Όλες οι λέξεις στο ‘Ρ’

Ραβδάου = χτυπώ με τη δέμπλα ή το ραβδί τις ελιές (ή και άλλο καρπό) για να πέσουν από το δέντρο

Ραβδί (το) (<αρχ. ράβδος) – κοντοράβδι = μικρό επίμηκες ξύλο (περίπου 1 μ.), με το οποίο ραβδίζουν τον καρπό κυρίως της ελιάς ή και οποιονδήποτε καρπό από το δέντρο

Ράβδος (ο) ή ράβδισμα (το) = η γεωργική εργασία του ελαιομαζώματος
(Φέτο αρχίνησε νωρίς ο ράβδος)

Ραϊζω (<αρχ. ρήγνυμαι) = ραγίζω
(Ράϊσε η βίκα)

Ράϊσμα (το) = το ράγισμα
(Έχει ραϊσματα το τσουκάλι, θέλει πέταμα)

Ρακοντιά (η) = φυτό που δημιουργεί δερματική αλλεργία

Ρακοπότηρο (το) = μικρό γυάλινο ποτηράκι για τη ρακή ή άλλο ηδύποτο. Μαζί με την κανάτα τα ρακοπότηρα βρίσκονταν σε περίοπτη θέση στο μπουφέ, στο (γ)κομό ή στον «ντουλάπη», έτοιμα για το πρώτο κέρασμα

Ράνει (<ραίνω) = θα κάνει, με αρνητική σημασία, π.χ. θα κάνει και θα ράνει.

Ράντα (η) (<ιταλ. renta) = η τιράντα
(Τα αγόρια φορούσαν κοντά παντελονάκια με ράντες)

Ραχάτι (το) (<τουρκ. rahat) = η ξεκούραση, η τεμπελιά, Ραχατεύω = τεμπελιάζω

Ράχη (η) = 1. η κορυφογραμμή
(Συχνά ως β συνθετ. Σπλαθουρόραχη, Καγκαδόραχη, Ασφακόραχη κ.α. σε τοπωνύμια),
2. η σπονδυλική στήλη (Με πονεί η ράχη μου),

Ραχούλα(η) = μικρός λόφος
(Ανεβήκανε στη ραχούλα οι γίδες)

Ρε (<μωρέ) = κλητική προσφώνηση με διπλή σημασία, α) υποτιμητική, β) χάριν λόγου
Ρεγιώργης, Ρεκώστας, Ρεμήτσος = παρανόμια στο Μπιζαίϊκο σόι

Ρέγουλα (η), ρέγουλο (το) (έχει επιρρηματική έννοια) (μεσν.<λατ. regula) = με μέτρο
(Με το ρέγουλο, παιδί μου, μη βιάζεσαι, προσεχτικά)

Ρέγκλα (η) (ίσως ιταλ.) = πολύ αδύνατο, ατροφικό
(Τα σταφύλια δε τσουπώσανε φέτο, κάτι ρέγκλες είναι)

Ρείκι (το) = πανέμορφος θάμνος που ευδοκιμεί στα μέρη μας

Ρέμα (το), ρέματα (τα) (<ρεύμα) = ρεματιά, μικρό ποταμάκι με ή χωρίς νερό. Τα ρέματα στο χωριό μας είχαν πολύ μεγάλη σημασία, γιατί δεν υπήρχαν πολλά νερά. Δίπλα σε κάθε ρέμα οι ιδιοκτήτες γης καλλιεργούσαν περιβόλια ποτιστικά. Το πότισμα των περιβολιών είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της συνέχειας της οργάνωσης των αγροτικών «χωρίων» από τα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι τα τέλη του 20 αι. Το νερό μοιραζόταν ανά ώρες και μέρες σε όλους τους δικαιούχους, η σειρά των οποίων ετηρείτο με θρησκευτική ευλάβεια

Ρεμάλι (το) (<τούρκ. remal) = ο τιποτένιος, ο αχαΐρευτος

Ρεματικά (τα) = οι ρευματισμοί
(Πιάστηκε ο έρμος από τα ρεματικά, κουβαρώθηκε στο κρεβάτι)

Ρέμπελος (ο) (<βεν. rebellare) = ο περιπλανώμενος, ο τεμπέλης
(Γυρίζει σα το ρέμπελο σκυλί)

Ρεμπεσκές (ο) (<γαλ. rebeguer) = ο αχαΐρευτος
(Ένας ρεμπεσκές, ένας αχαϊρευτος έναι)

Ρεμπέτ-ασκέρ (=άτακτο τουρκικό στρατιωτικό τμήμα) = χωρίς πρόγραμμα, χωρίς σειρά
(Φτούνη, δεν έναι φαμπελιά. Ούλοι τους είναι ρεμπέτ-ασκέρ)

Ρέντος (ο) = το ράντισμα. Γεωργική εργασία για ράντισμα με γαλαζόπετρα εναντίον του περονόσπορου

Ρεξουλάνης (ο) = παρανόμι

Ρεπετσέλα (η) (<ιταλ. repetsela) = ξεχειλωμένη πέτσα. Η λέξη λεγόταν συχνά για τις πολύ γριές και με πολλές «σούφρες» γυναίκες και για τα χαλαρωμένα μπράτσα

Ρέπιος (επίθ.) (<ερείπιος), -α, –ο (το) = το ερείπιο, το χαλασμένο
(Το πατρικό σπίτι στο χωριό είναι ούλο ρέπιο, θέλει γκρέμισμα

Ρέση (η) (<ρέω) = η κλίση
(Δεν έχει καλή ρέση η σκεπή)

Ρεύω και ρέβω (θέμα αορ. ρεβ- ή ρευ- του ρέω) = αδυνατίζω πολύ, κουράζομαι πολύ
(Φάει ερμούλα μου, έρεψες, πώς γένηκες έτσι; Έρεψα στη δουλειά)

Ρέχτης (ο) (<ρέω) = εκεί, όπου συγκεντρώνονται τα νερά από κεραμίδια διαφορετικής κλίσης

Ρημάδι (το) (<έρημος) και το ρημαδιακό = το ρημαγμένο, το έρημο

Ρημάδι (το) και τα ρημάδια = το πόδι,  τα πόδια, οι αρίδες
(Μάζεψε τα ρημάδια σου να περάσω, τι απλώθηκες καταής;)

Ριγανάδα (η) (<ρίγανη) = ψωμί με λάδι, ρίγανη, ντομάτα. Η ριγανάδα ήταν το λαδωτό ψωμί με ρίγανη που έτρωγαν στη γιορτή του Αγιάννη του Ριγανά, γιατί τότε ήταν φρεσκοκομμένη η ρίγανη. Όμως η ριγανάδα ήταν καθημερινό φαγητό όλων και ιδίως των παιδιών ως πρόχειρο, φτηνό και νόστιμο.
(Γιαγιά, να μου φκιάξεις δυό  φέτες ριγανάδα, γιατί πείνασα)

Ριγανάς (ο) = 1. αυτός που πουλάει ρίγανη
(-Καλέ, περνάει ο Ριγανάς, ο βλοημένος Γιάννης…
-Γιάννη, καλέ μου Ριγανά, στάσου για να κατέβω
και να φωνίσω ρίγανη, βλόι στο σπιτικό μου…, ποίημα, Π. Γλ.),
2. χαρακτηρισμός στον Αγιάννη το Ριγανά, (24 Ιουνίου), γιατί είναι η εποχή που οι χωρικοί μαζεύουν τη ρίγανη. Είναι η γιορτή που ταυτίζεται με το θερινό ηλιοστάσιο και οι άνθρωποι γιορτάζουν την έλευση του καλοκαιριού με φωτιές και με μαντικά παιχνίδια, όπως ο Κλήδονας.

Ριζιμιά (η) (<ρίζα) = ξεκολλωμένη ρίζα
(…και το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο. Φέρνει λιθάρια, ριζιμιές, δέντρα ξεριζωμένα…, δημ. τραγ. Αντ. Γ.)  

 Ριζοβουνιά (η) = οι πρόποδες του βουνού

Ριζαύτι (το) ή ριζάφτι (<ρίζα+αυτί) = πίσω από το αυτί, ο κρόταφος
(Πλύσου καλά, κάτου απ΄τα ριζαύτια, να φύγει η λίγδα)

Ριζέλα (η) (<τούρκ. reze=ο στροφέας) = μαντεμένιο στήριγμα πόρτας ή παράθυρου

Ροβολάου (<ή όρος+βάλλω, ή ρέβω+βάλλω ή <μεσν. ροβολεύω<ιταλική rubellare) = κατεβαίνω το βουνό
(Ροβόλατα, ροβόλατα τα γίδια και τα πρόβατα, δημ. τραγ.)

Ροβολητό (το) = το κατέβασμα από το βουνό
(Κατεβαίνουν τα γίδια, ακούεται το ροβολητό τους και τα τρουκανίσματα)

Ρόγα (η) (<μέσν<λατ. rogα=η πληρωμή) = το κουμάντο
(Κάμε το ρόγα σου και μη με λογαριάζεις)

Ρογός (ο) (μεσν.<λατ. erogo=μοιράζω) = το μέρος, όπου έβαζαν το άχυρο, τροφή των γαϊδάρων

Ροϊδίζει και ροϊδινίζει (<ρόδον) = χαράζει το πρωί

Ροζιάζω (<ρόζος) = κάνω ρόζους στα χέρια
(Ροζιάσανε τα χέρια μου από το τσαπόνι)

Ροϊδιά (η) = η ροδιά, ρόϊδι (το) = το ρόδι

Ρόϊδο (το) = το τριαντάφυλλο
(«Το ρόϊδο βγάνει αγκάθι και τ’ αγκάθι βγάνει ρόϊδο», παροιμία)

Ρόϊδο τα ΄καμες (έκφραση) = τα χάλασες

Ροϊδοκοκκινίζω, ροϊδοκόκκινη, ροϊδοκοκκίνισμα. Ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια που αποδίδονταν στα όμορφα με ροϊδοκόκκινα μάγουλα κορίτσια ή στα σεμνά που κοκκίνιζαν έναντι των ανδρών.

Ρόκα (η) (<ιταλ. ruca) = η αρχαία ηλακάτη, εργαλείο που έγνεθαν τα γνέματα. Οι μνήμες μας ανασύρουν όμορφες εικόνες με γυναίκες στις αυλές ή στις γειτονιές να γνέθουν μαλλιά

Ροκάνα (η) (<ρυκάνη) = 1. ξυλουργικό εργαλείο, η πλάνη,
2. η ψηλή και αδύνατη γυναίκα

Ροκανάου ή ρουκουνάου(-ίζω) = λειαίνω τις σανίδες, τεμαχίζω σιγά σιγά
(Ροκανάω τις κόρες), Ρο(ου)κάνισμα(το) = η λείανση, ο τεμαχισμός

Ρονιά (η) = μικρή βοηθητική σανίδα που χρησιμοποιείται συμπληρωματικά με τις καδινέλες στις σκεπές, όμως ρονιές έλεγαν (συνεκδοχικά από τη ρονιά που είναι η σταλαγματιά) και τις άκρες στη σκεπή. Όταν έβρεχε πολύ και έτρεχε το νερό της βροχής έλεγαν : βρέχει πολύ, ποτάμι τρέχουνε οι ρονιές

Ρουβίθι (το) (<αρχ. ερέβιθος) = το ρεβίθι
(Θα σας ειπώ ΄να παραμύθι, το κουκί και το ρουβίθι)

Ρούγα (η)(<λατ. ruya) = το σοκάκι, η γειτονιά, συνεκδοχικά το κουβεντολόι
(Βγήκανε οι γυναίκες στη ρούγα και τα κουβεντιάζουνε,…Και μας ακούει η γειτονιά και μας μαθαίνει η ρούγα…, δημ. τραγ. Αντ. Γ.)  

Ρουγκλώνω  (<ρουπώνω) = πίνω μονοκοπανιάς, λαίμαργα
(Το ρούγκλωσε ούλο το κρασί)

Ρούκουνας (ο) = παρανόμι

Ρουμάνι (το) (<τουρκ. orman) = πυκνό δάσος
(Το χωράφι λόγγωσε, ρουμάνι γίνανε τα σκίνα)

Ρούτζα (η) (<ιταλ. rurza) = ο θυμός, τα μούτρα
(Κατέβασε μια ρούτζα μέχρι το πάτωμα ο Φώτης, γιατί δε τόνε πήρανε στο πανηϋρι)

Ρουτζώνω  = συνοφρυώνομαι, κατεβάζω τα μούτρα, μετχ. ρουτζωμένος = μουτρωμένος

Ρουλιέμαι ή αρουλιέμαι = ωρύομαι, ουρλιάζω
(Αρουλιόντανε ούλη τη νύχτα τα τσιακάλια στο βουνί, αρουλιέται από τους πόνους)

Ρουπακιάζω ή ρουπώνω (<ροπώνω<ρώψ, ρωπικὸς) = καταπίνω γρήγορα, φουσκώνω
(Πρέπει να ρουπώσει το βαρέλι)

Ρούπι (το) (<τούρκ. rub) = το 1/8 του πήχη, το ελάχιστο
(Δε θα κάμεις ρούπι, δε θα πας πουθενά)

Ρούσος, -α, -ο (επίθ.) (<ιταλ. rosso) = ο κόκκινος
(…άϊντε ρούσα παπαδιά, και το ποτάμι ήταν θολό…, δημ. τραγούδι)

Ρούσα (γίδα) = κοκκινωπή γίδα

Ρουφήχτρα (η) = το σημείο που χανόταν (ρουφιόταν) το νερό της θάλασσας.
Ρουφήχτρες είχε στον Κάλαμο στα Κανάλια

(τα)Ρούχα μου έχω = τα έμμηνα

Ρουχάλα (η) (<ρόχαλον) = η ροχάλα, το φτύσιμο

Ρουχαλητό ή ρουχανητό ή ρουχούνισμα = το ροχαλητό

Ρουχαλίζω και ρουχουνάου (<αρχ. ρόγχος) = ροχαλίζω

Ρωγιάζω (<ρώγα<αρχ. ρωξ) = αδιαθετώ με πεπτικές ανωμαλίες. Το λέμε όταν κάποιος πίνει αλκοόλ και ταυτόχρονα τρώει κάτι γλυκό, οπότε λέμε ρώγιασε. Ως αντίδοτο μύριζαν ψίλιθρο
(Ρώγιασα ψες και πέθανα σαν έφαγα σταφύλι
κι ήπια κρασί κατόπι του, κρασάκι δυνατούλι.
Ρουλιόμουνα στο στρώμα μου, παπάκι απ΄ τον ιδρώτα…
-Φέρτε παιδιά μου ψίλιθρο, να μυριστώ να γιάνω…, ποίημα Π. Γλ.)

 

 

Αναζήτηση αλφαβητικά

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ

Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω