Όλες οι λέξεις στο ‘Χ’

Χαβάνι (το) (<τούρκ.havan) = το μεταλλικό γουδί. Το γουδί ήταν ακριβή χάρη στους γάμους

Χαβανόχερο (το) = το γουδόχερο

Χαβάς (ο) ή χαβιόλι (το) (<τούρκ.hava) = ο σκοπός
(Το χαβά σου εσύ…)

Χαβδαλώνω (<χαβδός<λάβδα ή λάμδα, Λ) = ανοίγω τα σκέλη
(Μωρ’  σκεπάσου, μας χαβδάλωσες!)

Χαβιά (η) (<χάβος) και τα χαβιά = το χαλινάρι, τα ηνία (τα χαβιά του αλόγου)

Χαβιόλα (η) = η πονηρή γυναίκα

Χάβρα (η ) (έκφρ.η χάβρα των Ιουδαίων) (εβρ.) = πολλή φασαρία

Χαβρούζα ή ω (η) = αυτή που σήκωνε τα πόδια και αποκάλυπτε άσεμνα σημεία του σώματός της
(μας χαβρούζωσε = μας έδειξε άσεμνα σημεία)

Χάβω ή χάφτω (<μεσν.χάπτω<αρχ.ελλ.κάπτω=αρπάζω και καταπίνω λαίμαργα) =
1. τρώγω (Χάφτο και μη μιλάς),
2. είμαι κουτός (Χάφτει μύγες)

Χαβώνω (<αρχ.ελλ.χάβος) = κοροϊδεύω. Η αρχική σημασία ήταν περνάω το χαλινάρι, αλλά μετεξελλίχτηκε σε εξουσιάζω κάποιον, τον κάνω υποχείριό μου. Η λέξη συναντάται σε βυζαντινά κείμενα και αργότερα σε παραμύθια
(Ο λύκος χάβωσε τα κατσικάκια.)
Σήμερα χρησιμοποιείται ευρέως.
(Το βρήκε μικρό και το χάβωσε το έρμο)

Χα(γ)ιάτι (το) (<τούρκ.hayat) = ξύλινο στεγασμένο εξωτερικό μπαλκόνι, στη μπροστινή συνήθως όψη του σπιτιού.
(«…Οι νοικοκυραίοι κάθονταν σε δίπατα σπίτια με χαγιάτια, πέτρινες καμάρες, σαν εκείνες που έχουν τα γεφύρια…», Ευ. Τεμπελόπουλος)

Χάζι (το) (τούρκ.haz) = η ευχαρίστηση

Χαζοβιόλης (επίθ.) (<χαζός+βιολί) = ο χαζός
(Α, ρε χαζιοβόλη!)

Χαϊβάνι (το) (<τούρκ. hayvan) και χάϊβανο = ο χαζός
(Ένα χάϊβανο είναι, δε καταλαβαίνει)

Χάϊδι (το) (μεσν.<ηχάδιον<ήχος) = το χάδι

Χάϊδω μου = χαϊδευτικό

Χαϊλούζω (η) = η χαϊλωμένη, η χαζή

Χαϊλωμένος (μτχ. του χαϊλώνω) = κουτός, βλάκας
(Αϊ σιαπέρα, ρε χαϊλωμένε)

Χαϊλώνω (<αρχ.ελλ, χάλασις=χαλάρωση) = χαζεύω
(Άργησε η μάνα σου, θα χάϊλωσε σε κάνα δρόμο.)

 Χαϊμένος (μετχ.<χάνω) = ο χαμένος

Χάϊντε (προτρ.) = άϊντε, άντε

Χαϊμός (ο) (<χάνω) = ο χαμός
(Κακός χαϊμός γένηκε…)

Χαϊρι (το)(τούρκ.hayir) = η προκοπή
(Κάμε καλό να ιδείς χαϊρι)

Χαλάλι (το) (<τούρκ.halal) με επιρρηματική σημασία= επάξια
(Ούλα χαλάλι του…)

Χαλαλίζω (<τούρκ.halal)  = κάνω κάτι με ευχαρίστηση

Χάλασε (αόρ. του ρ. χαλάου) = ξεπαρθένιασε, Χαλασμένη (μετχ.) = ξεπαρθενιασμένη

Χάλασμα (το) (μετγν. ελλ.<χαλάω-ώ) = το ερείπιο, μισογκρεμισμένο σπίτι

Χαλάσματα (τα) = τοπωνύμιο έξω από το χωριό, όπου σώζονται χαλάσματα από το πρώτο χωριό (βλέπε και Βασ. Γούλα, «Βασιλίτσι, η ιστορία ενός Ακρίτα»)

Χαλαζιάς (ο) = καιρός με χαλάζι

Χαλεύω (<αρχ.ελλ. χαλή=παλάμη) = ψάχνω, γυρεύω
(Τι χαλεύεις;)

Χαλιάς (ο) = ο γεμάτος χαλίκια, ο άγονος τόπος

Χαλιβώνω ή Χαλινώνω (<χαλινάρι<αρχ.ελλ. χαλινόω-ώ<χαλινός) =
1. φοράω χαλινάρι (Χαλίβωσε το άλογο),
2. ελέγχω (Τήνε χαλίβωσε τη χαϊλωμένη και της τα πήρε ),
3. ξεσκεπάζω τα σκέλη μου και ντροπιάζομαι μπροστά σε κόσμο (Σκεπάσου, μας χαλίνωσες!)

Χαλκοτσούκι (το) (<χαλκός+ιταλ.zucca) = χάλκινο μπρίκι

Χαλούπωσε = σουρούπωσε, νύχτωσε  (Χαλούπωσε μέχρι να φτάσει ο μυλωνάς στο μύλο…, παραμύθι)

Χαλκάς(ο) (<τούρκ.halka<αραβ.halka<αρχ.ελλ. χαλκός, κατά Γ. Μπαμπινιώτη) = αλυσίδα, δεσμά
(Του ΄βαλε χαλκά, δαχτυλίδι, τον δέσμευσε)

Χαλκοτσούκαλο (το) (<χαλκός+τσουκάλι) = χάλκινο μαγειρικό σκεύος, ο μαυριδερός

Χάλκωμα (το) (<χαλκός, αρχ. ελλ.) και τα Χαλκώματα = τα χάλκινα μαγειρικά σκεύη που έπαιρνε η νύφη ως προίκα
(τηγάνι, τζέντζερα, κακάβι ή λεβέτι, ταψί, νταβάς)

Χαμάλης (ο) – χαμάληδες (οι) (<τουρκ.hamal) = αχθοφόρος στο λιμάνι της Κορώνης. Έρχονταν στο Βασιλίτσι, συνήθως ξυπόλητοι (γι’ αυτό τους έλεγαν και ξυπολητάδες) και πουλούσαν ψάρια ή πήλινα( τσουκάλια, βίκες). Συνήθως η πληρωμή τους ήταν σε είδος: λάδι, αλεύρι ή άλλα τρόφιμα. Έτσι επέζησαν της μεγάλης φτώχειας!

Χαμοκέλα (η) (<χάμου+κελί) = ισόγειο σπίτι με ένα ή το πολύ δύο δωμάτια, συνήθως πλίθινο, σπανιότερα και πέτρινο
( «Η παλαιϊκή Χαμοκέλα του χωριού 
Το σπίτι των φτωχών. Από τότε που ένιωσα τον κόσμο, οι φτωχοί, που ήταν και οι περισσότεροι, ζούσαν στις Χαμοκέλες, οι οποίες το χειμώνα ήταν βουτηγμένες στη λάσπη και το καλοκαίρι πνιγμένες στο μπουχό. Οι νοικοκυραίοι κάθονταν σε δίπατα σπίτια με χαγιάτια, πέτρινες καμάρες…», Ευ. Τεμπελόπουλος)

Χαμόσπιτο (το) = συνώνυμο της χαμοκέλας

Χαμολόι (το) (<χάμου+λο<λέγω) = οι λιγοστοί καρποί που πέφτουν στο χώμα κατά το μάζεμα (ελιές, σταφίδα κ.α.)

Χαμολοΐστρα (η) = η γυναίκα που μαζεύει χαμολόια.
(Στα πέτρινα χρόνια οι χαμολοϊστρες θρέψαν τις οικογένειές τους)

Χάμου (επίρ.) (<χαμαί, αρχ. ελλ.) = κάτω

Χαμούρα (η) = το κατώτερης ποιότητας προϊόν

Χαμούρι (το) (<τούρκ.hamur=ζυμάρι) = οι πολτοποιημένες ελιές πριν το διαχωρισμό του ελαιόλαδου
(…κι άλλος χαμούρι άφθονο να βάνει στις τσαντίλες…, ποίημα, Π. Γλ.)

Χαμπάρι (το) ή χαμπέρι (<τούρκ.haber) = νέο, μαντάτο
(Τι χαμπέρια μας ήφερες;)
Υπήρχε παλιότερα και η πρόληψη όταν ξαφνικά κουδούνιζαν τ΄ αυτιά κάποιου να στρίβει τον αντίχειρα με το μεσαίο δάχτυλο αριστερα – δεξιά στο κάθε αυτί και να λέει και να λέει: «καλό χαμπέρι!» κάνοντας το σταυρό του,
δε (μ)παίρνει χαμπάρι (έκφραση) = δεν καταλαβαίνει

Χαμπαρί(α)ζω = λογαριάζω
(Δε χαμπαριάζει τίποτα αυτός!)

Χαμπέρω (η) και χαμπερούλα = η κουτσομπόλα

Χαμπηλός (επίθ.) = χαμηλός
(Απ΄ τα ψηλά στα χαμπηλά, παροιμία)

Χανταβουλιάστηκα (<χαντάκι+βουλιάζω) =
1. έπεσα μέσα
2. χάθηκα, έπαθα κακό

Χανταβούρι (το) (κατά το νταβαντούρι) = η φασαρία

Χαντάκι (το) (<χάνδαξ<αραβ.khandag) = το μεγάλο αυλάκι. Εκτός από τα φυσικά χαντάκια, άνοιγαν χαντάκια συνήθως στην άκρη του χωραφιού για να φεύγουν τα βρόχινα νερά

Χαντρολαίμι (το) (<χάντρα+λαιμός) = κολιέ με χάντρες και διάφορες άλλες πέτρες. Οι γυναίκες τα παλιότερα χρόνια δεν φορούσαν τέτοια κοσμήματα και τους έκανε ιδιαίτερη εντύπωση όταν μετανάστριες γυναίκες από την Αυστραλία έρχονταν στο χωριό και φορούσαν τέτοια χαντρολαίμια

Χαράκι (το) (<χάραξ, αρχ.ελλ.) = το χάραγμα, εργασία στις σταφίδες, όπου ξεφλούδιζαν ένα στεφάνι στον κορμό του κλήματος για να χοντρύνουν τα σταφύλια

Χαρακώνω και χαράζω = κάνω χαράκι

Χάραμα (<χάραγμα<χαραγή, αρχ.ελλ.) = πολύ πρωί
(Το χάραμα θα μας έβρει στο χωράφι ή αύριο με το χάραμα θα φύγουμε)

Χαραμάδα (η) = το κενό ανάμεσα σε τοίχο ή σανίδες
(Το πάτωμα στο παλιό σκολειό στου Σαράντου στον Αγιο-Βασίλη ήτανε ούλο χαραμάδες και μας πέφτανε τα βολύμια μας)

Χαράμι (το) (<τούρκ.harami) και χαράμια ως επίρ.= άδικα
(Χαράμια πήγανε ούλα τα κόπια μας)

Χαραμής (ο) = ο τεμπέλης

Χαραμοφάης (επίθ.) (<χαράμι+φαγ-) = αυτός που τρώει τα έτοιμα

Χαράρια (τα) = γεωργικά εργαλεία, που αποτελούνταν από λεπτά στρογγυλά ραβδιά, ύψους ενός περίπου μέτρου, τα οποία δένονταν με σκοινιά κάθε 10 πόντους και περιέκλειαν το άχερο για να το φορτώσουν και να το μεταφέρουν

Χάρβαλο (το) (μεσν.<χάρβαλο<χάλαβρον<χαλαβρός) = το σαράβαλο, το ερείπιο

Χάρη (η) – οι χάρες (<χαρ-ίζω) = το δώρο – τα δώρα στο γάμο του ζευγαριού.

Τα χρόνια εκείνα οι χάρες ήταν σε είδος και όχι σε χρήμα. Συνηθισμένες χάρες ήταν οικιακά σκεύη (πιατικά, γυαλικά, γουδί κ.α.), είδη προικός (σεντόνια, τραπεζομάντηλα, πετσέτες κ.α.), είδη ένδυσης, διάφορα υφάσματα και πολλά άλλα χρηστικά πράγματα. Αξίζει να υπενθυμίσουμε τις χάρες της μιας οικογένειας προς την άλλη, γαμπρού και νύφης. Στα παλιότερα χρόνια η νύφη ύφαινε πουκάμισα για όλους τους άνδρες της οικογένειας του γαμπρού, σακούλια, αλλαξιές και ποδιές για τις γυναίκες και ένα βρακοζώνι του πεθερού, όπως και μια προσκεφαλάδα. Από το τέλος του πολέμου (1950 ) και  μετά, όπου άρχισε η οικονομική ανάπτυξη στη νύφη από τα αρραβωνιάσματα ήδη τα πεθερικά της έπαιρναν χρυσαφικά (όλα τα χρυσαφικά :σταυρό, μεταγιόν, δαχτυλίδι, βραχιόλι, καρφίτσα, σκουλαρίκια) και φορέματα (από ρόμπα και πασούμια μέχρι φορέματα και παλτό). Η νύφη χάριζε στο γαμπρό σταυρό και ρολόϊ, πάντα βέβαια ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα της κάθε οικογένειας. Στην οικογένεια  του γαμπρού και της νύφης ως χάρες έκαναν πουκάμισα και μεσσήνες για  τους άντρες, για δε τις γυναίκες φορέματα και ποδιές.

Χαροκαμένος = αυτός που έχει χτυπηθεί από θάνατο αγαπημένου προσώπου, ο πολύ δυστυχισμένος

Χαρούλα (η), οι Χαρούλες = η τραγουδίστρια, -ες που έρχονταν στο πανηγύρι τ΄ Αγιο-Βασιλιού στα μαγαζιά του χωριού (στου Κατσαρού, στου Μπρατσόλα, στου Αντρικάκη, στου Φράγκου) και τραγουδούσαν.

Χαρχάλεμα (το) = το ψαχούλεμα

Χαρχαλεύω (ηχοπλ.λέξη) = ψαχουλεύω, ψάχνω

Χάρχαλο (το) = ο θόρυβος

Χασές (ο) (<τουρκ.hase<αραβ.hassa) = λευκό βαμβακερό ύφασμα

Χασένια ή χάσινα (τα) = τα λευκά από χασέ ρούχα, τα πολύ καθαρά

Χάση (η) του φεγγαριού = η έλλειψη του φεγγαριού – το αντίθετο είναι ο γιόμος, δηλαδή το γέμισμα

Χασιομέρι (το) (<χάνω+μέρα) = η καθυστέρηση

Χάσικο (το) (<χασές) = τ΄ άσπρο αγοραστό ψωμί, που παίρναμε στα χρόνια του ΄60 και 70 από τους φούρνους της Κορώνης
(…Που σου ανοίγουν πλιότερο την όρεξη
για να φας το χάσκο ψωμί σου
και τις μοσκοβολημένες σαρδέλλες…, Π. Γλ.)

Χασιομεράου = καθυστερώ

Χασιομέρης (ο) = ο αργόσχολος, ο αγαλιανός, ο οκνός

Χάχαλο (το) και χαχαλάκι (<χαχάλα<χαλί<χηλή, κατά Ανδριώτη) = το ξυλαράκι

Χαψιά (η) = όσα χωράει το στόμα
(Και ο κακός ο λύκος έκαμε μια χαψιά τα κατσικάκια…)

Χεζής (ο) –ού (η) = ο φοβιτσιάρης

Χεζοβολιό (το) = η αφόδευση

Χείλα-χείλα (επίρ.) = έως τα χείλια, ξέχειλα
(Χείλα – χείλα τη ξεχείλισες τη κούπα!)

Χειμαδιό (το) (<μεσν.χειμάδιον<χειμάς=χειμών, αρχ. ελλ.) = το ζεστό μέρος

Χελώνι (το) (μεσν.υποκορ.χελώνιον<αρχ.ελλ. χελώνη) = το λίπωμα

Χεριά (η) (<αρχ.ελλ, χειρ) = όσα χωράει το χέρι. Χεριά έλεγαν όσα στάχια θέριζαν μαζί με την καλαμιά, σε ύψος περίπου 10-15 πόντων από τη γη και που χώραγαν στο χέρι του θεριστή.

Χερ-χερ(ι) ή χερ-χέρα (επίρ.) = γρήγορα (Χέρ-χέρα, βιάσου)

Χεριάρα (η) = μπλούζα με μεγάλα μανίκια

Χερικό (το) = η καλή αρχή, η καλή τύχη, το γούρι
(Έχεις καλό χερικό, σου «πιάνουν» τα πράματα, τα φυτέματα, τα προξενειά, τα ξεματιάσματα κ.λ.π.)

Χερόβολο (το) ή χειρόβολο (<αρχ.ελλ χειρ+βάλλω) = με λίγες χεριές έκαναν ένα χειρόβολο και με 3-4 χειρόβολα ένα λημάρι
(Κακό χερόβολο, κακό δεμάτι, παροιμία)

Χερομουρίθρα (η) = είδος φαγώσιμου χόρτου

Χερόμπυλας (ο) = πέτρινος μύλος χειρός, με τον οποίο έκοβαν μπλουγούρι, ψιλόκοβαν την κούκλα και έτριβαν το αλάτι

Χέρισος (επίθ.) (<χέρσος, αρχ.ελλ.) = ακαλλιέργητος

Χερολαιμιάζω = σφίγγω το λαιμό με τα χέρια

Χερσότοπος (ο) = χέρσο χωράφι

Χέρσωσε το χωράφι = γέμισε χορτάρια και θάμνους, έμεινε ακαλλιέργητο, αντιθ. ξεχερσώνω = καθαρίζω, συνήθης γεωργική εργασία το ξεχέρσωμα των χωραφιών με το τσαπόνι ή την αξίνα

Χερχεράτε (<χέρι-χέρι) = βιαστείτε

Χιλιάρα (η) = μπουκάλι για χίλια δράμια

Χινόπωρος (ο) = το Φθινόπωρο
(Φοβήθηκα του χινοπώρου τα νερά, της άνοιξης το κρύο, παροιμία)

Χλάμπουρο (το) (κατά το τσάμπουρο)= μικρό τσαμπί, αδύνατο σταφύλι
(Τίποτα δεν είναι τα σταφύλια φέτο, κάτι χλάμπουρα)

Χλαπακιάζω (ηχομιμ. λέξη, χλαπ, χλαπ, σλαβ.clapit) = τρώγω λαίμαργα

Χλαπαταή (η) (<όχλος+πάταγος) = μεγάλη φασαρία με φωνές

Χλιαίνω (<αρχ.χλέω) = ζεσταίνω

Χλιός (επίθ.) = ο ζεστός

Χλιβερός (επίθ.) = ο θλιβερός

Χλίβουμαι = θλίβομαι
(…Τι έχεις κόρη που χλίβεσαι και βαριαναστενάζεις…, δημ. τρ. Α. Γ.)

Χλίψη (η) (αρχ.ελλ.) = η θλίψη
(…μάρανες ΄πο χλίψη τη καρδιά μου…, ποίημα Π.Γλ., …αργό είναι το βήμα της, η χλίψη το βαραίνει…Π. Γλ.)

Χλεμπονιάρης (ο ) (<χλεμπόνα. Κατά τον Μπαμπινιώτη από το πλεμπόνα <πνευμόνι) = ο κιτρινιάρης

Χλωροκούκια (τα) = τα φρέσκα κουκιά

Χνάρι (το) (<ιχνάριον<ίχνος, αρχ.ελλ.) = το αχνάρι, το ίχνος του ποδιού. Στον παλιό δρόμο-μονοπάτι Πόρος-Καλαμάκι, υπήρχε μια μεγάλη πέτρα, πάνω στην οποία φαινόταν ένα χνάρι. Η λαϊκή παράδοση έλεγε ότι ήταν «ταχνάρι», η πατημασιά της Παναγίας της Φανερωμένης, η οποία πέτρωσε το καράβι με τους πειρατές (πετροκάραβο), όταν πήγαν να την κλέψουν

Χοντροθοδώρες (οι) = είδος άγριου φαγώσιμου χόρτου

Χοντρολιά (η) = είδος βρώσιμης ελιάς, επιτραπέζια, μεγαλύτερης σε μέγεθος από την ψιλολιά

Χοντρολάχανα (τα) = είδος άγριου φαγώσιμου χόρτου

Χοντροφάσουλα (τα) = τα φασόλια γίγαντες

Χόβολη (η) (<μεσν.χοβόλη<φοβόλη<βεν.fovolo) και χούσβουλη = η ζεστή στάχτη, η θράκα.

Χούσβουλο (το) = το πολύ καμμένο
(Έγινε χούσβουλο το ψωμί, το φαϊ, πάει κάηκε)

Χουζούρι (το) (<τούρκ.huzur) = η ξεκούραση

Χουντρουμπαλάς (ο) (<χοντρός+μπάλα) =  ο κοντός και χοντρός

Χούι (το ) (<τούρκ.huy) = ιδιοτροπία
(Να πάρεις τα χούϊα τους, κόρη μου, να τους αγαπήσεις για να σ΄ αγαπήσουνε και κείνοι)

Χουϊάζω (<σλαβ. hujati=φωνάζω) = βρίζω, Χουϊατό (το) = η βρισιά
(Ου, να χαθείς!)

Χουλιάρα (η) = η κουτάλα

Χουλιάρι (το) (<κοχλιάριον<κοχλίας, αρχ.ελλ.) = το κουτάλι
(Θέλεις το τρανό χουλιάρι, πάρε και μεγάλο φτυάρι, παροιμία)

Χούνα (η) ή χούνη (<αρχ.ελλ. χοάνη) =
1. το φαράγγι, το κοίλωμα ανάμεσα σε δυο πλεύρες
(Δεν είναι καλό το χωράφι, μια χούνα είναι),
2. η χούνη της ραχοκοκαλιάς
(Τρίψε με στη χούνη, παιδάκι μου, έλεγε η γιαγιά μου)

Χουνέρι (το) (<τούρκ.huner) = το πάθημα

Χουρουμπουλάου (<χορός+μπουμ) = χοροπηδάω
(Θυμάμαι να χουρουμπουλάμε πάνω στο άχερο στο ρογό και να πέφτουμε μέσα)

Χουρουμπουλητό (το) = το εύθυμο ως παιχνίδι πήδημα, ο κρότος από το μπουμπουνηταριό

Χούφταλο (το) (<κούπταλο<κύπτω=σκύβω) = ο πολύ γέρος, ο μη ικανός για τίποτα (γεροχούφταλο)

Χουφτιά (η) (<μεσν.φούκτα<φουκτίζω<πυκτίζω<πυξ) = 1. όσα πιάνει η χούφτα, η παλάμη
ια χουφτιά βρώμη θα ρίξεις στη κάθε γίδα να φάει),
2. πολύ μικρό (Μια χουφτιά άνθρωπος)

Χουχλάζει (<αρχ.ελλ κοχλάζω) το φαϊ = βράζει

Χουχλί (τo) = το χοιρινό λίπος

Χούχλος (o) (<κόχλος) = ο βρασμός

Χουχουλιάζω (ηχοπλαστική λέξη) = ζεσταίνω με την ανάσα μου

Χουχούλιασμα (το) = το ζέσταμα με την ανάσα

Χουχουλητό (το) (ηχοπλ. λέξη) = ο αναστεναγμός

Χουχουλιέμαι (ηχοπλ. λέξη) = αναστενάζω με αντίστοιχο ήχο (ω, χούι!)

Χουχουλόγιωργας (o) = ο κρυουλιάρης

Χρέ(γ)ια (το) = τα χρέη

Χρέπι (το) ή χλέπι ( ίσως από το χαλεπός=ο δύσκολος, ο επικίνδυνος) = το σαθρό, το ετοιμόρροπο.
Με ίδια σημασία υπάρχει η λέξη χαλέπετο στην Κρήτη

Χρίζω (<αρχ.ελλ. χρίω=αλείφω) = αλείφω, βάφω
(Θέλω να χρίσω το ντοίχο, να χρίσω τ΄ αλώνια),
αλλά και λερώνω (Με ΄χρισες= με λέρωσες, χρίστηκα=λερώθηκα)

Χρονιάρα μέρα (η) = ημέρα μεγάλης γιορτής
(Χρονιάρα μέρα σήμερα, έλεγαν, δε κάνει να δουλεύουμε)

Χρυσή (η) = ο ίκτερος

Χτένι (το) (<κτένιον<αρχ.κτεις-κτενός) =
1. εξάρτημα του αργαλειού, μέσα από το οποίο περνούν τα νήματα της ύφανσης
(…από κοπέλλες λυγερές π΄ έριχναν τη σαϊτα, τραγουδιστά και χτύπαγαν το χτένι με μεράκι…, ποίημα, Π. Γλ.)
2. το εσωτερικό της σπάλας του ζώου,
3. χτενάκι (το) = είδος χτένας για τα μαλλιά

Χτικιάρης (επίθ.) = ο φυματικός, ο πολύ άρρωστος

Χτικιό (το) (μεσ. κτικιάζω< ελληνιστ. εκτικός=πυρετός<αρχ.ελλ έξις <ρ. έχω) = η φυματίωση, σοβαρή αρρώστια

(…με χτικιό μου πήρες την υγειά, μωρή σκύλα ξενητιά…, ποίημα Π.Γλ.)

Χτιμάου = εκτιμώ
(Να χτιμάς τους γονέους σου και ούλους τους μεγαλύτερους)

Χυλός (ο) (αρχ.ελλ.) = το κουρκούτι, κάτι το παχύρευστο. Ο χυλός ήταν ένα πολύ ωραίο πρωινό με νερό και αλεύρι στο τηγάνι, μέχρι να γίνει κολλώδες (κάτι σαν τη σημερινή μπεσαμέλ χωρίς γάλα). Στα παιδιά άρεσε ιδιαίτερα το «κόλι» του (το κάτω στρώμα που το άφηναν να κολλήσει στο τηγάνι μέχρι να πάρει ένα ελαφρώς καφέ χρώμα) με ζάχαρη.

Χυλώνω = πήζω
(Χύλωσε το μανεστρικό)

Χυτός, -ή, -ό (επίθ.) = ο λεπτός χωρίς καμπύλες
(Χυτή γυναίκα)

Χυτούρα (η) = η δυνατή βροχή

Χωματουλίλα (η) και χωματουλιό (το) = η μυρωδιά του χώματος μετά τη βροχή, αλλά και μια μυρωδιά ανάμεσα στην υγρασία και τη μούχλα από τα κλειστά χωμάτινα κατώϊα

Χωνευτήρι (το) = το μικρό οίκημα που έβαζαν τα οστά των νεκρών

Χωνεύω (<χωνί) το φαγητό = 1. κάνω πέψη στο φαγητό,
2. χώνεψαν τα κάρβουνα = έγιναν στάχτη,
3. δε με χωνεύει αυτός = δεν με θέλει

Χωριάτης (ο)(<χωριό) = αυτός που ζει στο χωριό. Όλοι όσοι ζούσαμε στα χωριά είμασταν «χωριάτες» (για εμάς καμάρι), αλλά για τους γείτονές μας τους Κορωναίους οι χωριάτες ήταν βλάχοι (συνήθης βρισιά), δηλ. κατώτεροι κοινωνικά

Χωρέθηκε (μου, σου, του) = συνέβη, έγινε έμμονη ιδέα

Χώρισμα (το) = διαχωριστικό με καλαμωτή
(Το κατώι μας έχει ένα χώρισμα, όπου βάζουμε χωριστά τα γεννήματα και χώρια τα λάδια)

Χωρύδι (το) = ο ασβέστης. Κατά τον Σαραντάκο προέρχεται <χωρύγι <εγχωρύγιον<έγχωρος+ορύσσω. Υπάρχει και άλλη άποψη ότι προέρχεται από την χορηγία, διότι ο ασβέστης δινόταν ως χορηγία (χορήγι) στα χρόνια της τουρκοκρατίας για να ευπρεπίζονται και να απλυμαίνονται τα σπίτια και οι αυλές.

Χωσιά (η) (<μεσν.χωσία<αρχ.ελλ. χώσις<χωννύω) = η ύπουλη ενέργεια, η μπαμπεσιά
(Ζηλεύει ο χάρος με χωσιά με χωσιά μακριά τόνε βιγλίζει (ο θάνατος του Διγενή, ακριτ. τραγ.)

Χωστή(η) (<χώνω) = η κρυφή τσιμπιά

 

 

Αναζήτηση αλφαβητικά

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ

Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω