Υποδότης (ο) (<υπό+δίνω) = ο εργάτης που δίνει τα υλικά στον χτίστη, πέτρες, λάσπη κ.α. (…Θυμάμαι τον πατέρα μου να δουλεύει υποδότης με μάστορα τον μπάρμπα Γιώργη και τον μπάρμπα-Νίκο. Ήταν κι άλλοι πολλοί. Άλλοι μαστόροι κι άλλοι υποδότες…Κ.Μ.)
Ύστερις (επίρ.)= ύστερα
( Κ΄ ύστερις; έτσι ρωτούσαμε τη συνέχεια των παραμυθιών)
Ύστερο (το) = το μέρος της μήτρας που αποβάλλεται τελευταίο μετά τη γέννα, ο πλακούντας
Υφάδι (το) = 1. το νήμα που περνάει μέσα από το στημόνι του αργαλειού, 2. το σκάρτο μαλλί, που γινόταν πιο σκληρή κλωστή και με αυτό ύφαιναν σακιά, στρωσίδια κ.ά.
(Ούλα είν΄ υφάδια της κοιλιάς, μα το ψωμί στημόνι, παροιμία)
Υφαντά (τα) = τα χοντρά ρούχα που υφαίνονταν στον αργαλειό (μπαντανίες, καμωτά, βελέντζες, κιλίμια, σακούλια, τα ράσινα, κουρελούδες κ.ά.)
Υφάντρα (η) (<αρχ.ελλ. υφαίνω) = η γυναίκα που ύφαινε
Ύψωμα (το), το αποτέλεσμα (κατάληξη -μα) του υψώνω δέηση = το ευλογημένο τετράγωνο ψωμάκι από το πρόσφορο που δίνει ο ιερέας σ’ αυτόν που το έχει προσφέρει υπέρ υγείας αγαπημένου προσώπου
Αναζήτηση αλφαβητικά
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ
Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω