Όλες οι λέξεις στο ‘Ψ’

Ψαθολούρα (η) ή ψαθολούρι (το) = το διαπεραστικό κρύο, αυτό που χτυπάει σαν τη λούρα

Ψαλίδα (η) (<ελλν. ψαλίδιον, υποκορ.<αρχ. ψαλίς<ρημ. ψάω) = 1. ζωϋφιο με πολλά πόδια,  2. ψαλίδι κλαδέματος,  3. διχοτόμηση τρίχας

Tα ψαλίδια = 1. (λεπτές σανίδες) της σκεπής,
2. τα λεπτά και μακριά άκρα, χέρια και πόδια

Ψάνη (η) (<μελλ.έψω<πτίσσω) = μάτσο από γινωμένα στάχυα που τα καψάλιζαν και ήταν πολύ νόστιμα

Ψάχαλα (τα) (<ψήχω=λεπταίνω, αχρηστεύω) = πολύ λεπτά κλαδάκια, τα τσάχαλα

Ψαρής (ο) = ονομασία αλόγου με άσπρο χρώμα

Ψαχνίδα (η) (<ψαχνόν<αρχ.ελλ.σαχνός=ο τρυφερός) = η πιτυρίδα μα και η λίγδα

Ψειριάζω (<αρχ. ελλ. φθείρ) = γεμίζω ψείρες
(Ψείριασε το κοτέτσι)

Ψειρίζω = ξεψειρίζω, εξετάζω λεπτομερώς
(Μη τα ψειρίζεις τα πράματα άλλο)

Ψένω (<αρχ. ελλ. έψω) = ψήνω

Ψες (επίρ.) (<αρχ. ελλ. οψές) = χθες
(Ποιος ήταν που τραγούδαγε εψές το βράδυ βράδυ, δημ. τραγ.)

Ψηλαρίδης, ψηλαρίδω, ψηλαρίδικο = αυτός που έχει ψηλά πόδια (ψηλές αρίδες)

Ψήλος (ο) = το ύψος
(Αμόληκε πολύ ψήλο φτούνο το παιδί)

Ψιλιάτικο (το) (<ψιλά) = το τελευταίο ποτήρι κρασί. Η προφορική παράδοση των ταβερνιάρηδων λέει πως ονομάστηκε ψιλιάτικο, διότι έβαζαν στο τραπέζι οι πότες τα τελευταία ψιλά που είχαν και έλεγαν «ίβα, στο ψιλιάτικο!». Στους γάμους και στα γιόρτια, όταν έβγαιναν στο δρόμο οι καλεσμένοι για να φύγουν, τους κερνούσαν το ψιλιάτικο, δηλ. το τελευταίο και πάλι το ψιλιάτικο, με σκοπό να τους μεθύσουν!

Ψίλιθρο (το) = φυτό. Με αυτό έφτιαχναν σαρωματάκια. Συνήθως το χρησιμοποιούσαν για να σαρώνουν τις ρόγες των σταφυλιών κατά το άπλωμα στ’ αλώνια. Επίσης το μύριζαν όσοι είχαν «ρωγιάσει», ως αντίδοτο
(Ρουλιόμουνα στο στρώμα μου, παπάκι απ΄ τον ιδρώτα…
-Φέρτε παιδιά μου ψίλιθρο, να μυριστώ να γιάνω…, ποίημα Π. Γλ.)

Ψιλολιές (οι) = οι λεπτές ελιές (κορωναΐικες), κατάλληλες για λάδι

Ψίνια μουου ή ψιούνια μουου = κάλεσμα στη γάτα

Ψόφος (ο) = 1. θανατικό (Έπεσε ψόφος στα κοτερά),
2. πολύ κρύο (Κάνει ψόφο απόψε)

Ψοφολογάει = πεθαίνει, στερείται βασικών αγαθών

Ψυχικό (το) = η καλή πράξη, η ευσπλαχνία
(…κάμε ένα ψυχικό …, να σχωρεθούν απ΄ το θεό τα πεθαμένα σ΄ ούλα…, Π.Γλ.)

Ψυχομόλογος (<ψυχή+ομολογώ) στο χωριό = δε μολογιέται ψυχή, δεν υπάρχει άνθρωπος

Ψυχογιός (ο) = παραγιός

Ψυχομάνα (η) = η παραμάνα, η καλομάνα, η γυναίκα που θήλαζε το μωρό άλλης μάνας, που δεν είχε γάλα ή είχε πεθάνει

Ψυχοπαίδι (το) και η ψυχοπαίδα = υπηρέτης και –τρια. Έτσι έλεγαν τα παιδιά που οι γονείς τους τα έστελναν σε ξένα σπίτια να δουλεύουν ως υπηρέτες με αντάλλαγμα μόνο τη διατροφή τους. Τα αγόρια τα έστελναν σε αγροτικά σπίτια συνήθως ως βοσκούς, ενώ τα κορίτσια τα έστελναν ως εσωτερικές σε πλουσιόσπιτα στην Αθήνα

Ψυχοκέρι (το) = το κερί που ανάβει κάποιος για τη συγχώρεση του νεκρού

Ψυχοπονάου = ευσπλαχνίζομαι

Ψυχοπονιάρης, -α, -ικο = ο ευσπλαχνικός

Ψυχοπόνιο (το) = η ευσπλαχνία, η φροντίδα
(Ο γέρος, δυχατέρα μου, θέλει ψυχοπόνιο)

Ψυχούδα (η) = 1. η λαγάνα για το συχώριο των νεκρών,  2. «το πουλάκι» του μικρού κορισιού

Ψωμώνω = ωριμάζω (Ψώμωσε το γέννημα),  Ψωμωμένος (μετχ.) = ο ώριμος, ο γεροδεμένος, ο ευτραφής
(Ψωμωμένο γέννημα, ψωμωμένος άντρας)

Ψωριάρης (επίθ.) = ο άρρωστος από ψώρα, ο κακομοίρης, ο βρόμικος, ο καχεκτικός
(Ψωριάρικο σκυλί)

 

 

Αναζήτηση αλφαβητικά

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ

Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω