Όλες οι λέξεις στο ‘Ο’

Όβολο (το) (<αρχ. ελλ. οβολός) = ο οβολός, τα χρήματα

Οβριά (η) (<βρυωνία<βρύω=παράγω άφθονα) = είδος σπαραγγιού

Οβριός (ο) = ο Εβραίος

Ογκιές έχει (<όγκος) = είναι ευτραφής

Ογκώνω = χορταίνω
(Όγκωσα με το γλυκό, δε πεινάου πια)

Ογλήγορα (επίρ.) = γρήγορα
(…Και σ΄ άρπαξεν ογλήγορα να ζεις με τους αγγέλους…, κι ογλήγορα κι εγώ θα σ΄ ανταμώσω…ποίημα, Π. Γλ. )

Όγοιος (αντων.) = όποιος

Ογρός (ο) = ο υγρός
(Ογρός καιρός)

Οινόπνεμα (το) = το οινόπνευμα

Οκά (η) = μονάδα βάρους 1280 γραμμαρίων

Οκαδιάρικο (το) = μπουκάλι χωρητικότητας μιας οκάς

Οκλαή (η) (<τούρκ.oklai) = πλάστης για άνοιγμα φύλλου

Οκνίτσα (η) = το άνοιγμα του  ξύλινου βαρελιού στο επάνω μέρος για να μπαίνει ο μούστος

Ολάκαιρος (επίθ.) (<όλος+ακέραιος) = ολόκληρος
(Και τη πίτα ολάκαιρη και το σκυλί χορτάτο)

Ολοντρόυρα (επίρ.) (<ολο+τριγύρω) = γύρω-γύρω

Ολονυχτία (η) = η ακολουθία των Χαιρετισμών τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Και βέβαια δεν εννοούσαμε την αγρυπνία, παρά μόνο τις δυό ώρες της ακολουθίας των αντίστοιχων στάσεων των Χαιρετισμών.
(Παιδιά μου, αποσπερού έχει ολονυχτία. Θα φάμε νωρίς και μόλις χτυπήσει η καμπάνα θα πάμε ούλοι μαζί  στην εκκλησιά). Τη μεγάλη Πέμπτη λέγαμε ότι απόψε έχει ξενύχτι, γιατί ξενυχτούσαμε ψέλνοντας τον Εσταυρωμένο

Ολόπαντος (επίθ.) (<όλος+λατ.panta) = από όλες τις πάντες, τις πλευρές
(Χρίστηκες ολόπαντος=λερώθηκες ολόκληρος)

Ολοσούσουμος (επίθ.) (<όλος+σουσούμι<σύσσημον<συν+σήμα) = ολόιδος, με ολόιδια χαρακτηριστικά

Ολοχρονικού (επίρ.) = όλο το χρόνο

Οματιά (η) = το παχύ έντερο του γουρουνιού γεμιστό με μπλουγούρι και αρωματικά χόρτα (καυκαλίδες, ρίγανη, πορτοκαλόφλουδα). Το ψήνουν την ημέρα που σφάζουν τα γουρούνια. Η λέξη συναντάται και στην Κρήτη ως οματιέ

Όμπυο (το) (<εν+αρχ. πύον) = το πύον

Ονειριάζουμαι = Ονειρεύομαι
(Τον ονειριάζουμαι κάθε βράδυ…)

Οξαποδός (ο) = ο Διάβολος

Οξώσπιτο ή ξώσπιτο (το) = μικρό πρόχειρο σπιτάκι πλίθινο, σπανίως πέτρινο, ενός χώρου σε χωράφι, το οποίο χρησίμευε ως αποθήκη και για σύντομη διαμονή για τις γεωργικές εργασίες
(…σε κείνο το οξώσπιτο κει πέρα, που συντροφεύουν οι πνοές τ΄ αγέρα…, ποίημα Π.Γλ.)

Όξω (επίρ.) = έξω, Απόξω = απ΄ έξω
(…τυφλή κι αγράμματη είν΄η καημένη, κι όμως απ΄ όξω, σα διαβασμένη, τα λέει ούλα…, ποίημα, Π. Γλ.)

Οοόχι (αρνητικό μόριο) = όχι

Όχι, να μη = όχι βέβαια

Οργιά (η) (αρχ. οργυιά) = μονάδα μήκους ίση με το άνοιγμα και των δύο χεριών

Ορμήνεια (η) = η συμβουλή, Ορμηνεύω = συμβουλεύω

Ορνιθίτι (το) = είδος μανιταριού

Όρντινα (τα) (<ιταλ. ordine=διαταγή) = τα απαραίτητα πράγματα

Ορντινιάζουμαι (<ιταλ.ordine=διαταγή) = ετοιμάζομαι

Όστρια (η) (<ιταλ. ostro<λατ. auster<αύω) = ο νότιος άνεμος

Ου να χαθείς (έκφραση, χουϊατό) = να πας να χαθείς

Ούγια (η)) (<τουρκ. oya) = η άκρη υφάσματος

Ούθε (επίρ.) (<όθεν) = από όπου
(Ούθε και να πας, θα βρεις γιομάτα τα χωράφια με λάχανα, είναι ούλα αόργωτα)

Ούλος = Όλος

Ουλούθε (επίρ.) (όλος+όθεν) = από όλες τις πλευρές, από παντού
(Χρίστηκες ουλούθε, μωρή πατσιατσιούλα!)

Ούξινο και ξερό = έκφραση αστεϊσμού ή ειρωνείας ως απάντηση στην άρνηση ουου

Ούρμος, -η, -ο (επίθ.) (<ώριμος) = ο γινωμένος
(Είναι ούρμα τα απίδια, τα σύκα κλπ)

Ουρμάζω = ωριμάζω
(Πάει κι η μέρα τα΄ Αγιο-Λιός, ουρμάσαν΄ οι σταφίδες…, ποίημα Π. Γλ.)

Ούστ (ντε) (τούρκ. ust) = παράγγελμα, επιφώνημα για άλογο, για γαϊδούρι

Οχιάλλο (επιφώνημα αναστεναγμού) = όχι άλλο

Όχτος (ο) ή ο νόχτος = η όχθη
(Γκρεμιστήκανε φέτο ούλοι οι νόχτοι απ΄ τα πολλά νερά)

Οχτρός (ο) = ο εχθρός
(Άμα έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους οχτρούς)

Όψιμα (επίρρ.) (<αρχ. οψέ+ιμα) = αργά , όψιμος (επίθ.) = αυτός που άργησε να ωριμάσει
(Είναι όψιμος ο τρύγος φέτο)

 

 

Αναζήτηση αλφαβητικά

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ

Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω