Τάβλα (η) (<ιταλ.tabula) = 1. η φαρδιά σανίδα,
2. το τραπέζι (τα τραγούδια της τάβλας = τα τραγούδια γύρω από το τραπέζι)
(Στη τάβλα που καθόμαστε πρέπει να τραγουδάμε, για να φουμίζει η τάβλα μας…
δημ. τραγ. Αντ. Γαϊτάνη «Λαογραφικά και άλλα Βασιλιτσίου Μεσσηνίας),
3. ακούνητος, ξερός (Έμεινε τάβλα!)
Ταβλιάστηκα = έπεσα για ύπνο και κοιμήθηκα αμέσως από την κούραση
Ταβούλι (το) (<νταούλι<τούρκ.davul) = το πρήξιμο
(Που-που, ταβούλι έγινε το πόδι μου!)
Ταγιαντεύω ή νταγιαντεύω (<τουρκ.dayandim) = φροντίζω, ανέχομαι
Ταδειλινού (επίρ.) = το δειλινό
Ταή (η) ή ταϊνι (το) = η ταγή, μερίδα φαγητού των ζώων, το κοινό παχνί
(…Μαζί έχουνε τους μαύρους τους σ΄ένα σταβλο δεμένους.
Σ΄ένα στάβλο, σε μια ταή, σε μια νεροποτίστρα…, δημ. τραγ., Αντ. Γ.)
Ταληθινού και ταληθινά (επίρ.) = στ’ αλήθεια
(Ταληθινά σου λέου, δε λέου ψέματα!)
Ταλιαρίστηκα (<αρχ.ελλ. τάλας=δυστυχής) = κουράστηκα, απόκαμα
Ταμπάρο (το) (<ιταλ.tabarro) = χοντρό πανωφόρι, ο παπαδίστικος γιακάς
Ταντέλα (η) (<γαλλ.dentelle) = η δαντέλα
Τανιέμαι (<αρχ.τανύω) = τεντώνομαι, σφίγγομαι
Ταπαλλαξίδι (το+από+αλλαξίδι) = το λερωμένο ρούχο που αλλάχτηκε και θέλει πλήσιμο
Ταπίστομα (επίρ.) (<επί+στόμα) = με το στόμα στη γη, μπρούμυτα
(Έπεσε ταπίστομα)
Ταρναρίζω (<ταρναριστά<ονοματ. ταρνα,ταρνά) = κουνάω, ταλαντεύω
Τάχατέ μου ή τάχαμου ή τάχατες = τάχα
(…Πως τάχατες δεν ήσουν πεθαμένη…ποίημα, Π. Γλ.)
Ταχιά (επίρ.) (<ταχύς) = αύριο
(–Θα ξανάρθεις γιε μου; – Ταχιά μάνα,
…όντας ταχιά το κολατσιό θα σέϊδω να σαλπάρεις…, Π. Γλ.)
Ταχινή (η) = η αυριανή μέρα (Καλή ταχινή!)
Ταχταρίζω (ηχομιμ.) = κουνάω το μωρό και του τραγουδώ
Ταψήλου (επίρ.) = στα ψηλά
Τειάφι (το) ή κειάφι (<αρχ.θείον) = το θειάφι
Τ(κ)ειαφίζω = θειαφίζω, ρίχνω θειάφι
Τ(κ)ειαφαστένεια (η) = η θειαφασθένεια, εμείς τη λέμε παλαιά
Τεμπελοχανάς (ο) (<τούρκ.tebel-hane) = ο τεμπέλης
Τεμπεσίρι (το) (<τουρκ.tebesir) = η κιμωλία
Τέντα (η) (<ιταλ.tenda) = είδος κατασκευής στα σταφιδάλωνα, όπου το σταφιδόπανο τεντωνόταν σε υπερυψωμένους πασσάλους, οι οποίοι ενώνονταν στο επάνω μέρος με οριζόντια καντινέλλα ή καλάμι από τη μια άκρη του αλωνιού έως την άλλη και δενόταν σφιχτά σε χαμηλά σιδεροπάλουκα. Έτσι τα σταφύλια προστατεύονταν από τη βροχή, αερίζονταν, αλλά ταυτόχρονα λιάζονταν και αποξηραίνονταν.
(Από βραδίς μας φώναξε ο πατέρας να βάλουμε τα πανιά. Στο Βενέτικο σήκωσε κάτι παράξενα συγνεφάκια και ο καιρός άλλαξε. Έπεσε ο μαϊστρος και το γύριζε σε νοτιά. Το πρωϊ ο καιρός ήταν έτσι κι έτσι. Κάτι σύγνεφα μισοέκρυψαν τον ήλιο απ΄ τον Ταϋγετο και κατά το Λυκόδημο ξεμύτιζε άλλο ένα. Μετά το «καθάρισε».
Ο τρύγος ξεκίνησε οικογενειακά… Το μεσημέρι κάτσαμε για φαϊ. Ο πατέρας κάθε τόσο αγνάντευε, όλο παρατηρούσε. Άϊντε να πάει κάτου και η τελευταία μπουκιά. Ξανασηκώθηκε… Στο Λυκόδημο είχανε πυκνώσει τα σύγνεφα. Στην αρχή άσπρα, μετά σταχτιά. Για πότε το «κακάβωσε» ούτε που το καταλάβαμε. Με δυό πηδουκλιές βρεθήκαμε ούλοι στ΄ αλώνια. «Πρώτα τις τέντες» φώναξε ο πατέρας. Άρπαξα τη μια άκρη, την άλλη ήδη την είχε τραβήξει. Τις περάσαμε πάνω από τους πασσάλους και δέσαμε τις δύο άκρες. «Τις υπόλοιπες μετά», είπε. «Καλλιόπη, στην άλλη τώρα». . . Η μάνα μου με τον αδερφό μου τρέξανε στα κάτου αλώνια. «Γλήγορα, τόηφερε!». Ένας δυνατός αέρας χοροπήδαγε τα πανιά στις τέντες. Βροχή και αέρας! Τα χέρια όμως βιάζονταν… Μέχρι να δέσουμε ούλα τα σκοινιά γινήκαμε παπί… Αλλά προλάβαμε!!! Ουφ! «Δόξα στο Μεγαλοδύναμο», μονολόγησε η μάνα μου ανεβαίνοντας φουσκωμένη και αρτσίδι στο τελευταίο αλώνι, «Μεγάλη η Χάρη ΣΟΥ!»…, Κ. Μ.)
Τέντζερας και τζέτζερας (ο) (<τούρκ. tencere ) = μεγάλο μπακιρένιο αγγειό, μικρότερο από το καζάνι. Περιλαμβανόταν στα χαλκώματα-προικιά της νύφης
Τζετζερέδια (τα) = Υπήρχαν δύο και τρία μεγέθη τζετζέρια ανάλογα με την ποσότητα και τη χρήση
Τεκνεφέσι (το) (<τούρκ. tiknefes) = αρρώστια ζώων, δυσκολία αναπνοής στα ζώα, άσθμα (Έπαθε τεκνεφέσι το γαϊδούρι)
Τέρμος-η-ο (αντων.) = πόσος
Τεσσαράγκωνος (επίθ.) (<τέσσερις+γωνία ) = ο τετράγωνος
Τετράδη (η) ή Τέτραδος (ο) = η Τετάρτη
(Τετράδη και Παρασκευή τα νύχια σου μη κόψεις και Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόψεις, λαϊκή δοξασία, Ήρθ΄ο Τέτραδος, πάει κι ο βδόμαδος, παροιμία)
Τετρακλάδι (επιρ.) (<συμφυρμός τετρα(πέτσι)+γλυκάδι) = πολύ ξινό
Τετραπέτσι και τραπέτσι (επιρρ.) = πολύ ξινό. Η λέξη προέρχεται από τη φράση «δραπέτης οινος»>δραπέτι>δραπέτσι>τραπέτσι= ο οίνος που χάλασε
Τετράφταλη (η) (<τετρα+φταλός<κύπτω) = χωρίς μυαλό
Τετραπέρατη (η) (<τέτρα(<τέτταρα)+πέρας) = πολύ έξυπνη
Τεφαρίκι (το) (τούρκ.tefarik)) = κάτι πολύ καλό, άριστο
(Αυτό είναι τεφαρίκι πράμα)
Τζακοποδιά (η) ή το τζακόπανο = ένα πανί που κρεμούσαν μπροστά στο τζάκι για να μη βγαίνει ο καπνός
Τζαναμπέτης (επίθ.) (<τούρκ.canabat) = ο ιδιότροπος
Τζάρα (η) (<ιταλ.giara) = μεγάλο πήλινο αγγείο με συνεχόμενα κυκλικά ζ(ω)ουνάρια, που χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος σε υγρά (λάδι, κρασί) και σε στερεά (δημητριακά). Στο εσωτερικό οι τζάρες ήταν αλειμμένες μ΄ ένα γυαλιστερό μείγμα από ειδικό χώμα, το πιπίνι, απαραίτητο για την καταλληλότητα των τροφίμων. Η περιοχή της Κορώνης (Βουνάρια) ήταν τόπος παραγωγής τέτοιων πήλινων αγγείων
Τζάτζαλα (<μεσν.τζάτζαλον<ιταλ.cencio=κουρέλι) και μάτζαλα = τα μικροπράγματα
(Γιόμισ’ ο τόπος τζάτζαλα και μάτζαλα, σιγούρεψε κάμποσα)
Τζεγνέμης (ο) (<τζε+γνώμη) = ο έχων δύσκολη γνώμη, ο ιδιότροπος (Αχ, μανώ μου, μου ΄τυχε τζεγνέμης άντρας)
Τζερεμές (ο) (<τούρκ.cereme=πρόστιμο) = 1. η οφειλή (Πλήρωσα γερό τζερεμέ),
2. το βάρος (Τον έχω τζερεμέ στη (μ)πλάτη μου),
3. ο μπελάς (Κακός τζερεμές με βρήκε)
Τζίβα (η) (<σλαβ.tziva) = το πολύ πυκνό
(Φτούνο το πανί είναι τζίβα ή τα μαλλιά μου γίνανε τζίβα από την αλουσιά)
Τζιέρι (το) (<τούρκ.ciger) = το κοκκινιστό συκώτι
Τζιτζικώνω (ηχοπλ.) = φωνάζω ή κλαίω δυνατά και με ψιλή φωνή σαν τα τζιτζίκια (Τζιτζίκωσε το παιδί από το κλάμα)
Τζιτζιλοφάης (ο) (<βεν. zentilomo=ευγενής+φάης) = αυτός που τρώει πολύ λίγο, ο μίζερος στο φαϊ. Λίγα λόγια για την ιστορία της λέξης. Η λέξη συναντάται σε τεύχος του περιοδικού «Με του βοριά τα κύματα», όπου ο Σκιαθίτης Χρῆστος Β. Χειμώνας, ὁμολογοῦσε ὅτι ἦταν «τζιτζιλόμ’ς». Καὶ ἐπειδὴ οἱ εὐγενεῖς ἔτρωγαν ἐκλεκτὰ φαγητά, ἡ λέξη κατέληξε νὰ σημαίνει τόν μίζερο, ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἱκανοποιεῖται μὲ τὰ κοινὰ ἐδέσματα, Νίκος Σαραντάκος, Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία).
Τζιτζίρια (τα) = τα τζιτζίκια
Τζιρίτι (το) (<τούρκ. ιππικό αγώνισμα) = τρέξιμο με ζώο
(Κάνε ένα τζιρίτι στο άλογο)
Τζιριτάου = κάνω τζιρίτια, τρέχω
Τζιούμας (ο) (<αλβ.tsume=πέτρινο γουδί, βλάχ.tsiuma=κεφάλι) = ο κεφάλας, ο βραδύνους
Τηγανόψωμο (το) = τηγανισμένο χοντρό φύλλο ζύμης. Συνοδευόταν με τυρί ή μέλι (είναι της μόδας και πάλι στα χρόνια μας)
Τηγανίτες (οι) = τηγανισμένες κουταλιές παχύρευστου χυλού, μια απλοποιημένη μορφή λουκουμάδων, από νερό, αλεύρι και αλάτι. Εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί ένα πρόχειρο γλυκό πρωϊνό ή βραδυνό. Συνοδεύονται με μέλι ή πετιμέζι ή ζάχαρη
Τήζουμαι (<αρχ.τήκομαι) = λιώνω, μαραζώνω
(Τήζουμαι και μαραζώνω και για σένα λιώνω, λαϊκό άσμα)
Τηράου (<αρχ.τηρώ=φυλάττω) = βλέπω
(Τι τηράς;)
Τίγκα (επιρρ.) (<ιταλ.tinga) = πολύ γεμάτο ή πολύ φουσκωμένο
(Είναι τίγκα τα σακιά, …Ξημέρωσε κι απ΄το πρωί η εκκλησιά ΄ναι τίγκα…, ποίημα Π.Γλ.)
Τιλογός, τιλογιά, τιλογό (τονίζεται και στην προπ/ουσα) (ερωτ. αντων) = τι λογής, τι είδους (Τι λογιά είσαι, συγυρίσου λιγούλι)
Τίποτες και τίποτις (αντων.) = τίποτα
Τόκα (άκλ.) (<ιταλ.toccare) = χαιρετισμός με χτύπημα παλάμης
(Έλα να κάνουμε τόκα)
Τόπι (το) (<τουρκ.top) = 1. μπάλα (διπλωμένα κουρέλια σε σχήμα μπάλας), με την οποία έπαιζαν τα παιδιά (Πάμε να παίξουμε τόπι),
2. διπλωμένο υφαντό σε δίπλες. Τα υφαντά ρούχα ή στρωσίδια τα μετρούσαν με τις οργιές (όσο το άπλωμα των χεριών), τα δίπλωναν σε τόπια (τρούμπες) και τα φύλαγαν στο γιούκο,
3. ως επίρρημα = πάρα πολύ (Θα σε κάνω τόπι στο ξύλο)
(Ν)Τόπια (τα) = οι τόποι
(…Αχνάρι αχνάρι κυνηγούν οι κυνηγοί τα τόπια, ποίημα, Π. Γλ.)
Τοσούλι και τοσουλάκι (υποκορ.της αντων. τόσος) = τόσο λίγο
Τότες και τότενε(ς) (επίρ.) = τότε
Τουβαλίθι (το) (<ιταλ.tovagliuolo) = πάνινη πετσέτα κουζίνας, με την οποία δίπλωναν τα φαγώσιμα. Το τουβαλίθι ήταν υφαντό με καρό σχέδιο συνήθως άσπρο μπλε ή άσπρο κόκκινο. Ίσως κάποιοι να θυμούνται τον εαυτό τους με το τουβαλίθι στο χέρι να μεταφέρει το φαϊ στο χωράφι
Τούβουλο (το) (<λατιν.tubulus) = το τούβλο, μεταφ. ο κουτός άνθρωπος
Του λόγου σου (έκφραση) = εσύ
Τουλούμι (το) (<τούρκ.tulum) = δερμάτινο ασκί.
Χρησιμοποιείται και σε εκφράσεις βρέχει με το τουλούμι = βρέχει πολύ, τον έκανε τουλούμι στο ξύλο = τον τουλούμιασε = τον έδειρε πολύ
(…γιομίζουν τα τουλούμια τους και πάνε στις ταβέρνες, ποίημα, Π. Γλ.)
Τουλουμοτύρι (το) = τυρί που το έβαζαν στο τουλούμι
Τουλούπα (η) (<αρχ.τολύπη) = άγνεθη τούφα μαλλιού, λιναριού, σπάρτου ή μπαμπακιού
(Έγνεσα μια τουλούπα αποσπερού)
Τουλουπάνι (το) (<τουρκ. tulbent) = αραιό πανί για στράγγισμα
Τούμπανο (το) (<τύμπανο, αρχ.ελλ.) = 1. το πρησμένο, το σκληρό
(Έγινε τούμπανο το ψωμί = παρακάηκε ή ξεράθηκε και σκλήρυνε, 2. το πεθαμένο,
3. κατάρα: μπα τούμπανο να γένεις ποκορωμένο = να πεθάνεις. Λεγόταν ιδίως στα ζώα, εάν έκαναν ζημιές)
Τουμπανιάζω = 1. πρήζομαι (Τουμπάνιασε το γκουργκούνι μου),
2. πεθαίνω (Πάει, τουμπάνιασε η γίδα μας),
3. ως κατάρα (Μπα, που να τουμπανιάσεις πομπιεμένε!)
Τούρκος, -α = 1. πολύ κακός (Αυτός έγινε τούρκος=θύμωσε πολύ),
2. αυτό που παράγινε και παρακάηκε (Έγινε τούρκος ο φούρνος = παρακάηκε, συνήθης έκφραση στο χωριό μας)
Τουρλί (το) (<λατ.trulla) = το ύψωμα
Τουρλάκι (το) = μικρός λόφος, τοπωνύμιο
Τουρλίδα (η) = ανησυχία (Τουρλίδες έχει ο κώλος σου, κάτσε χάμου)
Τουρλώνω (<τούρλα<τρούλλα) = δημιουργώ εξόγκωμα, δίνω παραπάνω ύψος
(Πολύ τον τούρλωσες το φούρνο = του έδωσες παραπάνω ύψος, τουρλώνω τα πόδια (έκφραση) = τα σηκώνω ψηλά (κακή στάση)
Τουρνόκωλα (επίρ.) = με υψωμένα οπίσθια, ανάποδα
(Έπεσε τουρνόκωλα!)
Τουρνόκωλη (η) = αυτή που έχει υψωμένα (τουρλωτά) οπίσθια
Τουρνοκωλιάστηκα = έπεσα με τα πόδια επάνω
Τουτούνι (το) (<τούρκ.tutun) = το πολύ πυκνό και μαύρο σύννεφο, ο πολύς καπνός
(Έγινε ο ουρανός τουτούνι)
Τουτούνιασε = μαύρισε ή γέμισε καπνό
(Τουτούνιασε το σπίτι από τη καπινιά)
Του Χριστού = τα Χριστούγεννα
Τράβα (η) (<ιταλ.trave) = μεγάλο και χοντρό οριζόντιο ξύλινο δοκάρι που χρησιμοποιείται ως στήριγμα στη σκεπή
Τραβάου = προχωρώ (Αξημέρωτα τράβηξε για το μύλο), Τράβα (προστ.) = φύγε
Τραγάνα (η) (<τραγανός<θ.τραγ-) = σκληρό κοκκινωπό χώμα και τοπωνύμιο λόγω του κόκκινου χώματος
Τραϊ (το) (<αρχ.τράγος) = το τραγί, ο τράγος
Τραϊσιος ή τράϊνος (επίθ.) = ο γίδινος
(Το σάϊσμα είναι τραϊσιο)
Τραϊλα (η) = η τραγίλα, η μυρωδιά του τράγου
Τρατάρισμα (το) = το κέρασμα
Τρατάρω (<ιταλ.trattare) = κερνάω
Τράτο (το) (<ιταλ.tratto) = χρονικό διάστημα
(Δό μου λίγο τράτο και θα στο φκιάσω)
Τρατσακλείδια (τα) = τα αδύνατα πόδια
(Τρέμουν τα τρατσακλείδια μου)
Τραφοκοπάου (<τάφρος+κοπάω) = ανοίγω με το τσαπόνι ή την αξίνα τάφρο, γράνα, αυλάκι
Τραχηλιά (η) = 1. ξεχωριστός γιακάς πάνω από το φόρεμα,
2. μια ξύλινη λαιμαριά τυλιγμένη με λινάτσα που τη φορούσαν στον τράχηλο του ζώου, μέσα από το το ζυγό για να μην πληγώνεται κατά το όργωμα
Τρεμοκουκουρίζω (τρέμω+τουρτουρίζω<λατ.turtur) = κρυώνω
Τριβελάει ή τριβελίζει (<τριβέλι) = βασανίζει
(Με τριβελάει η κουβέντα του)
Τρίβολας (ο) (<αρχ.ελλ.τρίβολος= ο έχων τρία βέλη) = ο τρικέρατος, ο καταραμένος, ο σατανάς
(Ούλοι οι τριβόλοι κι οι διαβόλοι πέσανε να με φάνε, μπα να τους βγει το μάτι…)
Τριβέλι (το) (<μεσν.τριβέλλιn<λατ.terebellum) = το τρυπάνι, ο αιχμηρός πόνος, ή έννοια
Τρίγκω (η) και τριγκω-λελέ = η άμυαλη, η επιπόλαιη
Τριδόνα (η) (<αρχ. τερηδών=σκουλήκι ξύλου) = σκουλήκι εντέρου, αιμορροϊδα, αλλά και ανησυχία
(Τριδόνες έχεις ξεπάντουλο;)
Τρικέρης (ο) (<τρία+κέρας) = ο τρικέρατος, ο καταραμένος, ο σατανάς
Τριλείρης (ο), τριλείρω (η) = ο τρίλειρος, με τρία λειριά κόκκορας ή κότα
Τρίμμα (το) (<τρίβω) = κομματάκι από τρίψιμο, το θρυμματισμένο. Τρίμματα λέγαμε τα ψίχουλα
(Το ψωμί σου, γυναίκα, τρίβει, γιόμισε το τουβαλίθι τρίμματα)
Τριφτάδια (τα) = είδος φτιαχτού ζυμαρικού, παρόμοιο με τον τραχανά
Τριχιά (η) (<τρίχα<αρχ.θριξ) = χοντρό σκοινί για να δένουν δεμάτια, ξύλα, κ.λ.π.
Τριψιάνα (η) (<μεσν.τριψίδιον (υποκορ)<τρίψις, αρχ.) = ψωμί με αλάτι, λάδι, ξύδι και λίγο νερό
Τροκάνι (το) (ηχομιμητική λέξη, τροκ) = το κουδούνι που κρεμούν στο λαιμό των γιδοπροβάτων
Τρούμπα (η) = ρολό υφαντού
(Ύφανα για τη δυχατέρα μου 10 τρούμπες ράσινα)
Τρούπα (η) (<αρχ.τρύω=κατατρίβω) = η τρύπα
Τρούπια Πέτρα (η) = τοπωνύμιο
Τρούπιος (επίθ.) = ο τρύπιος
Τρουπώνω = κρύβομαι, χώνομαι σε κρυψώνα
Τρυγητής (ο) (<τρυγώ) = ο Σεπτέμβρης
(Του τρυγητή είναι σήμερις η οχτώ, κι η Παναγιά μας
γιορτάζει της τη γέννηση ’πο την Αγία Άννα…, ποίημα, Π.Γλ.)
Τρυγόκοφα (η) = η κόφα για τον τρύγο
Τσάβαλα (τα) = τα λερωμένα ρούχα, τα παλιόρουχα
Τσαβαλής (ο), συνών. τσαπατσούλης = αυτός που εύκολα λερώνεται, ο απρόσεκτος, ο ασουλούπωτος
Τσάκα-τσάκα (επίρ.) (<ιταλ.giacca) = γρήγορα
Τσακάου ή τσακίζω-ίζουμαι (ηχομημιτική, τσακ) = σπάζω, χτυπώ
(Τσακάου τις λούρες, τσάκισα τα πόδια μου, τσακίστηκα =χτύπησα)
Τσάκα ή τσάκιση (η) = η δίπλωση του ρούχου κατά το σιδέρωμα (παντελονιού ή πουκάμισου)
Τσακιστές ελιές = τρόπος παρασκευής βρώσιμης ελιάς. Τις χτυπούν και τις σπάζουν, τις τσακίζουν…
Τσακίστηκα =έφυγα γρήγορα, τσακίσου = φύγε γρήγορα, χάσου
Τσαλιμάκι (το) (<τσαλίμι+άκι<τούρκ.calim) = νάζι, χορευτική φιγούρα
(Έλα, κάμε τα τσαλιμάκια σου, όπα!!!)
Τσαμπουνάου (<τσαμπούνα=λαϊκό όργανο) = φωνάζω ενοχλητικά
Τσάμπουρο (το) (τσαμπί<βενετ.zambin+ουρά) = τσαμπί από σταφύλι
Τσαμπουρολογάου = κόβω τσάμπουρα, δηλ. αδύνατα σταφύλια
Τσαντίλα (η) (<σλαβ.cedil) =
1. αραιοϋφασμένο πανί για να στραγγίζουν κάτι υδαρές (γάλα, τυρί (τυροτσαντίλα), μυτζήθρα (μουτζηθροτσαντίλα), μούστο, θολόσταχτη κλπ),
2. τα μεγάλ χοντρά, αραιοϋφασμένα σακιά, που έβαζαν το χαμούρι από τις ελιές, για να τα στραγγίξει το λιθάρι
(…κι άλλος χαμούρι άφθονο να βάνει στις τσαντίλες…, ποίημα, Π. Γλ.)
3. ο θυμός (Ούλο τσαντίλα έναι)
Τσαντίλας (ο) = ο οξύθυμος
Τσάπα (η) και τσαπόνι (το) (<ιταλ.zappa) = σιδερένιο σκαφτικό εργαλείο με στειλιάρι
Τσαπατσούλης (επίθ.) (<τουρκ.<capacul) = ο ατημέλητος, ο άτσαλος
Τσαπερδόνα (η) (<σαπέρδιον, υβριστικό της εταίρας Φρύνης, κατά Ανδριώτη<αρχ.σαπερδίς= είδος ψαριού) = η ζωηρή κοπέλα
Τσαπί (το) = τοπωνύμιο δυτικά της Σέλιτσας
Τσάπια (τα) (<τούρκ.cap) = χούια, ελαττώματα
(Πήρε τα τσάπια του παππούλη του!)
Τσατάλια (τα) (<τούρκ.catal=πιρούνι) = μυτερά και σκληρά ξύλα σαν πιρούνια
Τσάτρα-πάτρα (επίρ.) (μεσν.τσάταλα-πάταλα<σάταλα-πάταλα = όπως-όπως, άτσαλα
Τσάτσα (η) (ίσως από την αναδίπλωση του μεσαιωνικού τσα=θεία (Κριαράς) ή κατά το Μπαμπινιώτη από το βουλγ. tsitsa (θεία – θείτσα) = η αδελφή
(Γυναίκα, αποσπερού θα πάμε στη τσάτσα μου, συφάμπελοι)
Τσάχαλα (τα) (<ψάχαλον<αρχ.ψυχίον) και τσάρφαλα = ψίχουλα, σκουπιδάκια, ξερά λιανοκλαδάκια, μεταφορικά τα αδύνατα άκρα
Τσεμπέρα (η) (τούρκ.cember) = εσωτερικό κεφαλομάντηλο
(…πάει η τσεμπέρα η μακριά, πάνε τα μαύρα ράσα…, ποίημα, Π.Γλ.,
…ούλες με το τσεμπέρι τους, μη τις μαυρίσει ο γήλιος…, Π.Γλ.)
Τσερβέλο (το) (<ιταλ.cervello) = το κεφάλι
Τσέρλα (η) (<τσιρλώ<αρχ.τιλώ) = η διάρροια
Τσερλονέρι = γλυφό νερό στο Τσαπί, όπου μετά τα σχολεία πηγαίναμε οικογενειακώς (ως εκδρομή) να πιούμε όλη η οικογένεια για να καθαρίσουν τα άντερά μας, όπως μας έλεγαν
Τσιάγκρα (η) (μεσν) = είδος κυνηγετικού όπλου
Τσιαϊρι (το) (<τούρκ.cayir) = σπαρτή πρασινάδα για τροφή ζώων (συνήθως έσπερναν βρώμη ή κριθάρι)
Τσιακουμάκι (το) (<τούρκ.cakmak) = ο αναπτήρας
Τσιαλαβουτάου (<άτσαλα+βουτάω) = 1. πλατσιουρίζω στις λάσπες,
2. αρπάζω και χτυπώ επιπόλαια
Τσιαλαπατάου (<άτσαλα+πατώ) = πατάω κάτι επιπόλαια
Τσιαμπράζια (τα) (<τούρκ. capraz) = σειρές με ασημένια κοσμήματα πάνω στο γιλέκο
(…Κίτσο μου, πού είναι τ΄ άρματα, τα έρημα τσιαπράζια…, δημ. τρ. Α.Γ.)
Τσιατουμάς (ο) (<τούρκ.catuma) = εσωτερικός (συνήθως) τοίχος που στηρίζεται σε κάθετα ξύλινα δοκάρια, χτίζεται με οριζόντια καλάμια και γεμίζεται με σοβά, η καλαμωτή
Τσιαουνάου (ηχοπλ.) = γκρινιάζω
Τσιαπατσούλης (επίθ.) (<τούρκ.capacul) = ο άτσαλος
Τσιαπέλα (η) (<ιταλ.zapella) = λιαστά σύκα
Τσιάφι (το) (αλβαν.) = ο πρωινός πάγος
(Ο κάμπος πάχνιασε από το τσιάφι)
Τσιγαρίδα (η) = το χοιρινό κρέας που τσιγαρίζεται για να γίνει παστό
Τσιγαρίζω (<βεν.cigar) = περνάω από το τηγάνι το φαγητό (παράγωγα: το τσιγάρισμα, το τσιγαριστό φαΐ), μεταφορικά βασανίζω κάποιον με αντίστοιχη συμπεριφορά
Τσιγαρολόγος (ο) = η τσιγαροθήκη, το τασάκι
Τσίγδαλο (το) (<τούρκ. cagalo) = το αμύγδαλο που έχει γάλα, το πράσινο, το άγουρο
Τσιγκλάου (<τσίγκλα=σιδερένιος πήχης που τεντώνει το υφαντό στον αργαλειό) = τσιμπώ, κεντρίζω το ζώο, πειράζω κάποιον
Τσιεκουρίτσα (η) (υποκορ.< η τσιεκούρα, το τσιεκούρι) = γεωργικό εργαλείο κοπής δέντρων
Τσιέπερτος (επίθ.) = αυτός που έχει τσιέπια, ο ιδιότροπος. Έτσι έλεγαν τα ζωντανά τους, όταν έκαναν ζημιές
(Ρε τσιέπερτε, καταραμένε!)
Τσιέπι (το) (σλαβ) = το κέρατο, η ιδιοτροπία
Τσιέρπετος (επίθ.) (<σέρπετος) = αυτός που ελίσσεται, ο έξυπνος, ο καπάτσος
Τσικ-τσικ (ηχομ.) = ψιλοκομμένα σε κύβους τηγανιτά (πατάτες, κολοκυθάκια, μελιτζάνες) με ντομάτα σάλτσα και αυγά. Απ’ τα ωραιότερα καλοκαιρινά φαγητά, βασιλιτσιώτικη σπεσιαλιτέ!!!
Τσίλι (το) (,τουρκ.cil) = το μικρόσωμο και με μικρά αυτιά γιοργατζίδικο άλογο
Τσίλικη φοράδα = μικροκαμωμένη και γρήγορη φοράδα (…Μια παπαδιά αλώνιζε με τσίλικη φοράδα…, δημ. τρ. Α.Γ.)
Τσιλιμπίθρα (η) (τούρκ.celeml) = ο πολύ αδύνατος
Τσιλιπουρδάου (<σιληπορδώ<Σιληνός+πορδή) = πετάω από δω και από κει, ερωτοτροπώ, κυριολεκτείται στα μικρά πουλιά, όταν πρωτοπερπατούν
Τσιμπάου (<τσιμπίζω<εμπίζω<αρχ.εμπίς) = τρυπάω με τα δάχτυλα ή με κάτι αιχμηρό
Τσίμπλα (η) (<αρχ.σιπλή) = βλέννα των ματιών
Τσιμπλιάζω = εκκρίνω τσίμπλες
Τσιμπλής, ού, αρικο (επίθ.) = αυτός που έχει τσίμπλες
Τσιμπουκλείδαρα (τα) =
1. δύο μικρά ξυλάκια που τοποθετούνται στην πλάκα (παγίδα) για να πιαστούν πουλιά, συνήθως τσίχλες και τσιπουργιάνοι,
2. τα πολύ αδύνατα πόδια ή χέρια ο πολύ αδύνατος άνθρωπος
Τσινάου (μεσν.τσινώ<τινώ<τινάζω<αρχ.τινάσσω = κλωτσώ, θυμώνω (Τσινάει το ζώο)
(…Κι αν τσινήξεις και βροντήξεις, ούλες θε να τις τσακίσεις, δημ. τρ. Α. Γ)
Τσίνουρο (το) (μεσν.τσινάριν <αρχ.κύναρος=αγκάθι) = το βλέφαρο
Τσιοκάρα (η) <βεν.zogàr) = παιδικό παιχνίδι
Τσιόπελας (ο), η τσιοπέλα = ο Κορωναίος -α, ο αστός
Τσιότρα (η) = ξύλινο δοχείο για κρασί. Αξιοσημείωτη είναι η προέλευση της λέξης: <τουρκ. cotra, cotura<ιταλ.ciotola<σύμφυρ. λατ.cyathus<αρχ. ελλ.κύαθος+ λατ. cotyla<αρχ.ελλ.κοτύλη)
Τσιουγκανάου (<τσιουγκάνι=κουδούνι) = χτυπάω ελαφρά κάτι μεταλλικό και ακούγεται αντίστοιχος ήχος
Τσιο(υ)κάνι (το) (σλάβ.<ελλ.τυκάνι) = το μικρό τροκάνι
Τσιούκου-τσιούκου (ηχομ) = σιγά-σιγά
Τσιουμπλέκια (τα) (<τούρκ.comlek=γάστρα) =τα πάλιά πήλινα κουζινικά σκεύη
Τσιουρούνι (το) (με αντιμετάθεση από το τσίνορο;<αρχ.κύναρος) = το αγκάθι
Τσιουτσιουρίζω = χτυπάω κάποιον με κάτι που προκαλεί οξύ πόνο (με βέργα ή και χαστούκι), αλλά λέγεται και στο πολύ κρύο (Mας τσιουτσιούρισε το κρύο)
Τσίπουρα (τα) (<τούρκ.<cibre) = τα στυμμένα σταφύλια
Τσιπουργιάννης (ο) = πουλί, ο πολύ αδύνατος
Τσίτι (το) (<τουρκ.cit) = φτηνό λεπτό βαμβακερό ύφασμα για ρούχα ένδυσης
Τσίτσα (η) (σλαβ.tsitsa) = ξύλινο δοχείο για κρασί
Τσιτσί (το) (ιταλ.ciccia<αρχ.ελλ.τιτθός=μαστός) = το κρέας
Τσίτσιδος (<τσι-τσι) και τσιούτσιουμπλος = ολόγυμνος, Τσιτσίδι (επίρ.)
Τσιτσίρα (η) = η ανέχεια, η δυσκολία
Τσιτσιράου-τσιτσιριέμαι ή τσιτσιρίζω-ουμαι (ηχομιμ) = δυσκολεύω-ομαι, βασανίζω-ομαι
Τσιτσιμ’ λέλε (λέλε, γαλλ.) = ελαφρόμυαλη
Τσιφιλιά (η) = σιδερένιο χειροκίνητο πιεστήριο που στύβει τα τσίπουρα
Τσιφ(ι)λίζω = στύβω τα τσίπουρα
Τσιφούτης (ο) (<τουρκ.cifit) = ο τσιγκούνης
Τσόλι (το) (τούρκ.cul) = το κουρέλι, αλλά και το κιλίμι
Τσουβάλι (το) (<τούρκ.cuval)= το σακί
Τσούγδω (η) = ετοιμόλογη και ικανή κοπέλα
Τσουκάλι (το) (μεσν.<ιταλ.zucca) = πήλινο αγγείο για μαγείρεμα
(Βράζει το τσουκάλι, τι φαϊ θα θα βγάλει κανείς δε ξέρει, παροιμία)
Τσουκαλίζω = μαγειρεύω στο τσουκάλι
(Η μάνα τσουκάλιζε τη φασουλάδα)
Τσούκι (το) = παλούκι, ξύλο απελέκητο, ο κουτός
Τσουκανίζω (μεσν.<αρχ.ελλ.τυκάνιον=σφυρί) = χτυπώ
Τσουκλώνω (<με τσιτακισμό από το κυκλώνω) = περικυκλώνω και εμποδίζω, στριμώχνω
Τσούλα (η) (<ιταλ. ciulla) = η ανήθικη γυναίκα
Τσουλαφιάζουμαι (<στυλώνω+αυ(φ)τί) = στήνω αυτί
Τσουλούφι (το) (<τούρκ.zuluf) = αχτένιστη τούφα μαλλιών
Τσουμπλέκια (τα) (τουρκ.) = μικροαντικείμενα
Τσουπώνω (ίσως απο το στουπί) = 1. ταϊζω πολύ (Μη το τσουπώνεις άλλο το παιδί),
2. πιέζω (Τσούπωνε καλά τα σακιά, όχι να μετράμε σακιά και να είναι κοντόγιομα),
Τσουπωτός (επίθ.) = καλά γεμάτος
Τσουράπι (το) (<τούρκ.corap) = η κάλτσα
Τσουράπω (η) (τούρκ.) = ζωηρή και καπάτσα γυναίκα
Τσουρούνι (το ) (<με αντιμετάθεση από το ρουτσούνι=προεξοχή από όπου έτρεχε νερό) = το αγκάθι
Τσουρουφλίζω ή τσουλουφρίζω (κατά Ανδρ. και Μπαμπ. με συμφυρμό από τσουρώνω+τσουφλίζω) = καίω επιφανειακά. Τσουλουφρίστηκαν τα μαλλιά μου. Το λέμε εάν πιάσουν φωτιά τα μαλλιά μας από κερί ή εάν μας πάρει η λαύρα της φωτιάς
Τσουτσούνα ή τσουτσούνι (<τσουνί<αρχ.κυνίον) = το αντρικό μόριο στα μπεμπεκίστικα
Τσουτσουρίζει, τσιουτσιούρισε = πονάει. Λεγόταν 1. όταν μας χτυπούσαν με το χάρακα ή τη λούρα (Με τσιουτσιούρισε ο πόνος),
2. όταν έκανε κρύο (Με τσιουτσιούρισε το κρύο)
Τσουτσουρώνω = σηκώνω τ’ αυτιά, ανατριχιάζω, προσέχω, ανησυχώ, αγριεύω
Τυλιγάδι (το) (<τυλίγω) = σύνεργο υφαντικής
Τυλώνω (<τυλώ<αρχ.τύλος) = γεμίζω πάρα πολύ, χορταίνω (Τη τύλωσα = χόρτασα καλά)
Τυροκαμάου (<τυρός+κομέω) = πήζω τυρί
Τυροκομιό (το) = η διαδικασία της πήξης του τυριού και της μυτζήθρας
Τώρανε (επίρ.) = τώρα
Αναζήτηση αλφαβητικά
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω