare) = εμφανίζομαι ξαφνικά
Ξεμπρατσελώνουμαι = βγάζω τα μπράτσα μου σε κοινή θέα
Ξεμπράτσωτος (επίθ.) = με γυμνά μπράτσα
(Την έιδες τη Γιαννούλα; Δε λογαριάζει κανένανε, βγήκε στη ρούγα ξεμπράτσωτη, χήρα γυναίκα!)
Ξεμπροστιάζω (<ξε+μπροστιάζω) = αντιπαρατίθεμαι με λόγια με κάποιον μπροστά σε άλλον, τον ντροπιάζω με τα λόγια
Ξεμπρόστιασμα (το) = η έκθεση κάποιου για κάποιο σφάλμα του ενώπιον τρίτου, η αντιπαραβολή λόγου
Ξεμυτάου = εμφανίζομαι ξαφνικά, σκάω μύτη
Ξέμπαρκος = 1. ο χωρίς μπάρκο (για τους ναυτικούς),
2. ο ελεύθερος, ο χωρίς υποχρεώσεις γενικότερα
Ξενερίζω = αλλάζω το νερό
(Ξενερίζω τις ελιές)
Ξενοδούλι (το) (<ξένος+δουλειά) = η δουλειά σε ξένο χωράφι, το μεροκάματο
Ξεπαπάδισε (ξε+παπάς) = δεν συνεχίζεται η διαδοχή του ιερέα από την ίδια οικογένεια
(Το Χριστοπλαίϊκο ξεπαπάδισε, δεν έγινε κανένας παπάς από την οικογένεια του παπα-Νικόλα)
Ξεπαίδισε (<ξε+παιδί) = δεν αφήνει απογόνους. Λέγεται για κάποιον που δεν θα συνεχίσει την οικογένειά του
Ξεπαστρεύω = ξεδιαλέγω, ξεκαθαρίζω, αφανίζω
(Ξεπάστρεψα τις ελιές, Ξεπαστρεύτηκε ούλο το κοπάδι)
Ξεπατικώνω (<ξε+πατικώνω) = αντιγράφω σχέδιο.
(Στο μάθημα της ζωγραφικής ξεπατικώναμε πολλά σχέδια)
Ξεπατώνω (<ξε+πατώνω) = καταστρέφω (Τη ξεπάτωσα την αγριάδα),
ως παθητικό κουράζομαι πολύ (Ξεπατώθηκα στη δουλειά σήμερα)
Ξεπάντουλος (επίθ.) = ο πεταχτούλης. Χρησιμοποιείται κυρίως στις νεαρές γυναίκες και τα παιδιά
(Κατασκοτώθηκε το ξεπάντουλο, δε προσέχει το έρμο!)
Ξεπαντουλώνω (ξε+παντουλώνω<παντού) = καταστρέφω από παντού, αφανίζω ολοσχερώς
(…μα είχε ανάγκη από πληθυσμό, που ξεπαντουλωνόταν κυρίως στις ακτές από κουρσάρους, τους πολέμους και τους λιμούς που μάστιζαν κυρίως τον τόπο. «Ανεβοκατεβάτες», Ν. Πασαγιώτης)
Ξεπεζεύω (<ξε+πεζεύω<πεζός) = κατεβαίνω από το άλογο ή από άλλο ζώο, διανυκτερεύω κάπου μετακινούμενος με ζώο
Ξεπερδικώνω (<ξε+περδίκι) = γίνομαι καλά από αρρώστια
Ξεπερδουκλώνω (<ξε+περδουκλώνω) = λύνω τα περδούκλια από τα ζώα
Ξεπεταρούδι (το) (<ξε+πεταρούδι<πετώ+αρίδα) = το μικρό πουλάκι, που μόλις αρχίζει να πετάει
Ξεπυ(ι)τίζω (<ξε+πυτιά) = μου βγαίνει η πυτιά, πεινάω πάρα πολύ
(Ξεπύτισα απ’ τη πείνα, έγινα λουρί)
Ξεπιτούτου (επίρρ.) = επί τούτου, επίτηδες
Ξεπλατίστηκα = με πόνεσε η πλάτη μου, μου βγήκε η πλάτη
Ξεπορτίζω = βγαίνω κρυφά από το σπίτι, φεύγω συχνά από το σπίτι μου και πάω σε άλλα σπίτια για γειτονιά
(Κάθε βράδυ η προκομμένη η νύφη μου ξεπορτίζει, δε τη χωράει το σπίτι της)
Ξεπουπουλιάζω = 1. βγάζω τα φτερά από τα πουλιά
(Κάτι ξεπουπουλιασμένες γερόκοτες μου μείνανε, ούλες ψοφήσανε),
2. σπαταλώ όλες τις οικονομίες
(Τόνε ξεπουπούλιασε ο προκομμένος ο γιος του, του τα ΄φαε ούλα)
Ξέρα (η) και (η) ξεραΐλα = η ξηρασία, η ανομβρία. Ξέρες λέγανε και τους υφάλους στη θάλασσα
Ξεράδια (τα) (<ξεράδι<ξερός) = 1. τα ξερά κόπρανα,
2. τα ξερά κλαδιά
3. Χρησιμοποιείται και ως χλευαστική απάντηση στο «δε ξέρω»
Ξέρασμα (το) = ο εμετός
Ξερικός (επίθ.) = αυτός που δεν ποτίζεται
(ξερικό χωράφι, ξερικό μποστάνι κλπ)
Ξεροκόμματο (το) = ξερό ψωμί. Σήμερα η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά και ειρωνικά, για τα χρόνια εκείνα όμως ήταν η καθημερινή τους τροφή, εάν φυσικά υπήρχε. Ένα ξερό, πολυκαιριανό κουμούτσι ψωμί, που έμπαινε στο σακούλι με λίγο τυρί ήταν το φαϊ όλης της μέρας
Ξερομπούκι (το) = ξερή μπουκιά, κάτι που τρωγόταν σκέτο
Ξεροσταλιάζω (<ξερός+σταλιάζω) = είμαι όρθιος πολλές ώρες χωρίς να κάνω κάτι
Ξεροσφύρι (επίρ.) = το ποτό που πινόταν σκέτο
(Έφαγα λιγούλι ψωμί ούλη την ημέρα ξερομπούκι, ήπια δυο κούπες κρασί ξεροσφύρι)
Ξερολιθιά(η), Ξεροτοιχιά (η), = τοίχος με σκέτη πέτρα, τοίχος χωρίς συνεκτικό υλικό
Ξεσαμαρώνω =βγάζω το σαμάρι από το γάιδαρο, Ξεσαμάρωτος = ο χωρίς σαμάρι, ο αναίσχυντος
Ξεσηκώστρα (η) = η κουτσομπόλα
(Τον) ξεσκιέριωσε = του πέρασε ο θυμός
(Τόνε ξεσκέριωσε ο σατανάς)
Ξεσκορτσιάσου (ξε+σκόρτσα<;σκάρφα=λίγδα<ομηρ.κάρφος=το ξερό, το μαραμένο ή από το αλβ. κόρα=η πέτσα) = πλύσου με ζεστό νερό να φύγει η σκόρτσα, η λίγδα, η κοράτσα
Ξεσπινάου (<ξεσπινίζω<ξεσπυρίζω) = βγάζω το σπυρί (=τον καρπό) από τα φασόλια, τα κουκιά, τον αρακά, τις ροδιές κ.λ.π.
Ξεστραβώνουμαι = μαθαίνω γράμματα, βγαίνω στην κοινωνία
Ξεστρατίζω = βγαίνω από τον καθιερωμένο τρόπο ζωής (αρνητική σημασία)
Ξεσυνέρια (η) (ξε+συν+έρις) = ο ανταγωνισμός, η γκρίνια
Ξεσυνερίζουμαι (<ξε+συνερίζομαι<συν+ερίζω<έρις) = μετράω πολύ αυτά που λέει ή κάνει κάποιος και το κρατώ, θυμώνω.
(Μη τόνε ξεσυνερίζεσαι, δεν είναι κακός, νευρικός είναι)
Ξεσφερτσιάζω (<ξε+σφέρτσα<ιταλ.πέτσα) = βγάζω τη σφέρτσα (=το δέρμα) από ένα σφάγιο ή από τον ψητό μπακαλιάρο, μεταφ. βγάζω τη λίγδα από το ανθρώπινο σώμα
Ξετίκλωσε (<ξε+τίκλωσε) = καθάρισε το σπίτι από τους καπνούς της φωτιάς
Ξετραχηλιάστηκε (αόρ. του ρ. ξετραχηλιάζουμαι) = έβγαλε τον τράχηλό της έξω. Λέγεται επιτιμητικά για γυναίκα που οφείλει να είναι σεμνή, π.χ. χήρα)
Ξετσούμισε (<ξε+τσουμίζω=σκοτώνω) = μεγάλωσε, άνοιξε τα φτερά του, πήρε δυνάμεις
Ξεφάσκιωμα (το) (<ξε+φάσκιωμα<φασκιά) = το βγάλσιμο της φασκιάς από τα βρέφη
Ξεφασκιώνω = βγάζω τη φασκιά από το βρέφος
Ξεφορτώνω ή ξιφορτώνω (ξε+φορτώνω) = κατεβάζω το φορτίο από το ζώο. (Ξιφόρτωσε τα πράματα από το ζω κι έλα γλήγορα να πας να γιομίσεις τη βίκα νερό, δεν έχουμε να πιούμε.), Ξιφόρτωμα = το κατέβασμα του φορτίου
Ξεφουσαίνω (<ξε+φουσαίνω<φυσάω) = κοιμάμαι βαθιά, ανασαίνω βαριά λόγω κούρασης ή στεναχώριας
Ξέφυλλος (ο) ή το ξεφύλλημα= κοπιαστική εργασία της σταφίδας και του αμπελιού, κατά την οποία «ξεφυλλάνε», δηλ. καθαρίζουν τα σταφύλια από τα φύλλα, με τέτοιο τρόπο, ώστε να αερίζονται, αλλά να μην εκτίθενται στον ήλιο
(…Μα κι όλοι οι νοικοκύρηδες πάντα την προτιμάγαν
για ξέφυλλο και χάραγμα και τρύγο στις σταφίδες…, ποίημα, Π. Γλ.)
Ξέφωτο (το) = το ξάγναντο
(Ήτανε χειμώνας, έβρεχε πολύ και σπέρωσε νωρίς. Μέχρι να σαλαϊσω τα πρόβατα, έπεσε νύχτα βαθιά. Στα στραβά πάαινα κατά κάτου, μέχρι που είδα ένα ξέφωτο. Το γνώρισα. Ήτανε ο Αη Λιάς. Τα κεραμίδια του φεγγουρίζανε από το λιγοστό φεγγάρι…)
Ξεχάνω = ξεχνώ
Ξεχαρβαλώνω = χαλάω κάτι που είναι συνδεδεμένο, Ξεχαρβάλωμα(το) = το χάλασμα, η καταστροφή
Ξέχειλα (επίρρ.) (<ξε+χείλα) = το γεμάτο μέχρι επάνω δοχείο, ποτήρι
Ξεχειμωνιασμένη (μετχ.) = αυτή που χρονικά τοποθετείται μετά το χειμώνα. Αναφέρεται στη μέλλουσα νύφη, η οποία θα δινόταν στο γαμπρό μετά το χειμώνα, αφού θα είχε βοηθήσει την οικογένειά της στις αγροτικές δουλειές
Ξεχλιάνω = ξεσκάω, δίνει ο νους μου
Ξίγκι (το) (<ελλν.οξύγγιον<λατ.axungia) = το λίπος
Ξίκικο (το) (<τούρκ.) = το ελλιποβαρές, μόλις που
(Οι μαρίδες σου μπάρμπα είναι ξίκικα δύο κιλά)
Ξινοροδιά (η) = η δύστροπη γυναίκα
Ξισαμάρωτος = 1. ο ξεσαμάρωτος, ο γάϊδαρος χωρίς σαμάρι
(Το γαϊδούρι είναι ξισαμάρωτο),
2. ο ξεδιάντροπος, ο αυθάδης
(Ένα ξισαμάρωτο γαϊδούρι είναι ο αδιάντροπος)
Ξίσκεπος (επίθ.) = ξέσκεπος, χωρίς σκεπή
(Είναι ξίσκεπα τ ΄αλώνια, πιλαλάτε να προλάβουμε τη μπόρα)
Ξόδι (το) (<αρχ. ελλ. εξόδιον) = η κηδεία
(Γ΄ αυτό πα στο Μανιάκι σου το ξόδι
με αλληλούια ουρανομήκη
ο Παπαφλέσσας σούψαλεν ο Μύστης, ποίημα, Π. Γλ.)
Ξομπλιάζω (<μεσν. εξόμπλιον, υποκορ.<λατ. exemlum=δείγμα) = κατηγορώ, κουτσομπολεύω
Ξομπλιάστρα (η) = η κουτσομπόλα
Ξούρα (η) = το ξύρισμα
(Θα τραβήξω μια ξούρα)
Ξουράφι (το) = το ξυράφι, ο πανέξυπνος, μα και ο βλάκας ειρωνικά
Ξυαρίζω (<ξυραφίζω<ξυρίζω) = ξύνω, καθαρίζω.
(Θέλω να ξυαρίσω τ΄ αλώνια, ήρθ΄ ο τρύγος)
Ξυ(ι)διάς (ο) = το ξινισμένο κρασί
Ξυέμαι = ξύνομαι
Ξυλάγγουρο (το) = 1. είδος πεπονιού, 2. ο πολύ ψηλός και αδύνατος άνθρωπος, χαρακτηρισμός κατεξοχήν για ψηλές, αδύνατες, άχαρες και χωρίς τρόπους γυναίκες
Ξυλοκέρατα (τα) = τα χαρούπια, βασική τροφή ζώων, αλλά και ανθρώπων
Ξυλοκρέβ(β)ατο (το) = ειδική κατασκευή με ξύλα πρόχειρου φορείου για μεταφορά ασθενούς στον κοντινότερο γιατρό. Άλλοτε το πήγαιναν στα χέρια τέσσερα άτομα και άλλοτε το φόρτωναν σε ζώο
Ξυμμετράου = μετρώ μαζί με άλλον. Όταν οι σμίχτρες τυροκομούσαν, ξυμμετρούσαν το γάλα
Ξυπολιάδες (οι) (<εξυπολύομαι) = οι ξυπόλητοι, φτωχοί άνθρωποι. Έτσι έλεγαν οι Βασιλιτσιώτες τους φτωχούς Κορωναίους που έρχονταν στο Βασιλίτσι να πουλήσουν ψάρια ή τσουκάλια και δεν φορούσαν παπούτσια, ήταν ξυπόλητοι πάντα, χειμώνα καλοκαίρι
Ξυπολισιά (η) = η έλλειψη παπουτσιών, η φτώχεια
Ξώβεργα (η) = η μικρή βέργα με δόλωμα για τσιπουργιάνια ή τσίχλες, γενικά η παγίδα για μικρά πουλιά
Ξωμερίτης (ο) (<έξω+μέρος) και ξενομερίτης = αυτός που δεν είναι ντόπιος
Ξώπετσα (επίρρ.) (<εκ+πέτσα) = επιδερμικά, επιφανειακά
Ξωτικό (το) (<αρχ. ελλ. εξωτικός) = δαιμονικό πνεύμα, φάντασμα. Στο χωριό μας υπήρχαν πολλές παραδόσεις γύρω από ξωτικά, που εμφανίζονταν τα μεσάνυχτα σε δρόμους μέσα και έξω από το χωριό. Μαυροφόρες γυναίκες, σκυλιά με αλυσίδες, φωνές ή τραγούδια που ακούγονταν κλπ, κλπ.
(… Στον Κάλαμο, δίπλα στο ληνό, που γιομίζει με τα νερά που στάζουν από το βράχο, πάνω από τη λίμνη της Λάμιας, βγαίνουν τα ξωτικά. Φυλάνε, λένε, τη λίμνη…, Β. Μάραντος, «Ζάγκα»)
Ξεχωνιάζω (<ξε+χώνω) = ξεχώνω κάτι από τη γη βαθιά ή κάτι που ήταν κρυμμένο και δεν το έβρισκα
Αναζήτηση αλφαβητικά
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω